current views are: 2

3 Ιουνίου 2014
Δημοσίευση20:21

FT: «Σιωπή», 25 χρόνια μετά τα γεγονότα στην πλατεία Τιεν Ανμέν

Πριν από ένα χρόνο, η ανταποκρίτρια του αμερικανικού δημόσιου ραδιοφώνου στο Πεκίνο Λουίζα Λιμ έκανε ένα πείραμα. 

Δημοσίευση 20:21’
αρθρο-newpost

Πριν από ένα χρόνο, η ανταποκρίτρια του αμερικανικού δημόσιου ραδιοφώνου στο Πεκίνο Λουίζα Λιμ έκανε ένα πείραμα. 

Πριν από ένα χρόνο, η ανταποκρίτρια του αμερικανικού δημόσιου ραδιοφώνου στο Πεκίνο Λουίζα Λιμ έκανε ένα πείραμα. Πήγε σε τέσσερα πανεπιστήμια της κινεζικής πρωτεύουσας με μια από τις πιο γνωστές φωτογραφίες της εποχής μας: τη φωτογραφία ενός άνδρα με λευκή μπλούζα και μαύρο παντελόνι που στάθηκε απέναντι στα τανκς στη Λεωφόρο Τσανγκάν, στις 5 Ιουνίου 1989, μια μέρα μετά τη συντριβή των διαδηλώσεων στην πλατεία Τιεν Ανμέν. Η δημοσιογράφος έδειξε τη φωτογραφία σε 100 φοιτητές. Μόνο 15 την αναγνώρισαν. Ένα ζευγάρι προτίμησε να κοιτάξει αλλού. Ένας άλλος φώναξε στα αγγλικά: «Oh my God!» Ένας τρίτος είπε ότι η φωτογραφία πρέπει να σχετίζεται με ένα αντεπαναστατικό επεισόδιο στη χώρα.

Αύριο συμπληρώνονται 25 χρόνια από εκείνη την αιματηρή ημέρα. Οι περισσότεροι από αυτούς που έχασαν τη ζωή τους – πολλές εκατοντάδες – ήταν κάτοικοι κτιρίων κατά μήκος της λεωφόρου που οδηγεί στην πλατεία και έπεσαν θύματα των πυρών που δέχθηκαν αδιακρίτως από τους στρατιώτες. Σήμερα, το κομμουνιστικό καθεστώς έχει επιβάλει τη σιωπή. Οι διαδηλώσεις εκείνες χαρακτηρίζονται αντεπαναστατικές και οι πρωτεργάτες τους ήθελαν, όπως είχε πει ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ, «να καταστρέψουν το κυβερνών σύστημα και να εγκαθιδρύσουν μια εξαρτώμενη από τη Δύση αστική δημοκρατία, στο πλαίσιο ενός ιμπεριαλιστικού σχεδίου να οδηγηθούν οι σοσιαλιστικές χώρες στον καπιταλιστικό δρόμο».

Στο Χονγκ Κονγκ θα πραγματοποιηθεί αύριο μια αγρυπνία. Στην υπόλοιπη Κίνα, όμως, δεν θα υπάρξει καμιά αναφορά στην επέτειο, τουλάχιστον δημοσίως. Το γεγονός αυτό, γράφει ο Τζόναθαν Φένμπι στους Financial Times, εγείρει ασφαλώς ερωτήματα για τη φύση του καθεστώτος, αλλά και για την ετοιμότητα των ανθρώπων να ανταλλάξουν τη σιωπή τους με την άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου.

Τον περασμένο Απρίλιο ανακοινώθηκε ότι η κινεζική οικονομία θα ξεπεράσει ίσως και φέτος την αμερικανική. Παρόλο που η κατανομή του πλούτου είναι πολύ άνιση, η κινεζική ηγεσία μπορεί να ισχυριστεί ότι χάρις στην καταστολή των διαδηλώσεων του 1989 επιτεύχθηκε αυτή η πορεία προς την ευημερία και το παγκόσμιο κύρος της χώρας.

Στο βιβλίο του «Η εποχή της φιλοδοξίας», ο πρώην ανταποκριτής των Νιου Γιορκ Τάιμς Ιβάν Όσνος επικαλείται έναν 26χρονο απόφοιτο περιβαλλοντικών σπουδών που του είπε ότι «αν η 4η Ιουνίου είχε επιτύχει, η Κίνα θα ήταν πολύ χειρότερα σήμερα». Η Λουίζα Λιμ, πάλι, μίλησε με έναν από τους διαδηλωτές που προτίμησε να μείνει στην Κίνα παρά να φύγει στο εξωτερικό και υπέστη βαριά κακοποίηση στη διάρκεια δύο φυλακίσεών του. Ο άνδρας αυτός δεν παραξενεύεται καθόλου που η κατά είκοσι χρόνια νεότερη σύζυγός του και οι φίλοι της δεν ενδιαφέρονται καθόλου για το τι έγινε τότε.

Ένας άλλος άνδρας με τον οποίο μίλησε η Λιμ είχε λάβει μέρος στην επίθεση στην πλατεία, αλλά επειδή στη συνέχεια έδειξε σημάδια άγχους τού ανατέθηκε ένας δευτερεύων ρόλος. Σήμερα είναι καλλιτέχνης και τα έργα του είναι εμπνευσμένα από εκείνα τα γεγονότα. Καθώς όμως δεν μπορούν να εκτεθούν στη χώρα του, η επιθυμία του να διηγηθεί στους συμπατριώτες του την αλήθεια δεν μπορεί να εκπληρωθεί. Οι κινεζικές αρχές φρόντισαν άλλωστε, καλού-κακού, να τον συλλάβουν ενόψει της επετείου.
Οι μαρτυρίες αυτές καταγράφονται σ’ ένα βιβλίο, που η Λιμ ονόμασε «Η Λαϊκή Δημοκρατία της Αμνησίας». Εδώ συναντά κανείς από νεαρούς πατριώτες που διαδηλώνουν εναντίον της Ιαπωνίας – «Θέλω να μάθω να φτιάχνω τανκς για να εξοντώσω τους Γιαπωνέζους», λέει ένας – μέχρι τις τραγικές μάνες των θυμάτων της 4ης Ιουνίου που εξακολουθούν να προσπαθούν να μάθουν την αλήθεια. Όμως, «η Ιστορία είναι πάντα επικίνδυνη», όπως είπε στη συγγραφέα ο πρώην αξιωματούχος Μπάο Τονγκ, που καταδικάστηκε σε επτάχρονη κάθειρξη με την κατηγορία ότι είχε αποκαλύψει την επικείμενη επιβολή του στρατιωτικού νόμου.

Κι έτσι, πρέπει να διαστρεβλωθεί ή να απαγορευτεί, ακόμη κι αν αυτό δημιουργεί ένα τεράστιο κενό στην καρδιά ενός καθεστώτος όπου ο προβληματισμός ισοδυναμεί με υπονόμευση και το παρελθόν είναι ένα πολιτικό όπλο.


σχετικα αρθρα