current views are: 1

8 Μαρτίου 2015
Δημοσίευση07:56

Καλαντζάκου: Να υπάρξει νομοθετική πρόνοια για την ελάφρυνση των οφειλετών

Αναγκαίο να υπάρξει «νομοθετική πρόνοια για την ελάφρυνση των οφειλετών και την “ανακατανομή” της ζημίας από την πτώση των εισοδημάτων και των τιμών και από την αύξηση των φόρων» τόνισε για το ζήτημα των «κόκκινων δανείων» η αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Ιωάννα Καλαντζάκου, σε ομιλία της στον ΔΣΑ.

Δημοσίευση 07:56’
αρθρο-newpost

Αναγκαίο να υπάρξει «νομοθετική πρόνοια για την ελάφρυνση των οφειλετών και την “ανακατανομή” της ζημίας από την πτώση των εισοδημάτων και των τιμών και από την αύξηση των φόρων» τόνισε για το ζήτημα των «κόκκινων δανείων» η αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Ιωάννα Καλαντζάκου, σε ομιλία της στον ΔΣΑ.

Αναγκαίο να υπάρξει «νομοθετική πρόνοια για την ελάφρυνση των οφειλετών και την “ανακατανομή” της ζημίας από την πτώση των εισοδημάτων και των τιμών και από την αύξηση των φόρων» τόνισε για το ζήτημα των «κόκκινων δανείων» η αντιπρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Ιωάννα Καλαντζάκου, σε ομιλία της στον ΔΣΑ.

Η κυρία Καλαντζάκου υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να υπάρξει άμεσα ρύθμιση 100 δόσεων για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, ενώ παράλληλα σημειώνει ότι «θα χρειαστεί να προσαρμοστεί το φορολογικό σύστημα στην οικονομική πραγματικότητα ώστε να μη δημιουργεί όλο και περισσότερους μελλοντικούς χρεώστες».

Αναλυτικά η ομιλία:

Αντί άλλου προλόγου στο ακανθώδες ζήτημα των λεγόμενων «κόκκινων δανείων», θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπασμα από απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής του 2013 (την υπ’ αρ.333/2013), ανάλογες της οποίας έχουν εκδοθεί αρκετές: 
«H ματαίωση των πλειστηριασμών οφείλεται όχι στις υψηλές τιμές της α` προσφοράς (αφού πολλά από τα κατασχεθέντα ακίνητα παραμένουν απούλητα, ακόμα και αν ως α` προσφορά ορίζονται τιμές εξευτελιστικές, σε σχέση με τα δάνεια που λήφθηκαν και τις προσημειώσεις που εγγράφηκαν, προκειμένου να αγοραστούν αυτά), αλλά στην έλλειψη ρευστότητας, που πλήττει γενικά την αγορά, καθώς και στη μεγάλη φορολόγηση και τις λοιπές επιβαρύνσεις των ιδιόκτητων ακινήτων, που επίσης αποτρέπουν τους επίδοξους αγοραστές. Η οικονομική κρίση, όμως, δεν είναι δυνατόν να μετακυληθεί μόνο στους δανειολήπτες – οφειλέτες, οι δε τράπεζες να παραμένουν αλώβητες και να δύνανται, αφ` ενός μεν να εκπλειστηριάζουν τα κατασχεθέντα ακίνητα σε τιμές πολύ κατώτερες των πραγματικών, αφ` ετέρου δε να εξακολουθούν να απαιτούν από τους δανειολήπτες ολόκληρο το κεφάλαιο, που χορήγησαν σε αυτούς, προκειμένου οι τελευταίοι να αγοράσουν τα κατασχεθέντα ακίνητα, καθώς και τους τόκους και τα έξοδα, κατάσχοντας, πολλές φορές, και άλλα στοιχεία της περιουσίας τους».

Παρότι η φράση «η οικονομική κρίση δεν είναι δυνατόν να μετακυληθεί μόνο στους οφειλέτες» παρακάμπτει σε κάποιο βαθμό το θετό δίκαιο υπέρ του θετέου, ο συλλογισμός της απόφασης επισημαίνει ότι η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην ελληνική αγορά επιβάλλει να ληφθούν μέτρα για τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και οικογένειες με τα οποία θα κάμπτεται, έστω υπό προϋποθέσεις, η παραδοσιακή νομική αντιμετώπιση του ότι ο καθένας μας αναλαμβάνει τις ευθύνες των επιλογών του καθώς και η νομική αρχή «δραχμή ίσον δραχμή» – και ήδη «ευρώ ίσον ευρώ». Αυτή η πρόκληση γεννάται όποτε οι περιστάσεις επιβάλλουν κάποιας μορφής «σεισάχθεια» – και σε τέτοιες, δυστυχώς, περιστάσεις ζούμε τα τελευταία χρόνια.

Πράγματι, υπό το «παραδοσιακό» νομικό καθεστώς οι απαντήσεις θα ήταν ως επί το πολύ «καθαρές». Ο δανειολήπτης, επιχείρηση ή νοικοκυριό, έχει δανεισθεί από τις τράπεζες χρήμα και χρήμα υποχρεούται να αποδώσει. Όταν τα στοιχεία ενεργητικού που αγόραζε με το δανειακό κεφάλαιο – εργοστάσια ή μηχανήματα ή σπίτια- αποκτούσαν υπεραξία και ο δανειολήπτης αποκόμιζε κέρδος από την μεταπώλησή τους, οι δανείστριες τράπεζες δεν είχαν μερίδιο στο κέρδος αυτό – δικαιούνταν μόνο τον τόκο. Με την ίδια αντιμετώπιση, δεν έχουν καμία υποχρέωση να αναδεχθούν τώρα μέρος της ζημίας. Επίσης, η αρχή «δραχμή ίσον δραχμή» σημαίνει ότι οι χρηματικές υποχρεώσεις αποπληρώνονται εις χρήμα, είτε η αγοραστική αξία του νομίσματος έπεσε είτε ανέβηκε. Αν κάποιος είχε αγοράσει μετοχές με δάνειο πριν από την υποτίμηση  της δραχμής του 1998, θα έπρεπε λίγες εβδομάδες αργότερα να αποπληρώσει το δανεισθέν ποσό και μόνο, παρότι η αγοραστική του αξία σε μετοχές είχε ενδιαμέσως καταρρεύσει λόγω της εκτίναξης των τιμών στο χρηματιστήριο.

Αυτές, όμως, οι παραδοσιακές απαντήσεις ισχύουν υπό κανονικές συνθήκες. Σε περιόδους δριμείας και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, όπως αυτή που διάγουμε επί πενταετία, η παραπάνω θεώρηση γίνεται και άδικη και οικονομικά επιβλαβής. Άδικη επειδή δανεισμοί απόλυτα σώφρονες «τότε» έχουν καταστεί αφόρητα επαχθείς τώρα, με την κατακρήμνιση των εισοδημάτων και των αξιών των ακινήτων, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η υπερχρέωση δεν έχει καν προκύψει από δανεισμό (από εκούσια, δηλαδή, ενέργεια του οφειλέτη) αλλά από δυσανάλογη και αιφνίδια αύξηση των φορολογικών υποχρεώσεων σε περίοδο μείωσης τόσο του εισοδήματος όσο και της αξίας μεταπώλησης της περιουσίας των φορολογουμένων. Πέραν της αδικίας, υπάρχει και η συνιστώσα της οικονομικής βλάβης: τυχόν μαζική αναγκαστική εκποίηση ακινήτων ή μηχανημάτων σε ευτελείς αξίες θα ωφελήσει κάποιους που μπορούν –και θα αποφασίσουν- να αγοράσουν αποβλέποντας σε μελλοντική υπεραξία, κυρίως όμως θα ωθήσει τις τιμές προς περαιτέρω χαμηλά επίπεδα επιτείνοντας τον αποπληθωρισμό. 

Οσοδήποτε δύσκολο, είναι λοιπόν αναγκαίο για λόγους τόσο δικαιοσύνης όσο και ανάπτυξης να υπάρξει νομοθετική πρόνοια για την ελάφρυνση των οφειλετών και την «ανακατανομή» της ζημίας από την πτώση των εισοδημάτων και των τιμών και από την αύξηση των φόρων. 

Κινούμενη προς αυτήν την κατεύθυνση, η πρωτοβουλία της προηγούμενης κυβέρνησης αλλά και της σημερινής με τις εξαγγελίες του Οικονομικού Επιτελείου των τελευταίων ημερών για τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο και για την αναδιάρθρωση των κόκκινων δανείων ήδη με τους νόμους 4305 και 4307/2014 υπήρξε ασφαλώς θετική – αν και καθυστερημένη, αφού πολλαπλασιάζονταν επί καιρό οι ενδείξεις ότι το βάρος των φορολογικών και τραπεζικών χρεών δεν ήταν εξυπηρετήσιμο.  Δεν είναι, όμως, μόνο η καθυστέρηση το ζήτημα. Προ των δυσχερών νομικών ζητημάτων αλλά και των συχνά «ιδεοληπτικών» αντιρρήσεων της τρόικας, οι ρυθμίσεις χαρακτηρίζονται από ατολμίες και ατέλειες που απονευρώνουν την δικαιοκρατική τους διάσταση, αλλά και τη μελλοντική τους αποτελεσματικότητα. Ελπίζω οι παρατηρήσεις και η ανταλλαγή απόψεων που θα ακολουθήσουν να συνεισφέρουν στην επικείμενη αλλαγή του θεσμικού πλαισίου για την ρύθμιση των κόκκινων δανείων από την παρούσα Κυβέρνηση.

Η ατολμία υπήρξε εμφανής ήδη στις ρυθμίσεις των οφειλών προς το Δημόσιο και τους σχετικούς περιορισμούς του α.51 ν. 4305/14. Υπενθυμίζεται ότι η σχετική διάταξη παρέχει έκπτωση επί των προσαυξήσεων (κλιμακούμενη από 20% μέχρι και 100% σε περίπτωση εφάπαξ εξόφλησης του κεφαλαίου) και διακανονισμό τη οφειλής μέχρι και σε 100 δόσεις για οφειλές έως 15.000 ευρώ και σε 72 δόσεις για οφειλές άνω του ποσού αυτού και μέχρι ενός εκατομμυρίου (για τις προβλεπόμενες παραπάνω δόσεις επίκεινται αλλαγές επί το ευνοϊκότερο). Οι οφειλέτες με χρέη άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ δεν μπορούν να υπαχθούν στη ρύθμιση.

Παρατηρεί κανείς ευθύς εξαρχής ότι, είτε λόγω της παράδοξης άποψης πως όσοι οφείλουν πολλά έχουν δήθεν να τα εξοφλήσουν, είτε επειδή–για όποιους λόγους (τιμωρητικούς ή εξυπηρετικούς συμφερόντων)- οι δανειστές μας  εμμένουν ότι οι μεγαλο-οφειλέτες πρέπει να διωχθούν και όχι να διευκολυνθούν, ακόμη και αν ο ταμειακός ισολογισμός για το Δημόσιο είναι αρνητικός, οι 100 δόσεις επιφυλάχθηκαν στους οφειλέτες μέχρι 15.000 ευρώ, ενώ η λογική υποδεικνύει πως οι μεγαλύτεροι διακανονισμοί απαιτούνται ακριβώς όταν είναι μεγαλύτερα τα χρέη. 

Το δικαίωμα των 100 δόσεων το οποίο ελπίζω να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις πρόσφατες εξαγγελίες των  αρμόδιων Υπουργών έπρεπε να δοθεί και στους οφειλέτες μέχρι ενός εκατομμυρίου ευρώ, ενώ υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις, όπως π.χ. αποτίμηση περιουσίας και έλεγχο ετησίου εισοδήματος, θα έπρεπε οι φορολογικές αρχές να έχουν δικαίωμα να εγκρίνουν και ακόμη μακρότερους διακανονισμούς. Επίσης έπρεπε να προβλεφθεί ρύθμιση και για τους μεγάλους οφειλέτες, των άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ. Και στις δύο περιπτώσεις, οι ρυθμίσεις θα μπορούσαν να επανεξετάζονται ανάλογα με την εξέλιξη του ετησίου εισοδήματος ή να συνοδεύονται από όρους, όπως π.χ. η υποχρέωση του οφειλέτη να προχωρήσει σε εκποίηση κάποιου περιουσιακού του στοιχείου εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, άλλως το στοιχείο αυτό να εκποιείται αναγκαστικά ή να περιέρχεται στο Δημόσιο.

Η δυνατότητα αυτή όχι μόνο δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς, αλλά παρακωλύεται συχνά και από τη σπουδή με την οποία η αρχή ελέγχου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα δεσμεύει περιουσιακά στοιχεία οφειλετών του Δημοσίου χωρίς να εξετάζει τον χρόνο και τον τρόπο απόκτησής τους, βαφτίζοντας a priori και de facto τους οφειλέτες του Δημοσίου και κατηγορούμενους για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα με βασικό αδίκημα την φοροδιαφυγή. Ακολούθως επειδή το νομοθετικό πλαίσιο δεν δίνει την σχετική ευχέρεια, παρεμποδίζεται  επί χρόνια η κατάσχεσή τους από το Δημόσιο ή τις τράπεζες, ενώ θα μπορούσε να επιτρέπεται τουλάχιστον η αναγκαστική εκποίησή τους με επίσπευση του Δημοσίου που θα είχε σαν αποτέλεσμα την άμεση ικανοποίησή του και την διευκόλυνση του οφειλέτη για την εν συνεχεία ρύθμιση των χρεών του προς τις Τράπεζες. Πολλές σκέψεις μπορούν να διατυπωθούν για τα ζητήματα αυτά, το χείρον όμως είναι να μην προβλέπεται καμία ρύθμιση. Αν για τη χώρα έχουν καίρια σημασία οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι άξιες υποστήριξης οι μεγάλες, που συνήθως είναι και εκείνες που οφείλουν μεγαλύτερα ποσά αλλά και εκείνες που, εφόσον εξυγιανθούν, θα συμβάλουν αποφασιστικά στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.. Ακόμη και ο ταμειακός απολογισμός της σημερινής τακτικής είναι αρνητικός – χωρίς καν να επεκταθεί κανείς στο πόσες θέσεις εργασίας έχουν απολεσθεί λόγω της εμμονής του Δημοσίου να αξιώνει υπέρογκους φόρους που εξωθούν τις κλονισμένες επιχειρήσεις σε οριστική διακοπή λειτουργίας.

Στο σημείο αυτό αρμόζει και μία παρατήρηση οικονομικού χαρακτήρα για το μέλλον. Καθώς το ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά περισσότερο από 25%, όσο οι ρυθμοί ανάπτυξης προβλέπονται μικροί και οι φορολογικές υποχρεώσεις μένουν στο σημερινό υψηλό επίπεδο υπάρχει ορατός κίνδυνος να δημιουργούνται συνεχώς νέοι χρεώστες που θα αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις τρέχουσες υποχρεώσεις τους. Αν δεν αποκατασταθεί ισορροπία στο σημείο αυτό, αύριο θα χρειαστεί νέα ρύθμιση που θα αποδειχθεί με τη σειρά της ανεπαρκής με αποτέλεσμα έναν φαύλο κύκλο φόρων – υπερχρέωσης- ρύθμισης κ.ο.κ. …

Ως προς τα κόκκινα δάνεια, που αποτελούν τη δεύτερη μεγάλη αιτία υπερχρέωσης, ο ν. 4307/14 περιλαμβάνει τρεις βασικές ρυθμίσεις. Η πρώτη παρέχει τη δυνατότητα στους οφειλέτες προς τράπεζες, εφόσον επιτύχουν ρύθμιση με αυτές μέσω ελεύθερης διαπραγμάτευσης, να έχουν πρόσθετη έκπτωση προσαυξήσεων 20% στις οφειλές τους προς το Δημόσιο. Η δεύτερη προβλέπει έκτακτη διαδικασία δικαστικής επικύρωσης σχεδίου ρύθμισης χρεών μεταξύ εμπόρου οφειλέτη και δανειστών του που «εκπροσωπούν» το 50,1% των χρεών του – με δεσμευτική ισχύ και έναντι των υπολοίπων δανειστών. Η τρίτη καθιερώνει διαδικασία ειδικής διαχείρισης για την επίσπευση εκποίησης του ενεργητικού επιχειρήσεων.

Το μείζον νομικό και οικονομικό ζήτημα σε σχέση με τα κόκκινα δάνεια εστιάζεται στο αν θα μπορούσαν να προβλεφθούν ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια υπό τα οποία οι όποιες ρυθμίσεις θα ήταν υποχρεωτικές για τις πιστώτριες τράπεζες. Στους νομικούς γίνεται, νομίζω, περισσότερο αντιληπτό απ’ ό,τι σε άλλους επαγγελματίες ότι ένα γενικό άνευ όρων «κούρεμα» των δανείων, πέραν των οικονομικών του κινδύνων, θα είχε και διάσταση αδικίας: για να προσφύγω στο συνηθέστερο παράδειγμα, δεν θα ήταν δίκαιο να διατηρήσει ένας δανειολήπτης στεγαστικού δανείου το σπίτι του χωρίς να καταβάλλει τίποτε, ενώ ένας άλλος πολίτης με ίδια οικονομική κατάσταση καταβάλλει αδιάπτωτα ενοίκιο επειδή, φοβούμενος τον κίνδυνο του χρέους, είχε προτιμήσει να μη λάβει στεγαστικό. Με όποιους όρους, όμως, και αν συνοδεύεται μία ρύθμιση, αφενός είναι επιβεβλημένη για τους λόγους που προαναφέραμε, αφετέρου πρέπει, προκειμένου να είναι αποτελεσματική, να έχει μία διάσταση υποχρεωτικής εφαρμογής.

Η ρύθμιση χρεών μικρών επιχειρήσεων και επαγγελματιών του ν. 4307/14 δεν εισάγει κανένα τέτοιο υποχρεωτικό στοιχείο για τις τράπεζες. Όπως εισήχθη, η σχετική ρύθμιση έχει μοναδική αξία ότι, αν πετύχει κανείς διαγραφή με την τράπεζα, εξασφαλίζει επιπλέον διαγραφή χρέους προς το Δημόσιο – και δη τη διαγραφή επιπλέον 20% των προσαυξήσεων. Και μάλιστα η ρύθμιση του Δημοσίου αποτελεί προϋπόθεση για να απευθυνθεί κανείς στις τράπεζες. Ο οφειλέτης πρέπει πρώτα να ρυθμίσει τις οφειλές του στο Δημόσιο, εν συνεχεία να απευθυνθεί στις τράπεζες και, εάν πετύχει τη ρύθμιση με αυτές, να …επιστρέψει στο Δημόσιο για τη διαγραφή επιπλέον 20% των προσαυξήσεων. Θεωρώ ότι αυτή η προϋπόθεση πρέπει να εξαλειφθεί εν όψει της μη ύπαρξης στοιχείου υποχρεωτικότητας για τις Τράπεζες για την αποδοχή με συγκεκριμένα κριτήρια πρότασης ρύθμισης οφειλών. 
 Όπως όμως είπα και αρχικά, η ρύθμιση στο Δημόσιο έπρεπε να είναι και πολύ πιο «γενναιόδωρη» αλλά και αυτοτελής. Μόνο τότε θα είχε αξία ο συνδυασμός της με τη ρύθμιση των τραπεζικών δανείων, αν η τελευταία είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα για τις τράπεζες. 

Πρόσθετο πρόβλημα στη ρύθμιση του ν. 4307/14 είναι ότι προϋποθέτει, ακατανοήτως κατά τη γνώμη μου, την εκ προοιμίου παραίτηση από τυχόν αιτήσεις υπαγωγής στο νόμο Κατσέλη ή στις διαδικασίες του πτωχευτικού δικαίου. Ζητείται, δηλαδή, από τους οφειλέτες να παραιτηθούν από ένδικα βοηθήματα χωρίς καμία εγγύηση ότι η τράπεζα θα δεχθεί την αίτησή τους. Θα ήταν πολύ λογικότερο να απαιτείται η παραίτηση κατά την υπογραφή της νέας σύμβασης με την τράπεζα και αφού η τελευταία θα είχε αποδεχθεί την αίτηση του οφειλέτη υπό την αναβλητική αίρεση ότι αυτός θα παραιτούνταν από τα ένδικα βοηθήματα που είχε τυχόν ασκήσει. Συνδυαζόμενη με την έλλειψη υποχρεωτικότητας της ρύθμισης για τις τράπεζες και το σχετικά μικρό όφελος για τον οφειλέτη έναντι του Δημοσίου, η αξίωση αυτή του νομοθέτη για παραίτηση από ασκηθέντα ένδικα βοηθήματα περιορίζει, φοβούμαι, την αποτελεσματικότητα της νομοθετικής παρέμβασης.

Ανάλογες επιφυλάξεις περιορισμένης αποτελεσματικότητας μπορεί να εκφράσει κανείς και για το δεύτερο σκέλος του ν.4307 που προβλέπει έκτακτη διαδικασία ρύθμισης χρεών εμπόρων με δέσμευση των πιστωτών που διαφωνούν. Σχετική διαδικασία προβλέπεται από τον Πτωχευτικό Κώδικα, η θεσπισθείσα όμως, με χροιά έκτακτου μέτρου, από  τον ν.4307 προβλέπει μικρότερη πλειοψηφία πιστωτών: αν το 50,1% του συνόλου των απαιτήσεων –και ίδιο ποσοστό των απαιτήσεων με εμπράγματη ασφάλεια- συμφωνήσει, δεσμεύεται η μειοψηφία που διαφωνεί, ενώ στον Πτωχευτικό Κώδικα προβλέπεται πλειοψηφία 60% του συνόλου των απαιτήσεων στο οποίο πρέπει να περιλαμβάνεται και το 40% των απαιτήσεων των εμπραγμάτως ασφαλισμένων. Υπάρχει, ωστόσο, ένα κρίσιμο σημείο που μπορεί να αναιρέσει τη χρησιμότητα της διάταξης: οι συμβιβασμοί αυτοί δεν καταλαμβάνουν τον δημόσιο τομέα ούτε τις προνομιακές απαιτήσεις των εργαζομένων. Οι μεν εργασιακές απαιτήσεις διακανονίζονται σε δώδεκα μηνιαίες δόσεις, στον δε δημόσιο τομέα η δικαστική έγκριση του συμβιβασμού απλώς παρέχει το δικαίωμα υπαγωγής σε δόσεις με πρόσθετη έκπτωση 20% επί των προσαυξήσεων (δηλαδή με συνολικά 40% έκπτωση επί των προσαυξήσεων). Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις που βρίσκονται σε κατάσταση υπερχρέωσης έχουν συνήθως οφειλές και προς τον δημόσιο τομέα και προς τους εργαζομένους τους, αυτός ο διακανονισμός μπορεί να μην είναι αρκετός για τη διάσωσή τους.

Η μόνη κατηγορία οφειλετών στην οποία η προβλεπόμενη ρύθμιση ανοίγει μία οδό διακανονισμού των οφειλών προς το Δημόσιο μη προβλεπόμενη από τον ν. 4305/14 είναι οι μεγάλοι οφειλέτες άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ. Οι οφειλέτες αυτοί εξαιρούνται από τη ρύθμιση του ν. 4305. Εάν όμως επιτύχουν δικαστική επικύρωση ρύθμισης των οφειλών τους κατά τον ν. 4307, αποκτούν νομική δυνατότητα να ζητήσουν διαγραφή του 40% των προσαυξήσεων και καταβολή της οφειλής σε εκατό δόσεις, δυνατότητα που μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη για κάποιες επιχειρήσεις, των οποίων τα προβλεπόμενα έσοδα επιτρέπουν τη σταδιακή αποπληρωμή όλου του κεφαλαίου και του 60% των προσαυξήσεων.. Αρκεί το Δημόσιο να μην κάνει «κατάχρηση» της δυνατότητάς του να απορρίπτει τα σχετικά αιτήματα με αιτιολογημένη απόφαση. Γιατί, ακόμη και αν η απόφαση αυτή μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως, η ευόδωση της τελευταίας θα έρθει μετά βεβαιότητας αφού θα έχει ολοκληρωθεί η …οικονομική νεκροψία στην επιχείρηση λόγω πτώχευσης.

Θα προσθέσω στα προβλήματα και στις δύο ως άνω κατηγορίες χρεών εμπόρων (άνω ή μέχρι 1 εκατομμύριο) την προϋπόθεση του νόμου να συμφωνούν δύο τουλάχιστον χρηματοδοτικοί φορείς με απαιτήσεις ύψους πάνω από 20% των συνολικών χρεών του οφειλέτη. Η προϋπόθεση αυτή γεννά το ενδεχόμενο μία τράπεζα με δεύτερη προσημείωση υποθήκης (και άρα με ελάχιστη εξασφάλιση) να αξιώνει αναλογικώς μεγαλύτερο μερίδιο προκειμένου να συναινέσει στον συμβιβασμό εάν γνωρίζει ότι χωρίς τη συναίνεσή της δεν βρίσκεται άλλος «δεύτερος» πιστωτής για τη συμπλήρωση του ποσοστού 20% των χρεών του οφειλέτη. Αυτό θα δημιουργεί στρεβλώσεις στη διαπραγμάτευση – αν και, για να είμαστε ειλικρινείς, η προϋπόθεση αυτή δεν είναι από τα βασικά προβλήματα της διάταξης καθώς οι περισσότερες τράπεζες δρουν στις περιπτώσεις αυτές με οικονομικό ορθολογισμό. 

Επίσης, παρότι στη διάταξη προβλέπεται ότι το Δικαστήριο θα επικυρώνει τον συμβιβασμό αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες πλειοψηφίες, θεωρώ βέβαιο ότι τα Δικαστήρια, εφαρμόζοντας τη γενική ρήτρα περί κατάχρησης δικαιώματος, θα ακολουθήσουν την υφιστάμενη νομολογία για υποθέσεις του α. 44 ν. 1892/90 και, πολύ περισσότερο, των α. 99 και 107 του Πτωχευτικού Κώδικα περί ανάλογης μεταχείρισης των όμοιων κατηγοριών πιστωτών, ώστε οι σχετικές δίκες δεν θα είναι τόσο «απλές» όσο εμφανίζονται στη διάταξη. Επ’ αυτού, ο νόμος εισάγει τη δυνατότητα των πιστωτών της μειοψηφίας που θίγονται από τον συμβιβασμό σε υπερβολικό ή καταχρηστικό βαθμό να ζητούν αποζημίωση από τον οφειλέτη – με σύμμετρη ευθύνη και των πιστωτών που υπέγραψαν τη συμφωνία! Υιοθετείται, κατά τον τρόπο αυτό, μία παράδοξη προσέγγιση που προβλέπει ισχύ μεν της συμφωνίας, αλλά …μερική κάμψη της μέσω της αξίωσης αποζημίωσης. Πιστεύω, όπως αμέσως προανέφερα, ότι αυτή η διάταξη δεν θα εμποδίσει τα Δικαστήρια να εφαρμόσουν τη ρήτρα κατάχρησης δικαιώματος στη δίκη περί επικύρωσης εφόσον ασκηθούν κύριες παρεμβάσεις από διαφωνούντες πιστωτές. Ανεξάρτητα, όμως από αυτό, η διάταξη καταλείπει αβεβαιότητα ως προς την οικονομική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας, αφού ο οφειλέτης θα είναι εκτεθειμένος σε αγωγές αποζημίωσης: για την άσκηση των τελευταίων προβλέπεται μεν δίμηνη αποσβεστική προθεσμία, σε περίπτωση όμως που ασκηθούν τέτοιες αγωγές, η αναμονή τελεσίδικης διάγνωσής τους θα παρατείνει την αβεβαιότητα επί μακρό χρόνο. Και όχι μόνο αυτό: η διάταξη μεταφέρει μέρος της αβεβαιότητας αυτής στους πιστωτές της πλειοψηφίας που ενδέχεται να καταστούν …οφειλέτες προς άλλους πιστωτές του …οφειλέτη τους. Η αβεβαιότητα αυτή θα περιορίσει τη χρησιμότητα της διάταξης στην πράξη.  

Άλλο, αν και επιμέρους, σημείο κριτικής είναι ότι η Νομολογία για τα α.44 ν.1892/90 και α. 99 επ. ν. 3588/07 θα ήταν πολύ καλύτερος οδηγός στην αντιμετώπιση απαιτήσεων συνδεδεμένων επιχειρήσεων ή μετόχων του οφειλέτη απ’ ότι η ολική απαγόρευση συνυπολογισμού τους, που προβλέπεται στο νομοθέτημα. Αν οι απαιτήσεις αυτές είναι γνήσιες και αποτυπωμένες στα βιβλία και  αντιμετωπίζονται ισόρροπα με άλλες απαιτήσεις, δεν υπάρχει λόγος να μην υπολογίζονται σε έναν συμβιβασμό για τη διάσωση μιας επιχείρησης.

Θα ήθελα να ολοκληρώσω την εισήγηση αυτή με ορισμένες σκέψεις για το τρίτο σκέλος του ν. 4307/14 περί ειδικής διαχείρισης, παρότι αυτό δεν εισάγει επί της ουσίας διαχείριση, αλλά εκκαθάριση – και άρα δεν υπάγεται στο θέμα της ρύθμισης υποχρεώσεων που κυρίως μας απασχόλησε παραπάνω. Είναι, νομίζω, ορατό ότι ο θεσμός της ειδικής διαχείρισης θεσπίστηκε εξαιτίας της άποψης πως οι υφιστάμενες διαδικασίες εκποίησης είναι δήθεν αργές και αυτές ευθύνονται για την καθυστέρηση των πλειστηριασμών, εκποιήσεων κλπ. Η εμπειρία δείχνει, όμως, όπως επισημαίνει και η δικαστική απόφαση που ανέφερα στην εισαγωγή της εισήγησής μου, ότι για την αποτελμάτωση και τις καθυστερήσεις των εκποιήσεων ευθύνονται κυρίως η ανυπαρξία επενδυτικού και αγοραστικού ενδιαφέροντος που μαστίζει την αγορά καθώς και ο φόβος των επενδυτών ότι οι υψηλοί φόροι επί της περιουσίας όχι απλώς αναμένεται να διατηρηθούν αλλά υπάρχει κίνδυνος και να αυξηθούν περαιτέρω. Εξαιτίας αυτών των αιτίων αποβαίνουν άγονοι οι πλειστηριασμοί – και δεν βλέπει κανείς γιατί ο θεσμός του διαχειριστή θα αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα το πρόβλημα. Αν πάλι σκοπός της ειδικής διαχείρισης είναι να γίνεται η εκποίηση με συνοπτική διαδικασία ακόμη και σε εξευτελιστικές τιμές, τότε αφενός δικαιούται να αμφιβάλλει κανείς για το πόσο δίκαιη είναι μια τέτοια ρύθμιση, αφετέρου μπορεί να προεξοφλήσει ότι τα δικαστήρια θα προστατεύσουν σε κάποιον βαθμό τους δανειστές και τον οφειλέτη..
Στον παραπάνω προβληματισμό προστίθενται και ορισμένες ασάφειες της όλης ρύθμισης. Το πρώτο ερώτημα στη διαδικασία της ειδικής διαχείρισης έχει να κάνει με τους εργαζόμενους: θα μπορούν να γίνουν ομαδικές απολύσεις ή όχι;  Και πώς, με καταβολή της αποζημίωσης ή απλώς με δικαίωμα των εργαζομένων να τη διεκδικήσουν; Το ζήτημα είναι κρίσιμο καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις επιχειρήσεων που φθάνουν σε σημείο υπερχρέωσης παρατηρείται πτώση εργασιών τέτοια, ώστε να πλεονάζει προσωπικό..

Δεύτερο ερώτημα είναι η προβλεπόμενη δυνατότητα του διαχειριστή να δανείζεται χρήματα για να λειτουργεί η επιχείρηση στο μεσοδιάστημα μέχρι την εκποίησή της με την εξασφάλιση του δανειστή ότι θα έχει πρώτο προνόμιο στην περιουσία της επιχείρησης. Πέραν του ότι, ακόμη και με το προνόμιο αυτό, θα υπάρχει δυσχέρεια εύρεσης δανειακών κεφαλαίων, εγείρεται ζήτημα για το πόση μπορεί να είναι η επιβάρυνση με νέα χρέη, ιδίως ενόψει του ότι αυτή θα γίνεται εις βάρος των παλαιών δανειστών. 

Αν ληφθούν υπόψη οι προβληματισμοί αυτοί, νομίζω ότι δικαιολογείται η επιφύλαξη πως και η ειδική διαχείριση περιορισμένη χρησιμότητα θα έχει, ενώ η εφαρμογή της είναι πιθανόν να οδηγήσει σε αδικίες και …αντιδικίες.

Με την ολοκλήρωση των παρατηρήσεών μου στα της ειδικής διαχείρισης, επανέρχομαι στο ζήτημα της ρύθμισης των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων και των δανείων σε υπερημερία. Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες επιβάλλουν αποφασιστικές τομές για την κατανομή των ζημιών που επισώρευσε η πενταετής ήδη ύφεση.  Οι τομές  αυτές ενέχουν και νομικές και αξιολογικές δυσχέρειες, πρέπει όμως να γίνουν. Οι νόμοι 4305 και 4307 είναι πιθανότατα ένα βήμα προς την ορθή κατεύθυνση, δεν είναι όμως επαρκείς. Θα χρειαστούν γενναιότερες παρεμβάσεις. Και, ίσως το δυσκολότερο, θα χρειαστεί να προσαρμοστεί το φορολογικό σύστημα στην οικονομική πραγματικότητα ώστε να μη δημιουργεί όλο και περισσότερους μελλοντικούς χρεώστες όπως συμβαίνει σήμερα.


σχετικα αρθρα