current views are: 2

11 Νοεμβρίου 2014
Δημοσίευση17:33

Μπακογιάννη: Ελλάδα και Τουρκία είναι καταδικασμένες να ζουν μαζί

«Η Τουρκία αντιπροσωπεύει σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής αλλά και ασφαλείας της Ελλάδος» ανέφερε η βουλευτής της ΝΔ Ντόρα Μπακογιάννη, συμμετείχε σήμερα σε εκδήλωση του περιοδικού Foreign Affairs, με θέμα: «Που βαδίζει η Τουρκία», η οποία  πραγματοποιήθηκε στο ΕΒΕΑ. 

Δημοσίευση 17:33’
αρθρο-newpost

«Η Τουρκία αντιπροσωπεύει σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής αλλά και ασφαλείας της Ελλάδος» ανέφερε η βουλευτής της ΝΔ Ντόρα Μπακογιάννη, συμμετείχε σήμερα σε εκδήλωση του περιοδικού Foreign Affairs, με θέμα: «Που βαδίζει η Τουρκία», η οποία  πραγματοποιήθηκε στο ΕΒΕΑ. 

«Η Τουρκία αντιπροσωπεύει σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής αλλά και ασφαλείας της Ελλάδος» ανέφερε η βουλευτής της ΝΔ Ντόρα Μπακογιάννη, συμμετείχε σήμερα σε εκδήλωση του περιοδικού Foreign Affairs, με θέμα: «Που βαδίζει η Τουρκία», η οποία  πραγματοποιήθηκε στο ΕΒΕΑ. 

«Η σημερινή ένταση, πιστεύω, οφείλει να είναι – και θα είναι- περαστική. Το συμφέρον, όμως, και των δύο είναι η οριστική λύση για μια διζωνική δικοινοτική Κύπρο, που θα μοιράσει τον πλούτο της σε όλο το λαό της. Είναι προς το συμφέρον μας η επίλυση των θεμάτων μας, όπως της υφαλοκρηπίδας. Όπως αναγκαία είναι και η απελευθέρωση δυνάμεων του τουρκικού στρατού, που αντί να βρίσκονται προς τα δυτικά της Τουρκία, όπου ουδείς κίνδυνος υπάρχει, θα μπορούσαν να στραφούν προς τα εκεί όπου όντως υπάρχει πρόβλημα. Ο κόσμος σήμερα αλλάζει ταχύτατα. Οι κύριοι Ερντογάν και Νταβούτογλου πρέπει να το καταλάβουν και να προσαρμοστούν άμεσα» είπε και πρόσθεσε: «Ελλάδα και η Τουρκία είναι καταδικασμένες να ζουν μαζί. Χρειάζονται πολιτικές ηγεσίες με όραμα και αποφασισμένες να εργαστούν για τις επόμενες γενιές, όχι για τις επόμενες εκλογές».

Επίσης μίλησαν ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Μάζης, ο Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας Χρήστος Τεάζης και ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος. 

Ακολουθεί η ομιλία της Ντόρας Μπακογιάννη με θέμα: «Η Τουρκία στο Μεταβαλλόμενο Διεθνές Περιβάλλον»:

«Από τη μάχη του Μαντζικέρτ και μετά, δηλαδή από το 1071 μ.Χ., ο λαός του οποίου η πολιτική εξέλιξη και οι σχέσεις του μαζί μας επηρέασε περισσότερο από οιονδήποτε άλλον τις τύχες του Ελληνισμού ήταν οι Τούρκοι και η Τουρκία. Ήταν μια σχεδόν χιλιετία συγκρούσεων, αλλά συνυπάρξαμε και ειρηνικά με αυτόν τον λαό έστω και κατ’ ανάγκη. Από το 1923 και την Συνθήκη της Λωζάννης πιστέψαμε ότι είχαμε αφήσει πια τα προβλήματα πίσω μας. Από τη δεκαετία του ’50 όμως, με την ανάδειξη του Κυπριακού – και ιδίως μετά τα Σεπτεμβριανά του 1955 στην Πόλη – ξεκίνησε μια νέα περίοδος επιδείνωσης, με αρνητικό αποκορύφωμα την τουρκική εισβολή και κατοχή του 37% της Κύπρου το 1974.Έκτοτε η Τουρκία έχει επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την «ατζέντα» των διμερών μας σχέσεων, προβάλλοντας διαρκώς νέες απαιτήσεις, είτε με τις απόψεις της για την υφαλοκρηπίδα, είτε για τον εναέριο χώρο, είτε με τις θεωρίες της περί γκρίζων ζωνών κλπ. Ασφαλώς λοιπόν, κυρίες και κύριοι, δεδομένου ότι κανένα από τα προβλήματα αυτά δεν έχει επιλυθεί, η Τουρκία αντιπροσωπεύει σήμερα το μεγαλύτερο πρόβλημα εξωτερικής πολιτικής αλλά και ασφαλείας της Ελλάδος.

Από της ανόδου του ΑΚΡ και του κ. Ερντογάν στην εξουσία, το 2002, τα πράγματα έχουν αλλάξει σημαντικά στην γείτονα: Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των αλλαγών είναι τα κάτωθι:

Η εδραίωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και η περιθωριοποίηση του στρατού ως πολιτικού παράγοντα.

Η από-ενοχοποίηση της Οθωμανικής περιόδου τόσο πολιτικά όσο και πολιτισμικά και, συνακολούθως, η επανάκαμψη στο προσκήνιο της θρησκείας, τόσο ως κοινωνικο-πολιτιστικού, όσο και ως καθαρώς πολιτικού παράγοντα.

Η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη και η άνοδος νέων κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων, υπό το ΑΚΡ. Οι τουρκικές εξαγωγές αυξήθηκαν από τα 36 δις. δολάρια το 2002 στα 153 δις το 2012. Η χώρα είναι δε η 16η σε τάξη μεγέθους οικονομία παγκοσμίως και, φυσικά, συμμετέχει στο G 20.

Παρατηρήθηκε μεγάλη επέκταση της Μεσαίας Τάξης καθώς και βελτίωση της Παιδείας, με την ίδρυση μάλιστα σημαντικού αριθμού ιδιωτικών Πανεπιστημίων.

Υπήρξε επίσης παραδοχή της ύπαρξης Κούρδων και Κουρδικού προβλήματος.

Οι «κοσμογονικές» αυτές εξελίξεις στην γείτονα χώρα αναπόφευκτα επηρέασαν και την εξωτερική της πολιτική.

Συγκεκριμένα, εντοπίζουμε τα εξής:

Η τουρκική εξωτερική πολιτική κατέστη πολύ πιο «διεθνής» και οικονομοκεντρική:  Έχει φιλοδοξίες πέραν του άμεσου περίγυρου και δίνει τεράστια έμφαση στην οικονομική διείσδυση, ακόμα και σε πολύ μακρινές περιοχές.

Δεύτερον: η Τουρκία, όπως άλλωστε και η Ελλάδα (που έδωσε έμφαση στα Βαλκάνια) δίνει ειδική πολιτική και οικονομική βαρύτητα στον περιβάλλοντα την ίδια γεωγραφικό χώρο: Βαλκάνια (ιδίως με τις χώρες υψηλού ποσοστού μουσουλμανικού πληθυσμού, αλλά όχι μόνο), Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική, Καύκασο, τουρκόφωνες Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης κλπ.

Τρίτον: η Τουρκία έκανε και εξαγωγή του τουρκικού πολιτικο-πολιτιστικού μοντέλου που θεωρητικώς συνδυάζει την δημοκρατία με τις μη ριζοσπαστικές ισλαμικές θρησκευτικές αρχές.

Τέταρτον: εισήχθη η θεωρία του κ. Νταβούτογλου τόσο περί «μηδενικών προβλημάτων» με τις χώρες της ευρύτερης περιοχής, συνοδευόμενη με τις αντιλήψεις περί soft power, όσο και η – παραλλήλως ισχύουσα – θεωρία περί στρατηγικού βάθους.
Με δυο λόγια: αν δεν είναι ανάγκη (και, σύμφωνα με αυτήν την θεωρία δεν πρέπει να υπάρχει τέτοια ανάγκη), τότε δεν κάνουμε πόλεμο (soft power). Φροντίζουμε να επεκτείνουμε με κάθε μέσο (πολιτικό, οικονομικό, πολιτισμικό) την επιρροή μας σε μιαν ευρύτατη περιoχή και πέραν των άμεσων γειτόνων μας (theory of Strategic Depth). Και, τέλος, επιδιώκουμε την εξάλειψη των προβλημάτων με όλους τους άμεσους αλλά και με τους πιο μακρινούς, γείτονες (zero problems theory).

Ποια ήταν τα θετικά και αρνητικά αποτελέσματα από την εφαρμογή αυτής της νέας τουρκικής πολιτικής:

Πρώτον: υπήρξε θεαματική επέκταση της τουρκικής οικονομικής παρουσίας – και ιδίως των εξαγωγών – διεθνώς. Σε περιοχές όμως «αμέσου ενδιαφέροντος», όπως η Μέση Ανατολή, η αύξηση ήταν εντυπωσιακή. Από τα 7 στα 42 δις δολάρια.
Δεύτερον: υπήρξαν περιοχές όπου η τουρκική επιρροή αυξήθηκε σε μόνιμη βάση τόσο πολιτικώς όσο και οικονομικώς, π.χ. σε κράτη των Βαλκανίων με σημαντικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς όπως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η Αλβανία, το Κόσοβο, η ΠΓΔΜ, ακόμα και η Βουλγαρία του 1,2 εκατομμυρίου μουσουλμάνων. Και με άλλα όμως κράτη της περιοχής, π.χ. Ρουμανία, Κροατία κλπ η Τουρκία δρέπει πολιτικούς και οικονομικούς καρπούς.

Με τα τουρκόφωνα κράτη της πρώην ΕΣΣΔ οι σχέσεις είναι καλές αλλά η δυναμική τους έχει εξασθενήσει πολύ μετά την επανάκαμψη της Ρωσίας και την ίδρυση της «Κοινοπολιτείας Ανεξάρτητων Κρατών».

Στη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο – τον κυριότερο, παρεμπιπτόντως, «στόχο» των θεωριών Νταβούτογλου μπορούμε να πούμε ότι η τουρκική πολιτική ναυάγησε. Το τουρκικό «μοντέλο» επηρέασε αρχικώς σημαντικά την εμφάνιση της «Αραβικής Άνοιξης» αλλά στη συνέχεια στήριξε τις ισλαμικές δυνάμεις που αποτελούσαν de facto αναίρεσή της. Ας μη ξεχνούμε τι περίμεναν αρχικά οι νέοι άνθρωποι από αυτήν την Άνοιξη, η οποία γρήγορα μετατράπηκε σε χειμώνα. Κλασικό παράδειγμα η Αίγυπτος, το μεγαλύτερο Αραβικό κράτος όπου η Τουρκία, στηρίζοντας το καθεστώς Μόρσι, προκάλεσε την οργή ακριβώς εκείνων των στρωμάτων που είχαν επηρεαστεί από την ίδια. Αλλά και σε άλλες περιοχές απέτυχε η Τουρκία: Δεν μπόρεσε να βελτιώσει τις σχέσεις της με την Αρμενία. Ερέθισε την Κίνα με την εμφάνιση του Ερντογάν ως προστάτη των 60 εκατομμυρίων «τουρκοφώνων» της. Διέρρηξε τις σχέσεις της με το Ισραήλ. Υποστήριξε την Χαμάς, ενισχύοντας έτσι το αντίπαλο της Τουρκίας ως μείζονα «παίκτη» της περιοχής Ιράν. Επιδείνωσε τις σχέσεις της με την Σαουδική Αραβία και τα κράτη του Κόλπου. Επιδείνωσε επίσης, όπου και όσο αναμίχθηκε, την κατάσταση στη Συρία. Προκάλεσε τη δυσπιστία των Σιϊτών του Ιράκ. Ο μόνος τομέας όπου πέτυχε βελτίωση ήταν οι Κούρδοι του Ιράκ και το καθεστώς Μπαρζανί. Αλλά, είτε αδρανώντας, είτε και έχοντας ίσως στο πρόσφατο παρελθόν ενισχύσει το ISIS, η Τουρκία «έχασε» το πολυτιμότερο από όλα τα επιτεύγματα ολόκληρης της περιόδου Ερντογάν: την εμπιστοσύνη του κουρδικού της πληθυσμού των 14 εκατομμυρίων. Η Τουρκία αντιμετωπίζεται διεθνώς με καχυποψία ως προς το θέμα του λεγόμενου «Ισλαμικού Κράτους». Τούρκοι στρατιώτες και αξιωματικοί εμφανίζονται σε φιλικότατες σχέσεις με τους Τζιχαντιστές αυτού του αυτό-αποκαλούμενου «κράτους». Ας μην ξεχνούμε ότι στην Κωνσταντινούπολης και σε άλλες περιοχές της Τουρκίας γίνεται προσπάθεια να προσηλυτιστούν νέα παιδία για να ενταχθούν στο δυναμικό του ISIS.

Η κυριότερη «παράπλευρη απώλεια» της «νέας τουρκικής εξωτερικής πολιτικής» ήταν ασφαλώς η επιδείνωση των σχέσεών της με την Δύση.

Στην αρχή οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση έβλεπαν με συμπάθεια την τουρκική οικονομική επιτυχία και κυρίως το ότι έπαιζε τον ρόλο του πολιτικοκοινωνικού μοντέλου για τις Ισλαμικές χώρες που ζούσαν ακόμη υπό αυταρχικά (όπως η Αίγυπτος), ή φονταμενταλιστικά (όπως το Ιράν) καθεστώτα.

Τα προβλήματα άρχισαν νωρίς. Από το 2003 που η Τουρκία αρνήθηκε να παραχωρήσει τη βάση του Ιντσιρλίκ για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ κατά του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεϊν. Μετά, με τη διάρρηξη των σχέσεων με το Ισραήλ, που άρχισε με τα γεγονότα στο «Μαβί Μαρμαρά». Κατόπιν με την υποστήριξη της Χαμάς. Με την εχθρότητά της απέναντι στον τωρινό πρόεδρο Σίσι της Αιγύπτου, τη Σαουδική Αραβία και τα κράτη του Κόλπου. Η Τουρκία, φίλες και φίλοι, αντιμετωπίζεται  πλέον από την Ουάσινγκτον και το ΝΑΤΟ με καχυποψία, τόσο για τις προθέσεις και τους στόχους της όσο και για τις επιμέρους ενέργειές της που τους αρνούνται ουσιαστικώς συνδρομή.

Η ίδια αρνητική αποτίμηση γίνεται και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου όχι μόνον ο ενθουσιασμός για περαιτέρω διευρύνσεις έχει περίπου εξατμισθεί, λόγω και της οικονομικής κρίσης, αλλά όπου αμφισβητείται πλέον (όπως και από τις «κοσμικές» δυνάμεις στο εσωτερικό της ίδιας της Τουρκίας) η ίδια η διάθεση της Τουρκίας να ακολουθήσει μιαν ενταξιακή πορεία. Όμως μεγάλη είναι και η ευθύνη της ίδιας της ΕΕ, η οποία για πολύ καιρό έστελνε διπλό μήνυμα προς την Άγκυρα: πρέπει να προσαρμοστείτε στο κοινοτικό κεκτημένο, όμως στο τέλος δεν ξέρουμε αν θα σας δεχθούμε ως πλήρες μέλος. Η Ελλάδα, όμως, είχε ξεκάθαρη θέση: η Τουρκία μπορεί να ενταχθεί, μόνον εφόσον τηρεί τις υποχρεώσεις της. Δυστυχώς, ένα τέτοιο καθαρό μήνυμα δεν δόθηκε ποτέ από το σύνολο της ΕΕ.

Η σύντομη απεικόνιση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής που σας έκανα, σίγουρα σας οδηγεί πλέον και στο ερώτημα: και οι σχέσεις με την Ελλάδα και την Κύπρο; Το Κυπριακό; Το Αιγαίο; Ο τομέας της ενέργειας;

Η εκτίμησή μου για τα θέματα αυτά, φίλες και φίλοι, είναι – για το ορατό τουλάχιστον μέλλον – απαισιόδοξη: κατ’ αρχάς έχω με θλίψη σημειώσει πως ούτε την περίοδο των «παχέων αγελάδων της πολιτικής μηδενικών προβλημάτων» των κυρίων Ερντογάν και Νταβούτογλου δεν έκανε η Τουρκία βήματα προς την κατεύθυνση της επίλυσης του Κυπριακού ή των μεταξύ μας προβλημάτων. Φοβάμαι πως αυτό λέει πολλά.

Η κατάσταση τώρα είναι ασφαλώς χειρότερη: κατάφωρες παραβιάσεις όχι μόνο της κυπριακής ΑΟΖ αλλά και των χωρικών υδάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας – και με μεγάλα μάλιστα πολεμικά πλοία. Παραβίαση των ελληνικών χωρικών υδάτων και εν γένει προκλητική συμπεριφορά.

Τα διπλωματικά όπλα της Ελλάδος, αν η Τουρκία, όπως φημολογείται, δεν πολυενδιαφέρεται για ένταξη στην ΕΕ δεν είναι όσο ισχυρά όσο τότε που το τουρκικό ενδιαφέρον για ένταξη ήταν ζωηρό.

Η Ελλάδα και η Κύπρος αγαπητοί μου φίλοι, αναμένοντας καλύτερες μέρες πρέπει κατ’ εμέ να εφαρμόσουν ξεκάθαρη στρατηγική:
Να ενισχύσουν χωρίς καθυστέρηση το εσωτερικό τους μέτωπο. Χρειαζόμαστε συναίνεση στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. 
Το είπα και το ξαναλέω: με τόσα εξωτερικά, αλλά και οικονομικά θέματα ανοιχτά είναι αδιανόητο για μένα να μην συναντώνται, και μάλιστα τακτικά, ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως, τουλάχιστον για τα εθνικά ζητήματα.
Να οριστικοποιηθεί η μέθοδος ελάφρυνσης του χρέους και να παρθούν όλα τα μέτρα που συντελούν στην αύξηση των εξαγωγών και στην ανάπτυξη γενικότερα.

Να προσφερθεί ξανά στην Τουρκία μια ξεκάθαρη ευρωπαϊκή προοπτική, εφόσον και η ίδια δείξει διάθεση για προσαρμογή στο κοινοτικό κεκτημένο.

Να υπάρξει ευρεία ενημέρωση τόσο της διεθνούς αλλά περισσότερο της συμμαχικής και, όλως ιδιαιτέρως, της ίδιας της τουρκικής κοινής γνώμης για το παράνομο και εκτός πλαισίου διεθνούς δικαίου της συμπεριφοράς της Τουρκίας, αλλά και για το κοινό μας συμφέρον να λύσουμε τα προβλήματα. Τα Κυπριακά ενεργειακά αποθέματα π.χ., αν λυθεί το Κυπριακό, δεν θα υπάρχει λόγος να μην είναι μια εναλλακτική αγορά της Τουρκίας.

Εφόσον βρεθεί λύση, θα μπορούσαν να μοιραστούν τα αποθέματα μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, προς όφελος ολόκληρου του λαού. Άλλωστε, πολλές φορές η κυπριακή ηγεσία έχει κάνει ανοίγματα, όμως φοβούμαι ότι πολλοί στην Άγκυρα προσποιούνται ότι δεν ακούν. 

Έχοντας μακρά εμπειρία στο θέμα των ελληνο-τουρκικών σχέσεων και έχοντας πάντα ταχθεί σταθερά υπέρ της επίλυσης μέσω του διαλόγου των προβλημάτων που μας απασχολούν με τη γείτονα, η διαπίστωση στην οποία έχω καταλήξει είναι δυστυχώς ότι η εξωτερική πολιτική δεν υπαγορεύεται πάντα με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και μόνο, αλλά επηρεάζεται καθοριστικά από το λεγόμενο εσωτερικό πολιτικό κόστος.

Και για να κλείσω με την Τουρκία, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το μέλλον και το συμφέρον της Τουρκίας είναι ταυτισμένο με τη Δύση και την Ευρώπη ειδικότερα. Μόνο αυτή μπορεί να προφυλάξει την Τουρκία από κινδύνους που η ίδια τώρα αρχίζει να διαβλέπει. Άρα δεν πρέπει με κανένα τρόπο να χάσουμε το δάσος.

Η σημερινή ένταση, πιστεύω, οφείλει να είναι – και θα είναι- περαστική. Το συμφέρον, όμως, και των δύο είναι η οριστική λύση για μια διζωνική δικοινοτική Κύπρο, που θα μοιράσει τον πλούτο της σε όλο το λαό της. Είναι προς το συμφέρον μας η επίλυση των θεμάτων μας, όπως της υφαλοκρηπίδας. Όπως αναγκαία είναι και η απελευθέρωση δυνάμεων του τουρκικού στρατού, που αντί να βρίσκονται προς τα δυτικά της Τουρκία, όπου ουδείς κίνδυνος υπάρχει, θα μπορούσαν να στραφούν προς τα εκεί όπου όντως υπάρχει πρόβλημα. Ο κόσμος σήμερα αλλάζει ταχύτατα. Οι κύριοι Ερντογάν και Νταβούτογλου πρέπει να το καταλάβουν και να προσαρμοστούν άμεσα.

Η Ελλάδα και η Τουρκία είναι καταδικασμένες να ζουν μαζί. Χρειάζονται πολιτικές ηγεσίες με όραμα και αποφασισμένες να εργαστούν για τις επόμενες γενιές, όχι για τις επόμενες εκλογές».


σχετικα αρθρα