current views are: 5

7 Ιουλίου 2016
Δημοσίευση15:21

Πολιτειακά μαγειρέματα: Απλή αναλογική + εκλογή ΠτΔ από τον λαό = ημιπροεδρική δημοκρατία

Η Ελλάδα περνώντας μια μακρά περίοδο άγριων αντιπαραθέσεων και ιστορικών συγκρούσεων που πυροδότησε η παραδοσιακή Πολιτειακή διαμάχη μεταξύ του εκάστοτε βασιλιά και των κομμάτων, φάνηκε να κατασταλάζει στα χρόνια της Μεταπολίτευσης στη Προεδρευόμενη Κοινοβουλειτκή Δημοκρατία.

Δημοσίευση 15:21’

Η Ελλάδα περνώντας μια μακρά περίοδο άγριων αντιπαραθέσεων και ιστορικών συγκρούσεων που πυροδότησε η παραδοσιακή Πολιτειακή διαμάχη μεταξύ του εκάστοτε βασιλιά και των κομμάτων, φάνηκε να κατασταλάζει στα χρόνια της Μεταπολίτευσης στη Προεδρευόμενη Κοινοβουλειτκή Δημοκρατία.

Η Ελλάδα περνώντας μια μακρά περίοδο άγριων αντιπαραθέσεων και ιστορικών συγκρούσεων που πυροδότησε η παραδοσιακή Πολιτειακή διαμάχη μεταξύ του εκάστοτε βασιλιά και των κομμάτων, φάνηκε να κατασταλάζει στα χρόνια της Μεταπολίτευσης στη Προεδρευόμενη Κοινοβουλειτκή Δημοκρατία.

Οι ανησυχίες που προκαλούσαν οι ρυθμίσεις του Συντάγματος του 1975 λόγω των εύθραυστων ισορροπιών μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού, λύθηκαν έστω και άκομψα στην αναθεώρηση του 1986 με τη μετατροπή του ανώτατου πολιτειακού παράγοντα σε ένα θεσμό κύρους αλλά χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες.

Κάπως έτσι σχηματίστηκε το λεγόμενο πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο διακυβέρνησης που ζήσαμε για περίπου 40 χρόνια, την δυναμική του οποίου τροφοδοτούσε ανοιχτά ή εμμέσως η τεράστια ισχύς των πολιτικών κομμάτων και κυρίως η εμφάνιση του φαινομένου του ισχυρού δικομματισμού. Τα εκλογικά ποσοστά του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου- σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπέρασαν το 85%- δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αμφισβήτησης.

Για να εδραιωθεί βέβαια αυτό το μοντέλο, χρειάστηκε και η συνεισφορά των πλειοψηφικών εκλογικών νόμων, που υιοθετήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια με σκοπό να εξασφαλίσουν στο πρώτο κόμμα την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή και τη δυνατότητα σχηματισμού σταθερής κυβέρνησης με ορίζοντα τετραετίας.

 Όλα αυτά βέβαια συνέβησαν τα χρόνια της μεταπολίτευσης και επειδή ακριβώς η ιστορική αυτή περίοδος μαζί με τις βεβαιότητες που την ακολουθούσαν έχει κλείσει το κύκλο της, οι προτάσεις που γίνονται στο δημόσιο διάλογο βρίσοκονται στην αντίθετη κατεύθυνση.

Η απλή αναλογική για παράδειγμα που προτείνει η κυβέρνηση, μόνο ως σύντομο ανέκδοτο θα μπορούσε να τεθεί μια πενταετία νωρίτερα: Γιατί μια κυβέρνηση να αποποιείται των ευεργετημάτων ενός σημαντικότατου εκλογικού πλεονεκτήματος που θα μπορούσε να της εξασφαλίσει μια μελλοντική κοινοβουλευτική πλειοψηφία; Οι απαντήσεις που έχουν δοθεί και αποδίδονται στην βεβαιότητα του πρωθυπουργού ότι δεν καταφέρει να είναι και πάλι πρώτος στις ερχόμενες εκλογές, είναι μάλλον αποσπασματικές και δεν διακρίνουν θελημένα ή μη την άλλη διάσταση της υπόθεσης.

Ένα εκλογικό σύστημα, βασισμένο στην απλή αναλογική αποδυναμώνει την ισχύ των κομμάτων και αναδεικνύει τη δυναμική των προσωπικοτήτων που θέτουν υποψηφιότητα για τη θέση του πρωθυπουργού.

Το ερώτημα «ποια κόμματα μπορούν να συγκροτήσουν κυβέρνηση», αντικαθίσταται μοιραία από το « ποιος είναι αυτός που μπορεί να εγγυηθεί το σχηματισμό κυβέρνησης».

Πέραν αυτού δε, ακόμα και η ίδια η αλλαγή της φύσης του ερωτήματος των διερευνητικών εντολών για το σχηματισμό κυβέρνησης, σε μια περίοδο έντονης κοινωνικής και οικονομικής αβεβαιότητας, είναι πιθανό να μην υπάρξει κανένα πρόσωπο που να μπορεί να παίξει το ρόλο του εγγυητή με τρόπο ξεκάθαρο και μη αμφισβητήσιμο. Ήδη με βάση αυτή τη συλλογιστική η ίδια η ιδέα του πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος έχει αρχίσει και κλονίζεται.

 Παράλληλα,  μέσα στη φημολογία για τις προτάσεις της κυβέρνησης αναφορικά με τη συνταγματική αναθεώρηση, αναπαράγεται συνεχώς και εντέχνως η ιδέα της απ’ ευθείας εκλογής του Προέδρου από το λαό. Ανεξάρτητα από τις αρμοδιότητες που τυπικά θα του παραχωρηθούν από την αναθεώρηση, η εκλογή του Προέδρου από το λαό, του παρέχει ένα ασυναγώνιστο νομικά και συνταγματικά βαθμό νομιμοποίησης σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο Θεσμό της Πολιτείας. Ένας Πρόεδρος που έλαβε για παράδειγμα 4 εκατομμύρια προσωπικές ψήφους, δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να παραγκωνιστεί από έναν πρωθυπουργό με έμμεση νομιμοποίηση, ο οποίος ενδεχομένως να ηγείται κόμματος που συμμετέχει σε κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού που μετά βίας συγκεντρώνει ένα ποσοστό της τάξης του 20%.

 Ακολουθώντας αυτό το σενάριο και έχοντας κατά νου τη πρόσφατη εμπειρία της χώρας, ποιος από τα δύο αυτά πρόσωπα θα μπορούσε να αποτυπώσει καλύτερα τη λαϊκή θέληση σε ένα υποτιθέμενο δίλημμα δημοψηφισματικού χαρακτήρα για τη συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς ή και την ίδια την ΕΕ; Θα μπορούσε ο Πρόεδρος να αρνηθεί να επικυρώσει μια κυβερνητική πρόταση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος;

 Όλα τα παραπάνω συνηγορούν προς τη κατεύθυνση αλλαγής των συσχετισμών σε τέτοιο βαθμό που σε λίγο καιρό μπορεί και να συζητάμε για τη διαμόρφωση ενός άλλου Πολιτεύματος στη κατεύθυνση του γαλλικού προτύπου της ημιπροεδρικής δημοκρατίας. Φυσικά το Σύνταγμά μας μέσω του άρθρου 110 (μη αναθεωρητέες διατάξεις) απαγορεύει ρητά τέτοιες ενέργειες, όμως το ίδιο έκαναν και όλα τα προηγούμενα που δεν βρίσκονται σε ισχύ.