current views are: 1

12 Δεκεμβρίου 2014
Δημοσίευση09:23

O ΣΥΡΙΖΑ και η διαπραγμάτευση, δηλαδή: take it or leave it

Για ποιο λόγο οι εταίροι και η Τρόικα κράτησαν τόσο σκληρή γραμμή στις διαπραγματεύσεις για την τελευταία αξιολόγηση; Προτιμούν πράγματι να διαπραγματευτούν με μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, παρά με την σημερινή; Ίσως, αλλά όχι για τους λόγους που βαυκαλίζονται να πιστεύουν ο κύριος Τσίπρας και οι συν αυτώ.

Δημοσίευση 09:23’
αρθρο-newpost

Για ποιο λόγο οι εταίροι και η Τρόικα κράτησαν τόσο σκληρή γραμμή στις διαπραγματεύσεις για την τελευταία αξιολόγηση; Προτιμούν πράγματι να διαπραγματευτούν με μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, παρά με την σημερινή; Ίσως, αλλά όχι για τους λόγους που βαυκαλίζονται να πιστεύουν ο κύριος Τσίπρας και οι συν αυτώ.

Του Ειδικού Συνεργάτη  

Για ποιο λόγο οι εταίροι και η τρόικα κράτησαν τόσο σκληρή γραμμή στις διαπραγματεύσεις για την τελευταία αξιολόγηση; Προτιμούν πράγματι να διαπραγματευτούν με μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, παρά με την σημερινή; Ίσως, αλλά όχι για τους λόγους που βαυκαλίζονται να πιστεύουν ο κύριος Τσίπρας και οι συν αυτώ. 

Η ελληνική κυβέρνηση, μόλις πέτυχε ένα στόχο υψηλής συμβολικής αξίας, όπως το πρωτογενές πλεόνασμα του 2013, χαλάρωσε, περιέπεσε στη γνωστή αναβλητικότητα, κοίταξε να κερδίσει χρόνο. Αντί να επισπεύσει τις τελευταίες κινήσεις προσαρμογής, είπε το «παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο». Κι αντί στο εσωτερικό μέτωπο να τονίζει ότι στην μεταμνημονιακή Ελλάδα τα παλιά μας χούγια δεν έχουν θέση, άρχισε αντιθέτως να ενστερνίζεται τον ευσεβή πόθο ότι τα πράγματα σύντομα θα επιστρέψουν στο εθνικό «σύνηθες». Οι ευρωεκλογές, με τον πανικό που επέφεραν στις κυβερνητικές τάξεις, σήμαναν την ολοκληρωτική στροφή από την τεχνική επάρκεια στον λαϊκισμό και την αδράνεια. Και τα δικαστήρια, σε ένα sprint ανευθυνότητας, με μια σειρά «γενναιόδωρων» μαζικού χαρακτήρα αποφάσεων, που άνοιξαν νέες μεγάλες δημοσιονομικές τρύπες, επιβεβαίωσαν, και με το παραπάνω, την άποψη ότι οι ελληνικοί δημόσιοι θεσμοί είναι αδιόρθωτοι. 

Αποδείξαμε έτσι στους ξένους συνομιλητές ότι από το ελληνικό πρόγραμμα λείπει τελείως το «ownership», δηλαδή, η οικείωση των μέτρων από την ελληνική κοινωνία, ή έστω από το κράτος και την κυβέρνηση. Για τον λόγο αυτό, για τους εταίρους μας η παράταση της κηδεμονίας που ασκεί η τρόικα εμφανίζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την προσαρμογή της χώρας στις υποχρεώσεις που ανέλαβε. Μια προσαρμογή αναγκαστική, αφού τα πράγματα αποδεικνύουν ότι δεν μπορεί να είναι εθελοντική. 

Οι καθυστερήσεις και η αμεριμνησία της άνοιξης οδήγησαν την Ελλάδα να διαπραγματεύεται στο νήμα, και συνεπώς, αφ’ ενός μεν, να έχει απωλέσει το παράθυρο ευκαιρίας των θετικών εντυπώσεων της άνοιξης, αφ’ ετέρου δε, να βρίσκεται σε τεχνικώς μειονεκτική θέση (αφού δεν έχει εκπληρώσει τα προαπαιτούμενα, ούτε διαθέτει πλέον χρόνο για την υλοποίηση τους, γεγονός που δικαιολογεί το ροκάνισμα του υπολειπόμενου χρόνου από πλευράς της τρόικας). 

Από πλευράς της, η τρόικα είχε κάθε λόγο να φέρνει την Ελλάδα στην ανάγκη να ζητήσει νέο μπλοκ χρόνου, εντός του Μνημονίου. Κι είναι αλήθεια ότι, στο πλαίσιο αυτό, πράγματι επιθυμεί να διαπραγματευτεί με το ΣΥΡΙΖΑ – όχι επειδή είναι αξιόπιστος, αλλά ακριβώς επειδή είναι παντελώς αναξιόπιστος, επιθετικός και ασυνάρτητος. Κατά κανένα τρόπο οι εκπρόσωποι της τρόικας δεν φοβούνται, μήπως πάρουν λιγότερα από τους «σκληρούς διαπραγματευτές με τη νωπή λαϊκή εντολή» απ’ ό,τι θα έπαιρναν από τη σημερινή κυβέρνηση, διότι στο τραπέζι δεν τίθεται το ουσιαστικό περιεχόμενο του προγράμματος, αλλά η μέθοδος εκτέλεσής του. Η διαπραγμάτευση διεξάγεται ούτως ή άλλως στην λογική του «take it or leave it». Και δεν αποσκοπεί στην κάλυψη μιας κάποιας (στην πραγματικότητα ανύπαρκτης) δημοσιονομική τρύπα για το 2015, αλλά στην πρακτική επιβεβαίωση της δέσμευσης της χώρας σε μια πορεία διαρθρωτικών αλλαγών και δημοσιονομικής στενότητας. Αυτά είναι sine qua non για τους συνομιλητές μας, που ενδιαφέρονται πρωτίστως να μην καταλήξουν σε μία συμφωνία υπό αίρεση ή πολιτική αμφισβήτηση: δεν τους είναι νοητό να εκταμιεύσουν και έπειτα να βρεθούν αντιμέτωποι με άρνηση εκπλήρωσης των υπεσχημένων από πλευράς των Ελλήνων. 

Άρα, οι συνομιλητές μας επιθυμούν να επιβεβαιωθεί η εντολή στη σημερινή κυβέρνηση (είτε μέσω της εκλογής Προέδρου, είτε δια της λαϊκής ετυμηγορίας) ή, σε αντίθετη περίπτωση, να μπορούν να θέσουν ευθέως τον ΣΥΡΙΖΑ προ διλήμματος («εκβιαστικού» ασφαλώς, αφού έτσι είναι από τη φύση τους όλα τα διλήμματα) – και μάλιστα, χωρίς να του δώσουν χρόνο αντιδράσεως. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζουν τα χρήματά τους, αλλά και την ευταξία στην Ευρώπη, όπως αυτοί την αντιλαμβάνονται, αλλά και όπως έχει αποτυπωθεί (καλώς ή κακώς, αδιάφορο για την παρούσα συζήτηση) σε νομικώς δεσμευτικά κείμενα. 

Οι εταίροι μας δεν δείχνουν κάποια ιδιαίτερη κατανόηση για τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες, διότι στη δική τους οπτική γωνία πρυτανεύει η ανάγκη τήρησης των συμφωνημένων, αυτοπροστασίας των δανειστών κι επιβολής ενός συγκεκριμένου προτύπου δημόσιας πολιτικής (που μπορεί να μην αρέσει σε εμάς, αλλά αρέσει σε αυτούς, οι οποίοι και χρηματοδοτούν). Και τους ακούγεται εντελώς παράλογη η ελληνική «διεκδίκηση» για διατήρηση του παλαιού καθεστώτος, που θεωρεί «δικαίωμα» το υψηλό επίπεδο ζωής και κατανάλωσης (ενίοτε δε «δικαίωμα συνταγματικό», λες και το Σύνταγμα γεννά μόνο του τους οικονομικούς πόρους για παροχές και εγγυήσεις) και «υποχρέωση» των ξένων να «σέβονται» το δικαίωμα αυτό, δηλαδή να το χρηματοδοτούν! Τα πάθη των Ελλήνων τους είναι ασφαλώς κατανοητά, αλλά δεν τους συγκινούν και πολύ, ειδικά όταν τα συγκρίνουν με την χρόνια πενία άλλων λαών, ακόμη και εντός της ΕΕ, όπως εκείνοι της ανατολικής Ευρώπης, για τους οποίους μάλιστα, σε αντίθεση απ’ ότι για μας, δεν θεωρούν ότι «φταίνε» για την πορεία που πήραν τα πράγματα. Και ασφαλώς, δεν θα τους αλλάξει γνώμη κάποιος, ο οποίος αμφισβητεί ευθέως και με οξύτατη γλώσσα τις πλέον θεμελιώδεις αντιλήψεις τους για την οικονομία, το κράτος και την πολιτική. 

Εφ’ όσον ως συνομιλητής τους προκύψει ο ΣΥΡΙΖΑ, η ενδεχόμενη αποτυχία των συνομιλιών δεν θα τους είναι ιδιαιτέρως απεφεύκτεα: αν διακοπεί η χρηματοδότηση της Ελλάδας και η χώρα περιπέσει σε κατάσταση οξείας κρίσης, θα δοθεί ένα καλό μάθημα όχι μόνον στον κύριο Τσίπρα και τους ψηφοφόρους του, αλλά και στους επίδοξους μιμητές τους, όπως το ισπανικό Podemos, που αποτελεί μεγαλύτερη απειλή. Συνεπώς, μόνον διαλλακτικοί δεν θα είναι, επειδή έτσι θέλουν κάποιοι Έλληνες.
Εν ολίγοις, ο ΣΥΡΙΖΑ, που ήθελε «εκλογές χθες», ίσως σύντομα κατανοήσει ότι πρέπει κανείς να σκέπτεται προσεκτικότερα, τι επιθυμεί. Το κύριο σενάριο σε περίπτωση ανάδειξής του στην εξουσία θα είναι η αδυναμία επίτευξης συμφωνίας με τους δανειστές (αφού η κωλοτούμπα, όχι μόνον έχει κόστος, αλλά και θέλει το χρόνο της), ακολουθούμενη από (ή ακολουθούσα!) μια μαζική διαρροή καταθέσεων και έξοδο κεφαλαίων από τη χώρα. Στο σημείο αυτό, είναι εξαιρετικά πιθανόν η ΕΚΤ να σταματήσει να στηρίζει το σύστημα με ρευστότητα και να καθιστά δυνατή την αθρόα εξαγωγή συναλλάγματος βάσει πιστώσεων μεταξύ των κεντρικών τραπεζών. (Ασφαλώς, ο ανεύθυνος δήθεν «γκουρού» Βαρουφάκης διατείνεται το αντίθετο, και μας ζητά να ακολουθήσουμε «σκληρή γραμμή», στηριγμένοι μονόμπαντα στις προβλέψεις του, χωρίς να μας λέει, όμως, τι θα γίνει, εάν τα πράγματα δεν εξελιχθούν όπως αυτός υποθέτει. Δεν έχει ακούσει ίσως ότι οι ζητιάνοι δεν έχουν δικαίωμα επιλογής, αλλά παίρνουν ό,τι τους δοθεί.) Σε μια τέτοια περίπτωση, η νέα κυβέρνηση θα εξαναγκαστεί να επιβάλει περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων και την ανάληψη καταθέσεων από τις τράπεζες (μιμούμενη το αλήστου μνήμης corralito της προσφιλούς της Αργεντινής, που «ξέρει να λέει όχι»). Με άλλα λόγια, είναι πιθανότερο να επαναληφθεί η κατάσταση της Κύπρου, παρά ένα Grexit. Οι πολιτικές συνέπειες είναι ευνόητες! Και αν τα πράγματα εξελιχθούν έτσι, το μήνυμα θα γίνει πολύ εύκολα κατανοητό από τους Ισπανούς! 

Δεν θα υπάρξει, όμως, πολιτική παρέμβαση σε υψηλό επίπεδο, για χαλάρωση της στάσης της τρόικας και αποφυγής μιας κρίσεως; Κάθε άλλο! Για τη Γερμανία, είναι υποχρεωτικό να ακολουθήσει σκληρή γραμμή για λόγους εσωτερικούς, πολιτικούς όσο και νομικούς, αλλά και εξωτερικούς. Μια ελεγχόμενη κρίση δεν την βλάπτει. Αντιθέτως, μια υποχώρησε στην περίπτωση της Ελλάδος θα σήμαινε την πλήρη ανατροπή του νεοπαγούς συστήματος οικονομικής διακυβερνήσεως της ΟΝΕ, που ήδη δοκιμάζεται από την ελλιπή συμμόρφωση της Γαλλίας και της Ιταλίας. Και θα άνοιγε την όρεξη στην ισπανική και ιταλική αριστερά να κάνουν τα ίδια. Πρόκειται για αποσταθεροποίηση του συστήματος, που ποτέ η Γερμανία δεν θα ανεχόταν. Αλλά ούτε και οι κυβερνήσεις των κυρίων Rajoy και Renzi δεν θα έβλεπαν με καλό μάτι μια χαλάρωση για την Ελλάδα, που θα απονομιμοποιούσε την «ορθόδοξη» πολιτική που ακολουθούν οι ίδιες. 

Ασφαλώς, για τη Γερμανία οι πολιτικοί κίνδυνοι μιας σκληρής γραμμής δεν λείπουν. Η κατάρρευση της Ελλάδας θα ενίσχυε συμβολικά τις ευρωσκεπτικιστικές αιτιάσεις περί αδιεξόδου, στο οποίο έχει περιέλθει η Ευρώπης. Αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει ιδίως τους Άγγλους ευρωσκεπτικιστικές σε ένα ενδεχόμενο δημοψήφισμα το 2016, με καταστροφικές συνέπειες για το συνολικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Όπως, όμως, εξελίχθηκαν τα πράγματα, αυτός ο κίνδυνος έπεται. Προηγείται για την Γερμανία να μην κινηθεί η Ευρώπη σε κατεύθυνση εξαιρετικά ανεπιθύμητη για την ίδια. 

Για τους λόγους αυτούς, ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρεθεί από την πρώτη στιγμή στο τραπέζι χωρίς κανένα χαρτί! Και μάλιστα, τα παθήματά του θα αρχίσουν πριν καν αυτός πέσει στην ανάγκη των πολιτικών διαπραγματευτών, αφού είναι εξαιρετικά πιθανόν οι αγορές θα τσακίσουν πρώτες την χώρα, προεξοφλώντας τον πολιτικό κίνδυνο ή, πάντως, φροντίζοντας να προστατευτούν από αυτόν, αποσυρόμενες μαζικώς από την οικονομία μας, την ώρα ακριβώς που αυτή ετοιμαζόταν να κάνει τα πρώτα βήματα προς την ανάκαμψη.


σχετικα αρθρα