current views are: 1

6 Φεβρουαρίου 2014
Δημοσίευση15:40

Μανιάτης: Οι τέσσερις βασικοί πυλώνες για ανάπτυξη

«Το κόστος και η εξοικονόμηση ενέργειας, η δημιουργία θέσεων εργασίας, η αναβάθμιση του περιβάλλοντος και η προστασία της βιοποικιλότητας είναι οι βασικοί πυλώνες του νέου παραγωγικού μοντέλου της χώρας, ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης».

Δημοσίευση 15:40’
αρθρο-newpost

«Το κόστος και η εξοικονόμηση ενέργειας, η δημιουργία θέσεων εργασίας, η αναβάθμιση του περιβάλλοντος και η προστασία της βιοποικιλότητας είναι οι βασικοί πυλώνες του νέου παραγωγικού μοντέλου της χώρας, ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης».

«Το κόστος και η εξοικονόμηση ενέργειας, η δημιουργία θέσεων εργασίας, η αναβάθμιση του περιβάλλοντος και η προστασία της βιοποικιλότητας είναι οι βασικοί πυλώνες του νέου παραγωγικού μοντέλου της χώρας, ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης».

Με αυτή την αναφορά ο υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής Γιάννης Μανιάτης έδωσε το στίγμα σε ημερίδα που διοργάνωσε το συμβούλιο για τη βιώσιμη ανάπτυξη του ΣΕΒ, με κεντρικό θέμα τη «σύνδεση των ευρωπαϊκών πολιτικών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής με την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων».

Ο κ. Μανιάτης επισήμανε τα ζητήματα των ενεργειακών υποδομών, της ενεργειακής ασφάλειας, των πρόσφατων ανακαλύψεων υδρογονανθράκων στη νοτιανατολική Μεσόγειο και στα ελληνικά χωρικά ύδατα, αλλά και την ανάγκη αναζήτησης καινοτόμων χρηματοδοτικών σχημάτων, όπως αυτά πρόκειται να συζητηθούν στο ερχόμενο άτυπο συμβούλιο υπουργών ενέργειας, με αφορμή την ελληνική Προεδρία.

Όσον αφορά το ενεργειακό κόστος, ο κ. Μανιάτης δήλωσε ότι «η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να έχει τη δική της δίκαιη μεταχείριση», ιδιαίτερα για επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν ισχυρό ανταγωνισμό από τρίτες χώρες, όπως είπε, ενώ έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην ενεργειακή αποδοτικότητα και την εξοικονόμηση ενέργειας, τονίζοντας την ανάγκη λήψης μέτρων προς αυτή την κατεύθυνση της ελάφρυνσης του κόστους.

Επισήμανε δε, την ανάγκη για εφαρμογή της εθνικής στρατηγικής για τη προστασία της βιοποικιλότητας, καθώς μόνο στην Ελλάδα χάνεται 3% του ΑΕΠ, λόγω απωλειών της.

Ο κ. Μανιάτης τόνισε, επίσης, ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στόχος είναι να ολοκληρωθεί εντός του έτους η εσωτερική αγορά ενέργειας, γεγονός που αναμένεται να ευνοήσει τη νησιωτικότητα της Ελλάδας, ενώ ως κορυφαία ευρωπαϊκή επιλογή επισήμανε την αύξηση της παραγωγής ενέργειας και τη μείωση της εξάρτησής της από τρίτες χώρες, εκφράζοντας ταυτόχρονα την έντονη επιφυλακτικότητά του σχετικά με την εξόρυξη σχιστολιθικού αερίου.

Εξάλλου, ο Ευθύμιος Βιδάλης, πρόεδρος του συμβουλίου του ΣΕΒ για τη βιώσιμη ανάπτυξη, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου προς την ΕΕ, ενόψει της παγκόσμιας συμφωνίας για το κλίμα στο Παρίσι το 2015, καθώς «το να υιοθετήσει μονομερώς η ΕΕ περιορισμούς στις εκπομπές αερίων μπορεί να είναι καταστροφικό για την ανταγωνιστικότητά της», επισημαίνοντας ότι άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, δεν προσαρμόζονται στους στόχους που έχουν τεθεί από τις διεθνείς συμβάσεις. Ταυτόχρονα, ως βασικό λόγο υπονόμευσης της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ, ανέφερε την αύξηση του ενεργειακού κόστους, κρίνοντας «αναγκαία τη λήψη μέτρων αντιστάθμισης για την επιβίωση των ελληνικών βιομηχανιών».

Ο Αλέξανδρος Κουλίδης, εκπροσωπώντας τη γενική γραμματέα του ΥΠΕΚΑ Νάντια Γιαννακοπούλου, μεταξύ άλλων, επισήμανε αδυναμίες και αδικίες στο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων άνθρακα, γεγονός που, όπως είπε, στοιχίζει στην Ελλάδα τόσο σε οικονομικούς πόρους, όσο και σε θέσεις εργασίας, τονίζοντας κι αυτός με τη σειρά του την ανάγκη για ειδικές ευρωπαϊκές πολιτικές ενίσχυσης προς αδύναμες χώρες.

Τη μεγάλη δυναμική της Ελλάδας στους τομείς της ενεργειακής αποδοτικότητας και εξοικονόμησης, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, επισήμανε ο επικεφαλής της διεύθυνσης Κλιματικής Δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Χάνς Μπέργκμαν. Αναγνωρίζοντας δε τις ανισορροπίες στο διεθνές σύστημα εμπορίας άνθρακα, εξήγγειλε από πλευράς της ΕΕ ήπιες μεταρρυθμίσεις του συστήματος, στο μέλλον.

Η αδύναμη εσωτερική ζήτηση, το «εχθρικό» επιχειρηματικό περιβάλλον, χαμηλά επίπεδα καινοτομίας και επενδύσεων, οι υψηλές τιμές στην ενέργεια, δυσκολίες στην πρόσβαση πρώτων υλών, έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και χρηματοδότησης, είναι τα βασικά εμπόδια της ΕΕ για την ανάκαμψη, σύμφωνα με την επικεφαλής της ομάδας για την βιώσιμη βιομηχανική πολιτική, Μαρτσένα Ρογκάλσκα.

Η κ. Ρογκάλσκα έκανε γνωστό ότι περί τα 182,5 δισεκατομμύρια πρόκειται να διατεθούν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέχρι το 2020, για την τόνωση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, καθώς στόχος είναι το 20% του ΑΕΠ της ΕΕ, μέχρι το 2020, να προέρχεται από αυτή.

Ο Κωστής Σακελλάρης, οικονομικός αναλυτής της διεύθυνσης ενέργειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκτίμησε ότι τα κέρδη στην ΕΕ από την εφαρμογή του νέου πλαισίου για το κλίμα και την ενέργεια μέχρι το 2030, θα ανέλθουν στα 14 δισεκατομμύρια ετησίως, με παράλληλη δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας.

Ως εφικτό στόχο «βλέπει» τον συνδυασμό της προστασίας από την κλιματική αλλαγή και την ανάκαμψη, ο Αλεξάντερ Άφρε, διευθυντής του τμήματος βιομηχανικών υποθέσεων του Businesseurope, ωστόσο επισήμανε την ανάγκη λήψης μέτρων για βιομηχανίες που έχουν εκτεθεί περισσότερο σε υψηλό ενεργειακό κόστος. Τόνισε δε, ότι «η Ευρώπη δεν πρέπει να φανεί αφελής στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για το κλίμα και να διατηρήσει χώρο για ελιγμούς».

Ο καθηγητής του ΕΜΠ Ιωάννης Ζιώμας, μιλώντας για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην Ελλάδα, παρατήρησε τη σημαντική μείωσή τους μετά το 2011, εξαιτίας της μείωσης του συνολικού ΑΕΠ, λόγω της κρίσης, γεγονός που δημιουργεί, ωστόσο, ένα σημαντικό αδιάθετο υπόλοιπο. Οι εκπομπές θα αρχίσουν να αυξάνονται από την επόμενη χρονιά, σύμφωνα με τον καθηγητή, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που μέχρι το 2020 θα υπολειπόμαστε κατά πολύ των προβλέψεων που αποτελούν τον στόχο.

Τέλος, ο ακαδημαϊκός Χρήστος Ζερεφός, συντονιστής της επιτροπής μελέτης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής της Τράπεζας της Ελλάδας, χαρακτήρισε τον άνθρακα ως παγκόσμιο πρόβλημα, ενώ όπως ανέφερε, στην Ελλάδα το συνολικό κόστος της κλιματικής αλλαγής, που οφείλεται στον άνθρωπο, μέχρι το 2050, εκτιμάται στα 700 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ με μία προσπάθεια προσαρμογής, το κόστος μπορεί να μειωθεί στα 400 δισεκατομμύρια.


σχετικα αρθρα