current views are: 1

18 Ιουνίου 2014
Δημοσίευση16:02

Μετά το κείμενο των «53», το αντιμνημονιακό κάλεσμα Μητρόπουλου

Ένα κείμενο του βουλευτή Αλέξη Μητρόπουλου και του μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, Διονύση Τεμπονέρα προκαλεί νέο «πονοκέφαλο» στην Κουμουνδούρου, φουντώνοντας την εσωκομματική διαμάχη, λίγο μετά το κείμενο των «53».

Δημοσίευση 16:02’
αρθρο-newpost

Ένα κείμενο του βουλευτή Αλέξη Μητρόπουλου και του μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, Διονύση Τεμπονέρα προκαλεί νέο «πονοκέφαλο» στην Κουμουνδούρου, φουντώνοντας την εσωκομματική διαμάχη, λίγο μετά το κείμενο των «53».

Ένα κείμενο του βουλευτή Αλέξη Μητρόπουλου και του μέλους της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, Διονύση Τεμπονέρα προκαλεί νέο «πονοκέφαλο» στην Κουμουνδούρου, φουντώνοντας την εσωκομματική διαμάχη, λίγο μετά το κείμενο των «53».

«Ή θα ενώσουμε τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας σε οργανωτική-πολιτική-ιδεολογική αντιμνημονιακή βάση ή θα βαυκαλιζόμαστε με τη σταθερότητα των «ανάδελφων» εκλογικών μας ποσοστών, που όμως δεν κλονίζουν τη μνημονιακή πορεία» τονίζουν στο συμπέρασμα του κειμένου απορρίπτοντας συγκυβέρνηση με ΝΔ – ΠΑΣΟΚ.

Στο κείμενο, χαρακτηρίζεται γραφική η όποια συζήτηση για νέα πρωτοβουλία συμπόρευσης με το ΚΚΕ, ενώ γείνεται λόγος για «επιπρόσθετες δυσκολίες στην πολιτική συμμαχιών».

Η Σοσιαλιστική Τάση υποστηρίζει ότι «η υπερ-έκθεση στελεχών «πρώτης γραμμής» δεν μας ωφέλησε, αλλ’ απεναντίας ζημίωσε τον κοινό μας λόγο. Το ποιοι άλλωστε μπορούν να διεισδύσουν στα λαϊκά στρώματα και να επηρεάσουν τις συνειδήσεις των πολιτών, με τον δύσκολο μεν αλλά εκλαϊκευμένο και συνεπή επιστημονικό, δημοκρατικό και αριστερό λόγο, φάνηκε από το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών».
 
Αίσθηση προκαλεί η θέση περί αντικειμενικής σύμπλευσης δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ που αποκαλούνται «δραχμική αριστερά» με ακροδεξιές παρατάξεις που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη. Το σχετικό κομμάτι αναφέρει τα εξής:

«Είναι κρίσιμο λάθος, συλλογικότητες και στελέχη της αποδοκιμασμένης από τον λαό «ευρωπολεμικής» ή «δραχμικής Αριστεράς» και άλλοι υποκρυπτόμενοι παράγοντες και Επιστημονικές Ενώσεις που σχετίζονται με τον ΣΥΡΙΖΑ, να απεμπολούν τα «όπλα» των δομικών, θεσμικών και χρηματοοικονομικών συνεξαρτήσεων με τις χώρες της ΕΕ και να χαρίζουν στον ταξικό αντίπαλο, όχι μόνο το πεδίο του αγώνα, αλλά και τις δυνατότητες που διανοίγονται από τις «χαοτικές αβεβαιότητες» του παρόντος, κυρίως στο πεδίο του ευρωσυστήματος.
 
Η αντικειμενική αυτή σύμπλευσή τους με τις ακροδεξιές παρατάξεις που εμφανίστηκαν σε όλες τις χώρες της ΕΕ είναι ΑΝΤΙδιαλεκτική και ΑΝΤΙμαρξιστική. Η Αριστερά έχει ένα διαρκές μέτωπο με αυτές τις δυνάμεις που αναδύονται από το τέλμα της κοινωνικής αμηχανίας και αβεβαιότητας, που διαβρώνει πρωτίστως την Εργατική Τάξη κάτω από τον μονόδρομο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, το οποίο χαράσσει η νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή ελίτ και εφαρμόζει η πρόθυμη Ευρωπαϊκή Τεχνοδομή υπό την κηδεμονία της Γερμανίας».

Αναλυτικά το κείμενο με τίτλο «Κείμενο συμβολής στον προβληματισμό για παραπέρα νικηφόρα πορεία»:

Α. Σωστή ερμηνεία της κατάστασης

Στον Κεραμικό στις 3 Φεβρουαρίου 2013, με την εισήγησή μας ενώπιον της Κεντρικής Επιτροπής, είχαμε προσδιορίσει τους όρους και τις προϋποθέσεις των συμμαχιών μας.

Εμμένουμε σ’αυτούς τους όρους και τους επεξηγούμε περαιτέρω μετά την κατάσταση που διαμορφώθηκε από τις διπλές εκλογές του περασμένου Μαΐου.

Γιατί τα θεμελιώδη ζητήματα για τις κοινωνίες και τις εκπροσωπήσεις τους τίθενται και προβάλλονται σε ορισμένο τόπο και χρόνο.

Οι κοινωνικο-οικονομικοί σχηματισμοί συγκροτούνται και εκφράζουν συγκεκριμένα επίπεδα ανάπτυξης παραγωγικών, οικονομικών, κοινωνικών κ.ά. σχέσεων. Όσο ακριβέστερα ερμηνεύουμε τη φύση αυτών των ανακατατάξεων και σχέσεων, τόσο ευκρινέστερα μπορούμε να προσδιορίσουμε τους όρους αλλαγής τους, κυρίως τους ιδεολογικο-πολιτικούς όρους που μας αφορούν.

Αυτός είναι ο προορισμός, άλλωστε, των πολιτικών κομμάτων και των Συνδικάτων, ως όπλων και αναγκαιοτήτων του αστικού αντιπροσωπευτικού συστήματος της ατομικής ιδιοκτησίας: Να ερμηνεύουν δηλαδή διαλεκτικά τη συγκυρία και να επιχειρούν να αλλάξουν την κατάσταση προς την κατεύθυνση των προγραμμάτων τους. Ιδιαίτερα τα κόμματα της Αριστεράς προχωρούν περισσότερο. Βάζουν ανέκαθεν ζήτημα αλλαγής ή ανατροπής της κατάστασης προβάλλοντας ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα άσκησης εξουσίας ή εναλλακτικής διακυβέρνησης.

Στην ιστορία της νεωτερικότητας των τελευταίων 200 χρόνων καταδείχθηκε το ακατανίκητο τού αέναα κινούμενου και δυναμικού καπιταλιστικού συστήματος. Το οποίο, παρά τις κρίσεις του (κυκλικές, δομικές, μικτές κ.ά.), επιβιώνει και κυριαρχεί. Για να καταλήξει στη σημερινή μορφή του «απόλυτου» καπιταλισμού που καταλαμβάνει πλέον και τα πεδία του δημόσιου χώρου, προνομιακό κάποτε πεδίο διαχείρισης του ταξικού κρατικού μορφώματος και των αυτοδιοικητικών οργανώσεων.

Αλλά αποδείχθηκε επίσης και το ουτοπικό και ακατόρθωτο της εναλλακτικής σοσιαλιστικής πρότασης, ως αποτέλεσμα μιας επαναστατικής ανατροπής. Πολύ περισσότερο που η φαινομενικά δύσκολα αναστρέψιμη κατάσταση του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν μπορεί να αποτελεί ένα παραδεκτό πρότυπο στον παρόντα χρόνο. Αφού, ενώ οικοδομήθηκε στο όνομα τής απελευθέρωσης του ανθρώπου και της κατάργησης κάθε εκμετάλλευσης, οικοδόμησε ένα πολίτευμα κομματικο-κρατικής ταξικότητας που δεν μπορούσε να ξεπεράσει τα όρια της αναπαραγωγής του.

Ωστόσο, νέες εναλλακτικές προτάσεις (λιγότερο ή περισσότερο πρωτότυπες) κατατίθενται από τα πολιτικά κινήματα. Αυτή είναι η μοίρα των ανθρώπων. Η ουτοπία, η αδικαίωτη ανατρεπτική-επαναστατική πάλη βρίσκεται στο DNA των κοινωνιών και γι’αυτό πάντα τα περισσότερο συνειδητοποιημένα τμήματά τους νομιμοποιούν τις αντίστοιχες προτάσεις.

Στη χώρα μας το καθεστώς του Μνημονίου διεξάγει σχεδόν ανεμπόδιστα το αλλοτριωτικό για τον λαό και την κοινωνία μας πρόγραμμά του.

Η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι η Αριστερά, μέχρι τώρα, έχει αντικειμενικά ηττηθεί.

Στο κοινωνικό-οικονομικό-επικοινωνιακό πεδίο κυριαρχεί το μνημονιακό μπλοκ δυνάμεων με τις διάφορες συμμαχίες, αφού:

-η Κοινωνία και η χώρα βρίσκονται στα πρόθυρα της κατάρρευσης,

-το Συνδικαλιστικό Κίνημα, από «ανώδυνος κομπάρσος» των εξουσιαστικών κομμάτων κατά το παρελθόν, σήμερα είναι μια σκιά που σαλεύει επί των μνημονιακών ερειπίων,

-οι δημοκρατικές και συλλογικές κατακτήσεις του λαού 100 και πλέον χρόνων ακυρώθηκαν μέσα σε λίγο πυκνωμένο χρονικό διάστημα,

-ο λαός -αμήχανος, απορημένος, δύσπιστος και τρομοκρατημένος από τις ψυχολογικές επιχειρήσεις των ΜΜΕ-  δεν ξέρει τι άλλο τον περιμένει.

Το ερώτημα «Τι κάνουμε για να συγκροτήσουμε την κοινωνική και πολιτική βάση της αντιμνημονιακής εναλλακτικής πρότασης» ξεπηδά αυθόρμητα. Η κατανόηση των πρόσφατων εκλογικών αποτελεσμάτων θα μας βοηθήσει να απαντήσουμε ρεαλιστικά επ’αυτού του ερωτήματος.

Β. Πιο δύσκολη σήμερα η πολιτική συμμαχιών

Για το ζήτημα των συμμαχιών, είχα γράψει στο τελευταίο μου βιβλίο.

Στο θέμα αυτό αναφέρομαι επίσης και στο πολυσέλιδο Εμπιστευτικό Σημείωμα που απέστειλα στον Πρόεδρο, στον Γραμματέα και στα μέλη της Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ στις 29-5-2014 με θέμα «Αποτίμηση του αποτελέσματος των Αυτοδιοικητικών Εκλογών και Ευρωεκλογών». Τα αποτελέσματα των διπλών Εκλογών επιβεβαίωσαν τις θέσεις και ανησυχίες μου, όπως τις είχα εκθέσει με τα σημειώματα που είχα αποστείλει στον Πρόεδρο, τον Γραμματέα και τα μέλη της Πολιτικής Γραμματείας στις 2-1-2014 για τις Αυτοδιοικητικές Εκλογές και στις 28-3-2014 για τις Ευρωεκλογές.

Με το παρόν κείμενο συμβολής στον προβληματισμό για παραπέρα νικηφόρα πορεία προς τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής (21-6-2014) και με αφορμή τις θέσεις και τους προβληματισμούς που ανέπτυξαν τις τελευταίες ημέρες σύντροφοι και συντρόφισσες, εξειδικεύουμε περαιτέρω και τις παρακάτω σκέψεις:

1ον) Κατ’αρχήν, ένα μεγάλο μέρος του λαού φαίνεται ότι δεν έχει κατανοήσει τι πράγματι έχει συμβεί στη χώρα. Ευθύνη για τη χαμηλή «μνημονιακή συνείδηση» του λαού μας φέρει και η Αριστερά. Τα ποσοστά που έλαβαν ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και άλλα παραμνημονιακά σχήματα που δημιουργήθηκαν από τα μνημονιακά κέντρα για την κάρπωση της λαϊκής δυσθυμίας, είναι δυσανάλογα μεγάλα σε σχέση με τη μνημονιακή καταστροφή που προξένησαν αυτοί οι φορείς και συνολικά «το μνημονιακό σύμπλεγμα».

2ον) Η Αριστερά στο σύνολό της δεν εκτινάχθηκε στα αναμενόμενα επίπεδα, αλλά αντίθετα έλαβε περιορισμένα ποσοστά με καταποντισμό όλων των λοιπών (εκτός ΣΥΡΙΖΑ) εκδοχών της.

3ον) Το ΚΚΕ συντηρήθηκε στα πλαίσια μιας περιθωριακής περιχαράκωσης κι επομένως δεν μπορεί να ασκήσει ουσιώδη επιρροή στην πορεία των πραγμάτων.

Με δεδομένο ότι το ΚΚΕ έχει πρόβλημα αφενός μεν με τον φιλο-ευρωπαϊκό προσανατολισμό του ΣΥΡΙΖΑ και τη θέση μας για λύση του χρέους εντός ΟΝΕ και αφετέρου με τα στελέχη μας που αποχώρησαν κατά την τελευταία διάσπασή του, η πρόσκληση προς το ΚΚΕ (αλλά και τις άλλες μικρότερες συλλογικότητες της Αριστεράς) πρέπει να περιοριστεί στην κοινωνική ατζέντα.

Υπ’αυτούς τους όρους, δεν είναι σοβαρό να προσβλέπουμε και να μιλούμε διαρκώς για πολιτική συμφωνία, αλλά να καλούμε τη συμπαράταξη για την ακύρωση του Μνημονίου και των εφαρμοστικών νόμων, για την επαναφορά του συλλογικού εργασιακού πολιτισμού, για την ανάκτηση της εθνικής κυριαρχίας της χώρας κ.λπ. Έτσι, θα βαδίσουμε επί στερεού «κοινωνικού εδάφους», αλλά και θα δοκιμάζεται καθημερινά και η ηγεσία του ΚΚΕ ως προς την προσφορότητά της για κοινούς λαϊκούς αγώνες.

4ον) Η απίσχναση έως εξαφάνισης των εν δυνάμει συμμάχων από τα αριστερά, αντικειμενικά και υποκειμενικά. δημιούργησε κενό συμμαχιών. Ο λαός απέρριψε τις προτάσεις τής «δραχμικής», «ευρωπολεμικής» ή «αντευρωπαϊκής» Αριστεράς.

Ορισμένοι ομιλούν για μια νέα ουσιαστική πρωτοβουλία που πρέπει να αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ προς τα σχήματα αυτά, και κυρίως προς το ΚΚΕ. Αυτό πρέπει να γίνει άσχετα αν ακούγεται όλο και περισσότερο προσχηματικό, όλο και περισσότερο ακατόρθωτο. Η διαρκής όμως επανάληψη της συζήτησης περί μιας τέτοιας πρωτοβουλίας καταντά εν τέλει και μια προφανώς «γραφική» προσέγγιση που συσκοτίζει την πραγματικότητα και ενσπείρει αμηχανία σε όλο το κοινωνικό σώμα.

5ον) Από τα δεξιά εξάλλου, επιβίωσαν ή εμφανίστηκαν κόμματα, συλλογικότητες και πρόσωπα με μικρότερη ή μεγαλύτερη εμπλοκή στη μνημονιακή διακυβέρνηση και με ασήμαντη κοινωνική επιρροή.

Έτσι σήμερα δημιουργούνται επιπρόσθετες δυσκολίες στην πολιτική συμμαχιών μας.

Σε μια περίοδο εσωτερικής και διεθνούς πολιτικής «μοναδικότητας» ή «ασυγχρονίας» και έλλειψης ισχυρών αδελφών δυνάμεων στην ΕΕ, μόνον η επανένωση του κοινωνικού ιστού και ο ισχυρός λαϊκός παράγοντας είναι δυνατόν να στηρίξει την εναλλακτική πορεία της χώρας με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Γ. Η κατάσταση στο κόμμα

Στην κρίσιμη αυτή φάση που διερχόμαστε, στην πορεία δηλαδή της τελικής πολιτικής-εκλογικής έκβασης, η όποια συζήτηση για Συνέδριο, προγραμματικό ή άλλο ή για αναδιάρθρωση ή για αναδιάταξη των κεντρικών οργάνων, μπορεί να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα απ’όσα φιλοδοξεί να αντιμετωπίσει. Οφείλουμε όμως πάντοτε  -και εντός των ορίων των οργάνων-  να διατάσσουμε αποτελεσματικότερα τα στελέχη μας ανάλογα με τη απόδοσή τους.

Άλλωστε το μείζον οργανωτικό μας ζήτημα που διαπερνά όλα τα άλλα μικρότερα, είναι η πρωτοφανής αντινομία ότι ένα ευρύ εκλογικό και κοινωνικό σώμα που στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ από τις εκλογές του Μαΐου του 2012 έχει συνειδητά αποκλειστεί από την οργανωτική μας δομή και ιεραρχία.

Τώρα μάλιστα με την αυτοποιητική-αυτοδιοικητική συμπεριφορά των Οργανώσεων, είναι απρόθυμο να συμμετάσχει και να ενταχθεί στην Οργάνωση, ακόμη κι αν αυτές άνοιγαν διάπλατα. Το οργανωτικό timing είναι συνάρτηση της κοινωνικότητας, της προσφορότητας, της διαλεκτικής αισθητικής και στάσης των στελεχών.

Και αφού με την πρώτη εφεκτικότητα και τις προτροπές της ηγεσίας, αυτό δεν έγινε τότε που έπρεπε (το Συνέδριο μάλιστα επιβεβαίωσε τη λογική του περίκλειστου χώρου), η ευχετική επίκληση του οργανωτικού «απλώματος» δεν μπορεί παρά να λειτουργεί ως πρόσχημα.

Συνεπώς, η όποια αναδιάταξη των κεντρικών οργάνων θα είναι δέσμια του ιδιότυπου και ανιστόρητου δυϊσμού, εν πολλοίς αποϊδεολογικοποιημένου, που υπάρχει στο κόμμα και είναι κυρίαρχος σε όλες τις εκφράσεις και εκφάνσεις της κομματικής δομής.

Τί μπορούμε να κάνουμε τώρα, αφού χάσαμε την οργανωτική ευκαιρία;

Τώρα, μπορούμε να σταματήσουμε τις συγκεκαλυμμένες αλλά εμφανείς περιφρονητικές φράσεις εναντίον στελεχών μας και εναντίον ιδεολογικών ρευμάτων.

Μπορούμε να συμφωνήσουμε σε μια κοινή συμπόρευση και να επεξεργαστούμε μια κοινή εκφώνηση του απαραίτητου ιδεολογικού και προγραμματικού λόγου. Είναι το μόνο που μπορεί να γίνει αυτή τη στιγμή!

Οτιδήποτε άλλο μπορεί να αποβεί βλαπτικό και ίσως μοιραίο και καταστροφικό. Αφού αυτά δεν επιτεύχθηκαν, όπως προανέφερα, κατά το χρονικό διάστημα πριν ή μετά τη Συνδιάσκεψη, δεν μπορούν να γίνουν αυτή τη στιγμή. Πρέπει όλοι, και η ηγεσία, να κατανοήσουμε πλήρως αυτό το αδιαμφισβήτητο δεδομένο και να μην ενδίδουμε σε διαρροές πληροφοριών για δήθεν αλλαγές, για αντικαταστάσεις, για εκλογή ή ορισμό νέων οργάνων, τυπικά ή άτυπα διευθυντήρια κ.λπ.

Οποιαδήποτε συζήτηση γίνει, πρέπει να στραφεί στη λειτουργικότητα και στον βαθμό απόδοσης στελεχών και ορισμένων οργάνων, με δεδομένο τον σεβασμό στα εκλεγμένα όργανα (από την έστω περιορισμένη κομματική βάση του 1ου Συνεδρίου μας).

Δ. Γιατί έχει χαθεί μέχρι σήμερα η μάχη του Μνημονίου

Η υπόθεση του Μνημονίου, ως οχήματος διαρκούς υποβάθμισης της χώρας σε τάξη νεο-αποικιακής και συμπληρωματικής τής κεντροευρωπαϊκής οικονομίας και ως μέσου οπισθοδρόμησης του κοινωνικού και εργασιακού status σε συνθήκες προδημοκρατικής εποχής, με την ταυτόχρονη αποσυγκρότηση-αλλοτρίωση των στοιχείων τού διαχρονικού άυλου και υλικού πλούτου, έχει χαθεί μέχρι σήμερα από υποκειμενικούς παράγοντες που αφορούν τα Πολιτικά Υποκείμενα και τις συλλογικότητες της Αριστεράς. Αυτό κατέδειξαν, σε βάθος εξεταζόμενα, τα πρόσφατα αποτελέσματα καθώς και αυτά των εκλογών του 2012, παρά τη σταθεροποίηση της πρωτιάς του ΣΥΡΙΖΑ.

Η εν γένει κατάσταση στην Αριστερά, η πολυφωνία της, οι αντιφάσεις, οι αναντίστοιχες με τις εθνικές ανάγκες προτεραιότητες, η αδυναμία προσέγγισης των μαζών με τις παλιές μεθόδους και αισθητικές, που εκπορεύονται από την ανεπαρκή δική μας ενημέρωση, αλλά και τα άλλα εσωτερικά «ελαττώματα» (οι εγωισμοί, η έλλειψη ενότητας, η περιστασιακή μας αντιμετώπιση των μνημονιακών ΜΜΕ, η παράδοση του αρνητισμού του χώρου), συνυπάρχουν με τις αδυναμίες της συνόλης Αριστεράς.

Το ότι δεν πείσαμε τον λαό να μας εμπιστευτεί με μεγάλη πλειοψηφία είναι πρωτίστως δικό μας ζήτημα.

Σήμερα που το Μνημόνιο προχωρεί απρόσκοπτα στο καταστροφικό του έργο και μας μεταβάλλει σε υποΠεριφέρεια της Ευρώπης, η απολάκτιση και κατάργηση του θεσμικού πλαισίου που μας επιβλήθηκε ισοδυναμεί με εξ υπαρχής ίδρυση της χώρας. Γι’αυτό τα πράγματα, προϊόντος του μνημονιακού χρόνου, γίνονται και πιο δύσκολα αναστρέψιμα.

Η παράδοση της χώρας στους δανειστές από την ελληνική αστική τάξη, μάς βρήκε ανέτοιμους, ασυγκρότητους, ανοργάνωτους, αυτοποιητικούς, μακριά από την Κοινωνία, τις προσδοκίες και τις προτεραιότητές της. Ακόμη και σήμερα, αυτό φαίνεται από τις καθημερινές θεματικές ιεραρχήσεις των ιδιαίτερων συλλογικοτήτων που ενδημούν στον χώρο μας και δεν έχουν κάνει σημαντικά βήματα στην υιοθέτηση μιας κοινής ιεράρχησης θεμάτων και εκφοράς λόγου. Η συμπεριφορά μας καθ’όλη την περίοδο του Μνημονίου δείχνει ότι δεν έχουμε συνειδητοποιήσει την ένταση και την έκταση του ελληνικού ζητήματος.

Γι’αυτό, μαζί με μια ισχυρή δόση αυτοκριτικής για τα αίτια της απρόσκοπτα συνεχιζόμενης μνημονιακής πορείας, πρέπει τα στελέχη μας να αποκτήσουν καλή γνώση της συγκυρίας. Αυτό θα μας δώσει δύναμη και κουράγιο για μια νέα εκκίνηση ώστε αυτή τη φορά η επερχόμενη μάχη να είναι νικηφόρα, αντάξια ενός ιστορικού λαού που υποφέρει συνεπεία και των ιστορικών λαθών της Αριστεράς.

Ε. Τα άμεσα καθήκοντά μας σήμερα

Μετά τα όσα αναπτύξαμε παραπάνω, τα άμεσα καθήκοντα της κομματικής μας δράσης, κατά τη γνώμη μας, πρέπει να είναι κυρίως τα ακόλουθα:

1ον) το «άνοιγμα» στην κοινωνία, αυτό που αποκαλούμε «κοινωνική εμβάθυνση», κάτι που απεμπολήσαμε και ματαιώσαμε κατά την προηγούμενη οργανωτική περίοδο.

Απαιτείται άμεση επανεκκίνηση της οργανωτικής βάσης με στόχο την αναδιάταξη και αντιστοίχησή μας με την ευρύτερη εκλογική μας δεξαμενή και το λαϊκό σώμα που μας εμπιστεύτηκε στα ίδια περίπου ποσοστά με τις εκλογές του 2012. Πρέπει να δημιουργηθούν συνθήκες κατεπείγουσας αναδημιουργίας της κοινωνικής διαθεσιμότητας που δοκιμάστηκε και αποκρούστηκε από τις Οργανώσεις του αρχικού ΣΥΡΙΖΑ, πορεία δυστυχώς που επιβεβαιώθηκε και από το Συνέδριο.

Θα πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι, ενώ τον Μάιο-Ιούνιο του 2012 και λίγο μετά, υπήρχε ατμόσφαιρα κοινωνικής και οργανωτικής συμμετοχής, τώρα επικρατεί η δυσπιστία και η κοινωνική αδράνεια. Θα είναι δύσκολο να εγγραφούν μαζικά νέα μέλη μετά την πρώτη αρνητική εμπειρία.

Η εμμονή της λαϊκής βάσης στη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ οδηγεί, επομένως, «σε εντολή ανάθεσης» και όχι καθημερινής συμμετοχής των πολιτών στα δρώμενα.

Κι όμως! Αυτοί που ξορκίζουν αυτή την εντολή και διακηρύσσουν σε όλους τους τόνους ότι δεν αρκεί αυτή για να ανατραπεί η μνημονιακή πορεία, ήσαν οι ίδιοι που εφάρμοσαν αυστηρά την πολιτική ελιτισμού και αποκλεισμών.

Η «συρρικνωτική», άλλωστε, αυτή πορεία συνεχίστηκε με τον γενικευμένο αποκλεισμό από τις Οργανώσεις όλων των τοπικών κοινωνικών συνδέσμων του 27% και με την αυτοποιητική ανακήρυξη των υποψηφίων Δημάρχων, που μας στέρησε την ευρύτερη κοινωνική όσμωση και αρκετές ποσοστιαίες μονάδες και από την αναμενόμενη επίδοσή μας στις Ευρωεκλογές.

2ον) Ο ριζικός αναπροσδιορισμός της πολιτικής Κινημάτων που πρέπει να περιλαμβάνει:

●«το προσκλητήριο» σε στελέχη άλλων χώρων που απεξαρτήθηκαν και πολεμούν με συνέπεια το Μνημόνιο, καθώς και

●την αποδυνάμωση ή και απόσυρση ορισμένων παραδοσιακών μας στελεχών στον συνδικαλιστικό χώρο, τη νεολαία, τα Επιστημονικά Σωματεία, τις Αγροτικές Ενώσεις και αλλού, τα οποία αδυνατούν να βοηθήσουν στην αντιστοίχηση της κινηματικής μας επιρροής με τη διευρυμένη κοινωνική μας βάση.

3ον) Η πρόσκληση σε πολιτικά στελέχη που έχουν αποδεσμευτεί από τα μνημονιακά κόμματα και συμπορεύονται μαζί μας στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες.

Όποια συνεννόηση κορυφής με τα δύο κυβερνητικά κόμματα είναι απορριπτέα και καταδικαστέα. Δεν μπορεί να γίνει καμιά συζήτηση, καμιά αλληλο-ενημέρωση, καμιά συμπόρευση.

4ον) Η αλλαγή στην επικοινωνιακή μας συμπεριφορά

Με δεδομένη τη στάση των μνημονιακών ΜΜΕ, οφείλουμε να επανεξετάσουμε σοβαρά και δεσμευτικά για όλους την επικοινωνιακή μας συμπεριφορά.

Η πολυφωνία και οι αντιφάσεις των στελεχών μας, η άνευ όρων συμμετοχή τους σε συζητήσεις με εκπροσώπους τής «υβριστικής κατηγορίας» μνημονιακών στελεχών, που εξαχρειώνουν τον δημόσιο λόγο και αναιρούν τον κοινό τόπο διαλόγου, καθώς και η έλλειψη ενημέρωσής τους επί των γενικών και ειδικών ρυθμίσεων του Μνημονίου και των εφαρμοστικών νόμων, μας υποχρεώνουν να ελέγξουμε πλήρως, με συγκεκριμένο σχέδιο, τις εμφανίσεις τους.

Όλοι μπορεί να θεωρούν όλους «κατάλληλους» ή «καταλληλότερους» για την καθημερινή εκφορά του λόγου. Το αποτέλεσμα όμως δεν είναι θετικό για πολλά στελέχη μας που αγνοούν ή προσπερνούν αβασάνιστα την αισθητική του λόγου, τα κριτήρια των πολιτών, την έκταση και το βάθος της ενημέρωσης επί των θεμάτων που συζητούν.

Γι’αυτό και η υπερ-έκθεση στελεχών «πρώτης γραμμής» δεν μας ωφέλησε, αλλ’ απεναντίας ζημίωσε τον κοινό μας λόγο. Το ποιοι άλλωστε μπορούν να διεισδύσουν στα λαϊκά στρώματα και να επηρεάσουν τις συνειδήσεις των πολιτών, με τον δύσκολο μεν αλλά εκλαϊκευμένο και συνεπή επιστημονικό, δημοκρατικό και αριστερό λόγο, φάνηκε από το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών.

Χρειάζεται, ως εκ τούτου, να περιορίσουμε τις εμφανίσεις, να είμαστε ενημερωμένοι πλήρως για τις ρυθμίσεις του μνημονιακού θεσμικού πλαισίου και να αποβάλλουμε το άγχος της προβολής και της εκλογής, αφού είναι γνωστό σε όλους ότι η τηλεόραση μπορεί να κάνει τα πρόσωπα αγαπητά (εφόσον διαθέτουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και πειστικό λόγο), αλλά μπορεί να τα εκθέσει και να τα υποβαθμίσει.

Ο καθένας οφείλει να κάνει την αυτοκριτική του και να δέχεται και την κριτική των άλλων γιατί υπάρχουν πολλά είδη και αισθητικές του λόγου. Κάποιος π.χ. μπορεί κάλλιστα να μιλά σε κομματικό ακροατήριο πειστικά και αποτελεσματικά, αλλά να αποτυγχάνει πλήρως να μιλήσει στο ευρύ κοινό, όπου πολλές και απροσδιόριστες συνειδήσεις και αισθητικές συγκροτούν με κοινά ή αντιφατικά ή αλληλοσυμπληρούμενα κριτήρια το ευρύτερο κοινωνικό σώμα.

Ιδιαίτερα αυτή τη στιγμή που η κυβέρνηση συγκροτήθηκε κυρίως από τα λεγόμενα «πρόσωπα καταστροφής του δημοσίου διαλόγου», η συμμετοχή μας σε τηλεοπτικές εκπομπές πρέπει να μειωθεί για να γίνεται με συγκεκριμένα αυστηρά κριτήρια αποτελεσματικότητας. Στη φωνή, στη σύγχυση και στις φιλονικίες, εμείς πρέπει να αντιτάξουμε ψυχραιμία, σοβαρότητα, αποχή από τους στημένους καυγάδες.

5ον) Σχέδιο-πορεία ενημέρωσης του λαού

Στη συντριπτική του πλειονότητα, ο λαός δεν έχει ενημερωθεί για τα σκληρά μνημονιακά συστήματα διαρκούς ανταγωνιστικής υποτίμησης όλων των κοινωνικών μεγεθών και παροχών.

Αυτό το γνωρίζει η κυβέρνηση και η μνημονιακή προπαγάνδα και οργανώνουν σχέδιο παραπλάνησης των πολιτών με κεντρικό σύνθημα ότι τώρα βγαίνουμε από τα Μνημόνια. Όσοι όμως γνωρίζουμε ότι από τον προσεχή Ιούλιο -και κυρίως από τις αρχές του νέου χρόνου- εισερχόμαστε στο πιο σκοτεινό μνημονιακό τούνελ, οφείλουμε να εκπονήσουμε σχέδιο ενημέρωσης του λαού. Τα μέτρα που συμπληρωματικώς θα λαμβάνονται αντανακλούν απλώς τις δημοσιονομικές αστοχίες των διαρκών μνημονιακών συστημάτων.

Πολλά στελέχη μας λοιπόν κάνουν σύγχυση μεταξύ νέων μέτρων, ως νέων Μνημονίων και των μονίμων μνημονιακών συστημάτων που τώρα -επαναλαμβάνω- θα αρχίσουν να εφαρμόζονται στην πλήρη τους διάσταση. Κάνουμε ό,τι μπορούμε με παρεμβάσεις μας στην «Αυγή» και αλλού να εμπεδώσουμε στα στελέχη μας την πικρή αλήθεια ώστε να μην πέφτουν θύματα της μνημονιακής προπαγάνδας.

Όλων όμως των άλλων προέχει ότι η προδιαγεγραμμένη μνημονιακή πορεία κατάρρευσης της χώρας και του Κοινωνικού Κράτους πρέπει να γίνει κτήμα των πολιτών.

Γι’αυτό πρέπει να εκπονηθεί άμεσα ένα σχέδιο εξορμήσεων, συγκεντρώσεων, διαλέξεων και συζητήσεων σε χώρους εργασίας, στις Κομματικές Οργανώσεις, στις Τοπικές Αυτοδιοικήσεις κ.λπ., για να ενημερώσουμε σωστά αλλά και να αναδείξουμε την κοινωνική ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ.

Τα ζητήματα καθημερινότητας, που όλο και περισσότερο λαμβάνουν έντονο ταξικό πρόσημο, πρέπει να βρεθούν στην πρώτη γραμμή της πολιτικής και κομματικής μας δουλειάς.

Και ασφαλώς ορισμένα στελέχη ή ομάδες στελεχών πρέπει να παραμερίσουν τη διάδοση και επιβεβαίωση των πάγιων απόψεων των συγκεκριμένων υπο-ομάδων και να ασχοληθούν με τα ζητήματα που απασχολούν την Κοινωνία και τον λαό.

Είναι αυτονόητο ότι είμαστε στη διάθεση όλων των κεντρικών στελεχών για να τα ενημερώνουμε στα θέματα της κοινωνικής και θεσμικής ατζέντας.

ΣΤ. Η στάση μας στην πρόσκληση των μνημο-νιακών δυνάμεων για συμμετοχή στη διαπραγμάτευση για το χρέος…

Όσον αφορά την πρόσκληση για συνεννόηση στη δήθεν επαναδιαπραγμάτευση (κυρίως για το χρέος) των μνημονιακών δυνάμεων και των ΜΜΕ, μπορούμε να απαντάμε ότι προαπαιτούμενα, όχι για τη συμμετοχή μας, αλλά για μια στάση «επί της αρχής», είναι:

1ον)η άμεση καταγγελία του Μνημονίου,

2ον)η ανάκληση όλων των Γνωμοδοτήσεων, Πιστοποιητικών Συμμόρφωσης και των καταπλεονεκτικών τους όρων, που -ως Παράρτημα της Δανειακής Σύμβασης- εμφανίζουν τη χώρα να παραιτείται οικειοθελώς από όλες τις ρήτρες και τις προνομίες του Εσωτερικού, Ευρωπαϊκού, Διεθνούς Συνταγματικού και Ανθρωπιστικού Δικαίου,

3ον)η ακύρωση όλων των εφαρμοστικών νόμων, κυρίως αυτών που αφορούν τις ΣΣΕ, τον κατώτατο μισθό, τα κοινωνικά επιδόματα, τη γενικευμένη φορολογία ακινήτων, τις μειωμένες δαπάνες για Υγεία και Παιδεία κ.ά.,

4ον)η έγγραφη αίτηση για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, τουλάχιστον στο ύψος που έχει προσδιορίσει ο Πρόεδρος Αλέξης Τσίπρας,

5ον)η άμεση ποσοτικοποίηση του κόστους της ύφεσης, της καταστροφής των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων και της ανθρωπιστικής κρίσης και η υποβολή αιτήματος για ισόποσο της ζημίας δωρεάν αναπτυξιακό πακέτο από τα όργανα της ΕΕ,

6ον)η έναρξη εκπόνησης σχεδίου επαναρτίωσης των αποθεματικών των Ασφαλιστικών Ταμείων με κονδύλια των δανειστών και της ΕΕ,

7ον)παραχρήμα διακοπή της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης του δημόσιου πλούτου, των δημοσίων αγαθών και των  κοινόχρηστων χώρων, των εγκαταστάσεων, των δικτύων, των Κοινωφελών Επιχειρήσεων και Ιδρυμάτων και επαναφορά όλων των στοιχείων της δημόσιας περιουσίας που έχει πωληθεί με καταπλεονεκτικούς όρους υπό δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο.

Περιθώρια συζήτησης εκτός αυτής της κατεπείγουσας θεματολογίας δεν υπάρχει. Αυτό σημαίνει ότι με τις μνημονιακές δυνάμεις δεν υπάρχει περιθώριο κοινού τόπου.

Ως εκ τούτου, μοναδική προς το παρόν διέξοδος είναι η παρουσίαση ενός «πακέτου αυτοδυναμίας» και κοινωνικής μας ενδυνάμωσης και εμβάθυνσης, με περιθώρια ανοχής και άλλων δυνάμεων, αλλά με τις προϋποθέσεις που προαναφέραμε.

Όποια άλλη στάση, θέση, διαβούλευση ή συνεννόηση, φανερή ή κρυφή, δεν έχει σχέση με την Αριστερά και τις αρχές της.

Ζ. Δύο αναγκαίες υποσημειώσεις

1η) Είναι κρίσιμο λάθος, συλλογικότητες και στελέχη της αποδοκιμασμένης από τον λαό «ευρωπολεμικής» ή «δραχμικής Αριστεράς» και άλλοι υποκρυπτόμενοι παράγοντες και Επιστημονικές Ενώσεις που σχετίζονται με τον ΣΥΡΙΖΑ, να απεμπολούν τα «όπλα» των δομικών, θεσμικών και χρηματοοικονομικών συνεξαρτήσεων με τις χώρες της ΕΕ και να χαρίζουν στον ταξικό αντίπαλο, όχι μόνο το πεδίο τού αγώνα, αλλά και τις δυνατότητες που διανοίγονται από τις «χαοτικές αβεβαιότητες» του παρόντος, κυρίως στο πεδίο του ευρωσυστήματος.

Η αντικειμενική αυτή σύμπλευσή τους με τις ακροδεξιές παρατάξεις που εμφανίστηκαν σε όλες τις χώρες της ΕΕ είναι ΑΝΤΙδιαλεκτική και ΑΝΤΙμαρξιστική. Η Αριστερά έχει ένα διαρκές μέτωπο με αυτές τις δυνάμεις που αναδύονται από το τέλμα της κοινωνικής αμηχανίας και αβεβαιότητας, που διαβρώνει πρωτίστως την Εργατική Τάξη κάτω από τον μονόδρομο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, το οποίο χαράσσει η νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή ελίτ και εφαρμόζει η πρόθυμη Ευρωπαϊκή Τεχνοδομή υπό την κηδεμονία της Γερμανίας.

2η) Η έλλειψη πολιτικών συγχρονισμών του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και την Ευρώπη δημιουργεί κίνδυνο «γκετοποίησης» ενόψει ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών.

Οι προφανείς ιδιοτέλειες και «υπερβολές» της Γερμανίας στην αντιμετώπιση της κρίσης (η οποία βρήκε χρυσή ευκαιρία να περιθωριοποιήσει  και αποικιοποιήσει τον Ευρωπαϊκό Νότο μέσω των Μνημονίων με πειραματόζωο την Ελλάδα) μπορεί να δημιουργούν ρωγμές στο διεθνές και ευρωπαϊκό σύστημα που πρέπει να διευρύνει ο ΣΥΡΙΖΑ, πλην όμως αυτές δεν είναι ικανές να αντιρροπήσουν την ανυπαρξία πλατειάς κοινωνικής συναίνεσης και ευρύτερης λαϊκής συσπείρωσης στο εσωτερικό μέτωπο.

Επομένως, οι ανέξοδοι, αόριστοι και «αναμνησιακοί αριστερισμοί» τής μικροκομματικής οικειοποίησης των εκλογικών αποτελεσμάτων και της περιχαράκωσης είναι, αντικειμενικά, υποστηρικτικοί του συστήματος.

Δηλαδή βοηθούν στη διαιώνιση της μνημονιακής λεηλασίας του τόπου από το νομαδικό κεφάλαιο χαρίζοντάς του πολιτικό χρόνο για να συνεχίσει τη διαδικασία τής ραγδαίας αποσυγκρότησης και διάλυσης των στοιχείων της πατρίδας.

Πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε ότι βαδίζουμε στη διακεκαυμένη ζώνη μεγάλων αβεβαιοτήτων, όπου συνυπάρχουν όλες οι μορφές συσσώρευσης του καπιταλισμού και όλες οι μέθοδοι επιβολής και μεταφοράς πλούτου, ακόμη και με την κατάλυση ή απίσχναση της αστικής δημοκρατίας.

Συμπέρασμα

Ή θα ενώσουμε τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας σε οργανωτική-πολιτική-ιδεολογική αντιμνημονιακή βάση

ή θα βαυκαλιζόμαστε με τη σταθερότητα των «ανάδελφων» εκλογικών μας ποσοστών, που όμως δεν κλονίζουν τη μνημονιακή πορεία.

Με συντροφικούς χαιρετισμούς

Αθήνα 18-6-2014

ΑΛΕΞΗΣ Π. ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ Ν. ΤΕΜΠΟΝΕΡΑΣ

Μέλος Π.Γ. ΣΥ.ΡΙΖ.Α.      Μέλος Κ.Ε. ΣΥ.ΡΙΖ.Α.


σχετικα αρθρα