current views are: 12

25 Οκτωβρίου 2016
Δημοσίευση08:20

Άρθρο του Άγγελου Κοντογιάννη – Μάνδρου: Η σιωπηλή «επανάσταση» της Τερέζα Μέι

Με τον διεθνή τύπο να κατακλύζεται καθημερινά από τα παραπολιτικά απόνερα της κούρσας διαδοχής για τον Λευκό Οίκο, το να εστιάσει κανείς σε όσα πραγματικά ορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις είναι μια μάλλον απαιτητική και εν πολλοίς δύσκολη υπόθεση. Όπως ορθά σημείωσε σε πρόσφατη παρεμβασή του στο “Athens Democracy Forum” ο καθηγητής Λουκάς Τσούκαλης πέραν της αναντίρρητης εκκεντρικότητας ή ίσως και γραφικότητάς του το φαινόμενο Ντόναλντ Τράμπ αντανακλά βαθύτερες διεργασίες που υπερβαίνουν τα μονοδιάστατα σχήματα που επικεντρώνονται είτε στον βαθύ κοινωνικό συντηρητισμό της Αμερικανικής κοινωνίας είτε στην άνοδο ενός έωλου αντισυστημικού ρεύματος απέναντι στα λόμπι της Ουάσιγνκτον. 

Δημοσίευση 08:20’

Με τον διεθνή τύπο να κατακλύζεται καθημερινά από τα παραπολιτικά απόνερα της κούρσας διαδοχής για τον Λευκό Οίκο, το να εστιάσει κανείς σε όσα πραγματικά ορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις είναι μια μάλλον απαιτητική και εν πολλοίς δύσκολη υπόθεση. Όπως ορθά σημείωσε σε πρόσφατη παρεμβασή του στο “Athens Democracy Forum” ο καθηγητής Λουκάς Τσούκαλης πέραν της αναντίρρητης εκκεντρικότητας ή ίσως και γραφικότητάς του το φαινόμενο Ντόναλντ Τράμπ αντανακλά βαθύτερες διεργασίες που υπερβαίνουν τα μονοδιάστατα σχήματα που επικεντρώνονται είτε στον βαθύ κοινωνικό συντηρητισμό της Αμερικανικής κοινωνίας είτε στην άνοδο ενός έωλου αντισυστημικού ρεύματος απέναντι στα λόμπι της Ουάσιγνκτον. 

*Του Άγγελου Κοντογιάννη-Μάνδρου, υποψήφιου διδάκτορα διεθνών και ευρωπαικών σπουδών στο King’s College του πανεπιστημίου του Λονδίνου                                                                                  

Με τον διεθνή τύπο να κατακλύζεται καθημερινά από τα παραπολιτικά απόνερα της κούρσας διαδοχής για τον Λευκό Οίκο, το να εστιάσει κανείς σε όσα πραγματικά ορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις είναι μια μάλλον απαιτητική και εν πολλοίς δύσκολη υπόθεση. Όπως ορθά σημείωσε σε πρόσφατη παρεμβασή του στο “Athens Democracy Forum” ο καθηγητής Λουκάς Τσούκαλης πέραν της αναντίρρητης εκκεντρικότητας ή ίσως και γραφικότητάς του το φαινόμενο Ντόναλντ Τράμπ, που ως επι το πλείστον απασχολεί τα μέσα,  αντανακλά βαθύτερες διεργασίες που υπερβαίνουν τα μονοδιάστατα σχήματα που επικεντρώνονται είτε στον βαθύ κοινωνικό συντηρητισμό της Αμερικανικής κοινωνίας είτε στην άνοδο ενός έωλου αντισυστημικού ρεύματος απέναντι στα λόμπι της Ουάσιγνκτον. Η πραγματική έλξη του μεγιστάνα, φαίνεται να έγκειται λοιπόν στην διαπλοκή των ανωτέρω με την μετέωρη κατάσταση στην οποία βρίσκονται πλατειά κοινωνικά στρώματα που είδαν το βιοτικό τους επίπεδο, αλλά και τις εργασιακές τους προοπτικές να συμπιέζονται από τον ‘αθέμιτο’ ανταγωνισμό που έφεραν οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου και η περεταίρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας από τη δεκαετία του 80 και έπειτα

Αυτή την βαθύτερη, υπαρξιακή κατα μια έννοια αγωνία μπροστά στη διάψευση του αμερικανικού ονείρου είναι που αποτυπώνει ο αναδυόμενος πολιτικός ριζοσπαστισμός των μικροαστικών και εργατικών στρωμάτων, που στην αριστερή εκδοχή του παρολίγον να φέρει έναν αυτο-αποκαλούμενο σοσιαλιστή ως επίσημο υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος για την διεκδίκηση της Αμερικανικής Προεδρίας και στη συντηρητική τον Ντόναλντ Τραμπ στα πρόθυρα της εξουσίας. Εαν όμως στις ΗΠΑ η διαφαινόμενη νίκη (;) της Χίλαρι Κλίντον δίνει ανάσες αισιοδοξίας ή έστω ανακούφισης στους θιασώτες του πολιτικού και οικονομικού mainstream, οι εξελίξεις στην Γηραιά Αλβιώνα, την έταιρη μέκα του νεοφιλελευθερισμού, κατατείνουν στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. 

Δεν είναι τόσο το γεγονός ότι ο σύμφωνα με τον Economist “πολιτικά νεκρός” αριστερός ηγέτης των Βρετανών Εργατικών, Τζέρεμι Κόρμπιν, αποδείχτηκε ‘ζωντανότερος’ στις προσφατες εσωκομματικές εκλογές των 172 (σε σύνολο 216) βουλευτών του κόμματός του, που απαίτησαν την παραίτησή του μετά την ήττα της καμπάνιας του Remain, ούτε η διαρκής άνοδος του ακροδεξιού Κόμματος της Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP) που καταδεικνύουν το βάθος της ιδεολογικής, πολιτικής και εν τέλει οικονομικής κρίσης του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, όσο η ίδια η μετατόπιση των κυβερνώντων Συντηρητικών. Ενός κόμματος που από την εποχή της Μάργκαρετ Θάτσερ πρωτοστάτησε διεθνώς στην προαγωγή του laissez faire, την αναδιάρθρωση της παγκόσμιας αγοράς, την υπονόμευση του κευνσιανού μοντέλου και την αχαλίνωτη επέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Το γεγονός ότι ο ρόλος της Βρετανίας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι επισκιάστηκε την επαύριο του πολέμου από τις ΗΠΑ δεν θα πρέπει να συσκοτίζει την ιδιαίτερη ακτινοβολία που η χώρα αυτή εξακολουθεί να έχει εντός του λεγόμενου δυτικού ή ανεπτυγμένου κόσμου ως συνισταμένη τόσο του πολιτισμικού της κεφαλαίου όσο και της γεωγραφικής της θέσης. Τα μεγάλα βρετανικά πανεπιστήμια παρέμειναν τόπος αναπαραγωγής των διεθνών ελίτ, το City του Λονδίνου μετατράπηκε στο δεύτερο μετά τη Νέα Υόρκη κέντρο του διεθνούς τραπεζικού συστήματος, ενώ οι ρήσεις της Μάργκαρετ Θάτσερ, με εμβληματικότερο όλων το περίφημο “there is no alternative”, χρωμάτισαν όσο λίγες τον κυρίαρχο λόγο της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Υπό αυτή την έννοια οι μετατοπίσεις που παρατηρούνται στο παραδοσιακά βραδυκίνητο Βρετανικό πολιτικό σύστημα γενικότερα και το Συντηρητικό Κόμμα ειδικότερα φαίνεται να αποτυπώνουν τάσεις και δυναμικές ευρύτερης σημασίας. 

Στο συνέδριο του τελευταίου που έλαβε χώρα στο Μάντσεστερ στις αρχές Οκτωβρίου με κεντρικό σύνθημα “Για σκληρά εργαζόμενους ανθρώπους”, η νέα ηγέτης των Τόριδων και πρωθυπουργός της Βρετανίας, Τερέζα Μέι, τάραξε τα νερά με έναν λόγο διανθισμένο με πλήθος αναφορών στην ανάγκη δίκαιης κατανομής των κοινωνικών βαρών, παρέμβασης του κράτους στην οικονομία και στήριξης των εργαζόμενων τάξεων. Τέτοια ήταν η αίσθηση που άφησε η ομιλία της ώστε σε κεντρικό άρθρο του στους Financial Times ο Μάρτιν Γόλφ, αρχισυντάκτης της εφημερίδας επι των οικονομικών, σημείωσε ότι “η Τερέζα Μέι έθαψε το Θατσερισμό…

Αυτό μπορεί να συνιστά τόσο μεγάλη μεταστροφή για τη Βρετανική πολιτική σκηνή όσο η στροφή της δεκαετίας του ‘40 προς τον σοσιαλισμό και εκείνη του ’80 μακριά από αυτόν”. Και πραγματικά, αναφορές όπως το “δεν υπάρχει κανείς σε αυτή τη χώρα που έγινε πλούσιος από μόνος του, κανείς” ή το επίσης αποκαλυπτικό “στη ζωή δεν υπάρχει μόνο ο ατομισμός και το προσωπικό συμφέρον…Έχουμε  μια ευθύνη ο ένας για τον άλλο και ειλικρινά πιστεύω ότι η κυβέρνηση έχει και αυτή μια ευθύνη” έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το ιδεολόγημα της ατομικής ευθύνης που περιέγραφε το Θατσερικό “δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως η κοινωνία”. 

Φυσικά η Τερέζα Μέι δεν έγινε σοσιαλίστρια ούτε οι Βρετανοί Συντηρητικοί πολέμιοι των αγορών. Αυτό που σηματοδοτεί όμως η μεταστροφή τους σε συνδιασμό και εν είδει επικύρωσης του ίδιου του Brexit και της επίμονης αριστερής στροφής του Εργατικού Κόμματος είναι ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της πλήρους απορρύθμισης και του ελάχιστου κράτους είναι πλέον πολιτικά και όπως άλλωστε κατέδειξε η κρίση του 2008 και οικονομικά, μή βιώσιμο, όχι μόνο για τις χώρες που ζούν υπό τις επιταγές των πολιτικών ‘εξυγίανσης’ του λεγόμενου Washington Consensus αλλά ακόμη και για χώρες του πυρήνα του διεθνούς συστήματος. 

Εαν λοιπόν οι αιτιάσεις του Ντόναλντ Τράμπ, όπως και του Μπέρνι Σάντερς πρίν από αυτόν, ενάντια στη Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων, γνωστή με το αγγλικό της ακρωνύμιο, TTIP, φαντάζουν ως δευτερεύουσες λεπτομέρειες μιας κάπως εκκεντρικής προεκλογικής περιόδου, οι εξελίξεις στη Βρετανία μας βεβαιώνουν ότι το θέμα της επιστροφής σε καθεστώς μεγαλύτερης ρύθμισης της οικονομίας και άρα κρατικής παρέμβασης και ενίσχυσης των εθνικών κυβερνήσεων είναι πλέον για τα καλά στο επίκεντρο των στρατηγικών αναζητήσεων χωρών βαρόμετρο για την πορεία αλλά και την ίδια την δομή της παγκόσμιας οικονομίας. 


σχετικα αρθρα