current views are: 6

22 Οκτωβρίου 2019
Δημοσίευση17:30

Μητσοτάκης: Αρνητική η Συμφωνία των Πρεσπών – Θα προστατέψουμε τα Μακεδονικά προϊόντα

«Η Συμφωνία των Πρεσπών, είναι αρνητική για τη χώρα μας. Την καταψήφισα, προειδοποιώντας για το τι συνεπαγόταν η υπογραφή της»

Δημοσίευση 17:30’

«Η Συμφωνία των Πρεσπών, είναι αρνητική για τη χώρα μας. Την καταψήφισα, προειδοποιώντας για το τι συνεπαγόταν η υπογραφή της»

«Η Συμφωνία των Πρεσπών, είναι αρνητική για τη χώρα μας. Την καταψήφισα, προειδοποιώντας για το τι συνεπαγόταν η υπογραφή της. Όμως, δεν θα προσβάλω το εθνόσημό μας, έστω και εάν άλλοι έβαλαν την υπογραφή τους. Ούτε και θα εκθέσω τη χώρα σε περιπέτειες. Χωρίς να ρισκάρουμε την αποσταθεροποίηση, θα παρακολουθούμε στενά την ανταπόκριση των γειτόνων μας στις υποχρεώσεις τους. Και προφανώς στην επίλυση των εκκρεμοτήτων με πρώτη την προστασία των Μακεδονικών προϊόντων. Αυτό επιτάσσει σήμερα ο ρεαλιστικός πατριωτισμός», τόνισε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης στην ομιλία του, στο επίσημο δείπνο της φετινής διοργάνωσης του «Συμποσίου της Θεσσαλονίκης» με τίτλο «Governing at a time of ungovernability». 

Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε: «Μας κατηγορούν μερικές φορές ότι μετατρέπουμε την κυβέρνηση σε ανώνυμη εταιρεία, μόνο και μόνο επειδή δίνουμε έμφαση στις αρχές του προγραμματισμού. Τους απαντώ: Έτσι λειτουργούν οι κυβερνήσεις σε όλα τα προηγμένα κράτη. Τους καλώ να δουν τι έγινε στις πρώτες 100 ημέρες με αυτό το σύστημα που επιλέξαμε (…) Πιστεύω σε ένα σύστημα διαλεκτικής σχέσης μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού, και της συνέπειας». 

«Άλλη μια προϋπόθεση της κυβερνησιμότητας, είναι ο διάλογος και η συνεργασία εκεί που είναι απαραίτητο. Χρειαζόμαστε συγκλήσεις και συναινέσεις, όχι μόνο για να διαμορφώσουμε μια κοινωνική πολιτική ευθυγραμμισμένη με την κοινωνική πλειοψηφία, αλλά και υπάρχουν συγκεκριμένα ζητήματα που το ίδιο το Σύνταγμα επιβάλει συναινέσεις. Επιδιώκουμε με ειλικρίνεια συνθέσεις και συναινέσεις. Και απόδειξη αυτού, είναι στάση μας στο ζήτημα της ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού. Προσέγγισα αυτό το ζήτημα με ανοιχτό μυαλό και με διάθεση εξεύρεσης λύσης», ανέφερε ο πρωθυπουργός.

«Επιλέξαμε το δρόμο της συνεννόησης, βάλαμε νερό στο κρασί μας για να βρούμε λύση. Κυβερνησιμότητα σημαίνει γρήγορες αποφάσεις, αλλά και συνθέσεις και συνεννοήσεις στα θέματα εκείνα που το απαιτούν», συνέχισε. 

Ο πρωθυπουργός, πήρε θέση και στην πολιτική αντιπαράθεση που ξέσπασε γύρω από την ταινία «Τζόκερ» και την έφοδο αστυνομικών σε κινηματογραφικές αίθουσες για την προσαγωγή ανήλικων θεατών: «Χρέος μας όσο μπορούμε είναι να ανασύρουμε την αλήθεια από τη σύγχυση. Πρόσφατα ζήσαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα μάχη εντυπώσεων γύρω από ένα περιστατικό που καθώς τυλίχθηκε στις φήμες, διαμορφώθηκε σε μία παρωδία του. Κάτι που εμποδίζει τη νηφάλια προσέγγιση αυτού του ζητήματος. Αναφέρομαι στη συζήτηση που ξέσπασε γύρω από το ζήτημα της ταινίας Τζόκερ. Δουλειά της αστυνομίας είναι να παρεμβαίνει όταν γίνεται μια καταγγελίας. Εάν θεωρούμε ότι ο νόμος που ορίζει το πλαίσιο προστασίας των ανηλίκων για τις ταινίας, εδώ είμαστε να το συζητήσουμε. (…) όλα αυτά θα μπορούσαμε να τα συζητήσουμε, ήρεμα, απλά και δημοκρατικά και να καταλήξουμε σε μία λύση που είναι αμοιβαία αποδεκτή. Βέβαια υπάρχει και η ερμηνεία: Ότι είναι ένδειξη επιστροφής στην κανονικότητα το γεγονός ότι αναλώνουμε τόση ενέργεια σε ένα ζήτημα τόσο ήσσονος σημασίας». 

Ολόκληρη η ομιλία του πρωθυπουργού:

«Κύριε Περιφερειάρχα, κύριε Δήμαρχε, κύριε Υπουργέ, αγαπητέ Δημήτρη Καιρίδη, φίλε Σταύρο, Πρόεδρε της Πολιτιστικής Εταιρείας,

Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για την πρόσκληση να βρεθώ, σήμερα, ανάμεσά σας για να κλείσω ένα Συνέδριο το οποίο απ’ ότι αντιλαμβάνομαι στέφθηκε με εξαιρετική επιτυχία. Κρατώ ως ιδιαίτερα σημαντική την παρατήρηση του Σταύρου: Ότι σε αυτά τα Συμπόσια διαλόγου υπάρχει πια μια αυξημένη συμμετοχή μιας νεολαίας πιο ευαισθητοποιημένης, πιο πολιτικοποιημένης, η οποία αναζητά απαντήσεις σε εξαιρετικά σύνθετα προβλήματα. Απαντήσεις τις οποίες δεν προσφέρουν συχνά οι λαϊκιστές με τις απλοϊκές τους προσεγγίσεις και τους αφορισμούς. Και μου έδωσε το έναυσμα του Συμποσίου σας την ευκαιρία να μιλήσω σήμερα λίγο διαφορετικά απ’ ό,τι το κάνω συνήθως. Και χαίρομαι ιδιαίτερα γιατί βρίσκομαι μαζί σας -όχι μόνο γιατί βρίσκομαι σε μια πόλη την οποία αγαπώ ιδιαίτερα- αλλά γιατί διαλέξατε ένα θέμα το οποίο είναι εξαιρετικά επίκαιρο. Ένα θέμα το οποίο με απασχολεί, όπως αντιλαμβάνεστε, και εμένα προσωπικά. Πολύ περισσότερο από τη θέση του «κυβερνήτη» ο οποίος καλείται να δράσει «σε καιρούς ακυβερνησίας»… με ερωτηματικό. Τέτοιες πρωτοβουλίες, παρέχουν και σε μένα την ευκαιρία να ξεφύγω, λίγο, από την τρέχουσα πολιτική κατάσταση. Μου δίνουν τη δυνατότητα να αναμετρηθώ με κάποιες βαθύτερες προκλήσεις, που αφορούν την ουσία της δημόσιας σφαίρας. 

Είμαι, λοιπόν, εδώ για να αμφισβητήσω, καταρχάς, την εικόνα που θέλει την Πολιτική στη θέση του αμήχανου θεατή των εξελίξεων. Και να καταθέσω κάποιες σκέψεις για το πώς μπορεί να εδραιώσει τον πραγματικό της ρόλο, που δεν είναι άλλος από το να διαμορφώνει τις εξελίξεις.

Ζούμε πράγματι, αγαπητέ Σταύρο, κυρίες και κύριοι, σε έναν εξαιρετικά σύνθετο, περίπλοκο κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες. Σταθερές που θεωρούσαμε δεδομένες καταρρέουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Το ιδεολογικό “οπλοστάσιο” στο οποίο στηριχθήκαμε για να οργανώσουμε τις κοινωνίες μας -τουλάχιστον μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο- φαντάζει αδύναμο να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις των καιρών και υπό τις συνθήκες αυτές ο τίτλος του Συνεδρίου, “Κυβερνώντας σε καιρούς ακυβερνησίας”, είναι για μένα μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιδεολογική άσκηση. Και ως Πρωθυπουργός μιας νέας κυβέρνησης μου δίνει την ευκαιρία, όχι απλά να διατυπώσω τις προθέσεις μας. Αλλά, κυρίως, την αντίληψη που τις διαπνέει και το ιδεολογικό περιεχόμενο που περιέχουν. 

Δεν θέλω να το ξεχνάμε ποτέ: Δεν υπάρχουν «στόχοι για τους στόχους στην πολιτική», ούτε υπάρχει «πολιτική μόνο για την πολιτική». Μπορεί να ηχεί κοινότοπο, σε κάποιους μπορεί να ηχεί και ελαφρώς πομπώδες, ύστερα από τόση διαστρέβλωση και τόση κατάχρηση, (…) ωστόσο το κλασσικό κοινωνικό αξίωμα εξακολουθεί ισχύει: Η πολιτική και οι στόχοι της υπάρχουν πάντα στο όνομα των πολιτών και της ευημερίας τους!

Σκεπτόμενος αγαπητέ Σταύρο, για το πως να προετοιμαστώ για τη σημερινή μου παρέμβαση είχα την ευκαιρία να ξαναδιαβάσω ένα κείμενο το οποίο γράφτηκε πριν από 100 ακριβώς χρόνια, το 1919. Από ίσως τον πιο σπουδαίο κοινωνιολόγο του 20ου αιώνα, τον Μαξ Βέμπερ ο οποίος έναν χρόνο πριν πεθάνει, έδωσε μια διάλεξη που στη συνέχεια έγινε και βιβλίο με τίτλο: «Η πολιτική ως Κάλεσμα και Επάγγελμα». Μαζί με μια δεύτερη διάλεξη με τίτλο: «Η επιστήμη ως Κάλεσμα και Επάγγελμα». Πιστεύω ότι ξαναδιαβάζοντας αυτό το κείμενο πριν από μια εβδομάδα, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι αυτό το κείμενο θα πρέπει να μας απασχολήσει και πάλι, να διαβαστεί ξανά προσεκτικά να αποκτήσει, ενδεχομένως, τη σύγχρονη ερμηνεία του. 

Γιατί όπως και τότε, στην Γερμανία του 1919, κυοφορούνταν η οικονομική κρίση που θα ξεσπούσε λίγο μετά -με τον υπερπληθωρισμό χτύπησε τη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του ‘20 και μετά με την παγκόσμια οικονομική κρίση η οποία διέλυσε στην ουσία τη χώρα- θα ξεσπούσε λίγο αργότερα ο λαϊκισμός, ο οποίος στη συνέχεια γέννησε τον ναζισμό. Η συγκυρία -όπως και τότε- έτσι και σήμερα απαιτεί να δώσουμε κάποιες απαντήσεις σε κρίσιμες επιλογές. Απαντήσεις για το ρόλο του κράτους και της βίας στις διεθνείς σχέσεις. Θέλω να θυμίσω σε όσους έχουν διαβάσει το κείμενο αυτό, ότι ο Μαξ Βέμπερ ήταν ο πρώτος ο οποίος όρισε το κράτος ως αυτό το οποίο κατέχει το μονοπώλιο της βιας. Προκλήσεις για την οικονομική ανάπτυξη, την διάχυση στην κοινωνία. Για τα χαρακτηριστικά της ηγεσίας η οποία θα ανταποκριθεί στις μεγάλες προκλήσεις. Αλλά και για το δηλητήριο της δημαγωγίας. Που -συχνά και μέσω της τεχνολογίας- αλλοιώνει τη σκέψη των λαών, ακολουθώντας την γνώριμη συνταγή της παραπλάνησης: Προβάλλοντας απλοϊκές κι εύκολες λύσεις, σε εξαιρετικά περίπλοκα και σύνθετα προβλήματα.

Πριν από έναν αιώνα, λοιπόν, και εκκινώντας από την διπλή έννοια της γερμανικής λέξης «επάγγελμα» και ως «κάλεσμα» και ως «αποστολή», ο Μαξ Βέμπερ, μάς δώρισε τη διατύπωση μιας εξαιρετικά κρίσιμης διαφοράς. Eκείνης μεταξύ της «πολιτικής του φρονήματος», που στηρίζεται μόνο στην πεποίθηση όποιου δρα στη δημόσια σφαίρα. Και της «πολιτικής της ευθύνης» -χαίρομαι αγαπητέ Σταύρο που αναφέρθηκες στην έννοια της ευθύνης στην εισαγωγική σου τοποθέτηση- μια ευθύνη όμως η οποία πρέπει με τη σειρά της να στηρίζεται στην αλήθεια και στα γεγονότα. 

Κι ακόμη, ο Μαξ Βέμπερ ήταν ο πρώτος ο οποίος ανέδειξε, πριν από ακριβώς εκατό χρόνια το ποιοτικό χάσμα ανάμεσα στους αποκαλούμενους «χαρισματικούς» ηγέτες, που συχνά καταλήγουν, όμως, αυταρχικοί με όπλο το θυμικό. Και στους ορθολογιστές, που φέρνουν αποτέλεσμα με σχέδιο -χωρίς κατ’ ανάγκη να καταντούν γραφειοκράτες. Κλειδιά προόδου για τον Βέμπερ ήταν πάντα το Κράτος Δικαίου αλλά και αυτή η αίσθηση του Χρέους.

Αλλά και κάτι ακόμα, που παραπέμπει στην απελευθέρωση της δημιουργικότητας του ατόμου: Μιλάει ο Βέμπερ συχνά, για την κατάκτηση του εφικτού, μέσα από την διεκδίκηση του ανέφικτου. Και πιστεύω ότι και αυτό είναι ένα μήνυμα με ξεχωριστή σημασία για την σημερινή Ελλάδα και για μια κυβέρνηση που επιδιώκει να γίνει ακριβώς αυτό: Να λειτουργήσει, στην ουσία, ως ένας καταλύτης που θα πυροδοτήσει και πάλι τις παραγωγικές, τις δημιουργικές, τις αναπτυξιακές δυνάμεις αυτού του τόπου. Κινητοποιώντας τα μοναδικά χαρακτηριστικά που έχει κάθε Ελληνίδα, κάθε Έλληνας εντός και εκτός των συνόρων. 

Αρκεί, συνεπώς, μια ματιά στην Ευρώπη και στον κόσμο για να συμφωνήσετε μαζί μου πως οι παραπάνω σκέψεις έχουν μια θέση και στον δικό μας προβληματισμό. Και με τις αναγκαίες πάντα ιστορικές αντιστίξεις, ίσως ερμηνεύσουν πολλά από όσα συμβαίνουν που μπορεί να φαντάζουν παράλογα ή ανεξήγητα. Και μία νέα ανάγνωσή τους μπορεί να προσδώσει τρέχουσα ουσία στο αρχικό τους νόημα.

Κυρίες και κύριοι,

Προφανώς και δεν είμαι εδώ για να προφέρω έτοιμες απαντήσεις σε ερωτήματα που βρίσκονται ακόμη υπό διαμόρφωση. Ούτε και θα παρουσιάσω από την αγαπημένη μου Θεσσαλονίκη, λύσεις σταθερές για έναν πλανήτη ο οποίος στροβιλίζεται από πολύπλευρες αστάθειες.

Θα προχωρήσω, ωστόσο, σε κάποιες αναφορές για το διεθνές περιβάλλον και για αυτό το οποίο αντιλαμβανόμαστε ως «κυβερνησιμότητα». Θα δώσω την προσωπική μου οπτική για τη θέση της χώρας απέναντι σε αυτήν.

Σε ό,τι αφορά το πρώτο -και με βάση τα πρόσφατά μου ταξίδια στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και στην Ευρώπη- δεν μπορώ να κρύψω την περίσκεψή μου, για την περιπλοκότητα των

σχέσεων ισχύος σε αυτόν τον κόσμο που σήμερα είναι τόσο διαφορετικός από αυτόν τον οποίον τουλάχιστον εμείς είχαμε γνωρίσει όταν τον μελετούσαμε φορόντας το καπέλο του κοινωνικού ή του πολιτικού επιστήμονα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι, πια, φανερό ότι σε πολλά επίπεδα βιώνουν έναν διχασμό. Ανάμεσα στα οικονομικά και γεωστρατηγικά τους συμφέροντα, που ανέκαθεν απλώνονταν διεθνώς, και σε επιλογές απομονωτισμού που αντανακλούν εσωτερικές αντιφάσεις. Αυτό, πια, εκδηλώνεται και με τρόπους συχνά απροσδόκητους, αιφνιδιαστικούς, κάτι το οποίο με τη σειρά του, αμφισβητεί αρκετές παγκόσμιες «σταθερές», όπως τις ξέραμε. 

Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Ένωση πολιορκείται από δύο απειλές οι οποίες αλληλοτροφοδοτούνται. Μια σταδιακή παραγωγική υστέρηση, μια ήπειρος η οποία γερνά με μεγάλες δημογραφικές προκλήσεις, συνεπικουρούμενη -πολλές φορές- από αυτό το οποίο αντιλαμβάνονται οι πολίτες ως μια γραφειοκρατική αντιμετώπιση των προβλημάτων τους, οδήγησαν στην άνοδο του λαϊκισμού σε πολλά κράτη-μέλη. Ο λαϊκισμός με τη σειρά του, σαν σαράκι, υπονομεύει το Κράτος Δικαίου αλλά και αρχές όπως η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών, η κοινή μας ευρωπαϊκή πορεία, ξυπνώντας και κάθε τύπου αμφισβήτηση. Το αποδεικνύουν το Brexit, τα γεγονότα στην Βαρκελώνη, αλλά και οι ακραίες συμπεριφορές ορισμένων χωρών, κρατών – μελών της Ε.Ε., σχετικά με το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό πρόβλημα. Είναι μία πρόκληση που θα επαναλάβω αφορά ολόκληρη την Ευρώπη. Όχι μόνο τις χώρες που βρίσκονται στα σύνορά της.

Και βέβαια, σε αυτά τα νέα δεδομένα του παγκόσμιου χάρτη, σε αυτήν την διαφορετική ισορροπία πια μεταξύ της σταθερής σχέσης Ευρώπης και Αμερικής που αποτελούσε τον πυλώνα της σταθερότητας στο μεταπολεμικό σύστημα, προστίθενται και νέες δυνάμεις, κράτη με πολύ μεγάλους πληθυσμούς, αντλούν την ισχύ τους από διαφορετικές πηγές. Διαθέτουν οργανωμένο, μακρόπνοο οικονομικό σχέδιο, το οποίο όμως υπηρετείται από μοντέλα κοινωνικού ελέγχου τα οποία δεν είναι αποδεκτά, τουλάχιστον στις δικές μας δημοκρατίες. Αυτές οι εξελίξεις θα σφραγίσουν τον 21ο αιώνα.

Σε αυτό το ταραγμένο πλαίσιο των διεθνών συσχετισμών, η ρότα της Ελλάδας δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτήν που δείχνει η ίδια η Ιστορία της. Και οι τρεις πυξίδες που μας οδήγησαν πάντα σε μεγάλες εθνικές επιτυχίες:

Διεθνές Δίκαιο και Διπλωματία της Αυτοπεποίθησης.

Εθνική Ενότητα, αλλά και Εύρωστη Άμυνα.

Και βέβαια, πάντα, η Οικονομική Πρόοδος με Κοινωνική Συνοχή.

Σε κάθε δύσκολη καμπή, δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω, η χώρα προόδευσε όταν ενώθηκε και όταν επέλεξε τους σωστούς συμμάχους. Και όταν ο ώριμος πατριωτισμός της ενεργοποίησε μια Ανάπτυξη της οποίας τα αποτελέσματα τα αισθάνθηκε ολόκληρη η ελληνική κοινωνία. Η ανάπτυξη ήταν αυτή που τη θωράκιζε, μέσω μιας φυγής προς τα εμπρός σε σχέση με τους ανταγωνιστές της.

Σε ό,τι αφορά, λοιπόν, την εξωτερική μας πολιτική, δεν έχω παρά να επαναλάβω αυτό που λέω πάντα και στους ξένους συνομιλητές μας: Η Ελλάδα ήταν, είναι και θα είναι μια σταθερή δύναμη ειρήνης σε μια ταραγμένη περιοχή. Πιστή στο Διεθνές Δίκαιο -τόσο όσον αφορά στο Αιγαίο, όσο και στην Κύπρο, στην Ανατολική Μεσόγειο. Και με πολιτική αρχών αντί άκαιρων και άσφαιρων ρητορισμών. Γιατί μόνο όποιος φοβάται, φοβίζει. Και, τελικά, αυτός δεν κερδίζει!

Είμαστε, το έχω πει πολλές φορές εδώ, αγαπητέ Σταύρο, από τη Θεσσαλονίκη, και μια χώρα η οποία θα ξαναγίνουμε πρωταγωνιστές στη γειτονιά μας στα Βαλκάνια. Ακριβώς και γι΄ αυτό προσδοκούμε ότι τα κράτη των δυτικών Βαλκανίων θα ανταποκριθούν σωστά στις υποχρεώσεις της ευρωπαϊκής τους προοπτικής. Αυτός ο δρόμος, μην το ξεχνάμε, άνοιξε εδώ, στη Θεσσαλονίκη, το 2003. Την θέση μας αυτή την επανέλαβα εμφατικά και στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. H Ελλάδα είναι υπέρ του ευρωπαϊκού δρόμου των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων. Όχι μόνο γιατί αυτό μετατρέπει την προοπτική σε παράγοντα σταθερότητας για την περιοχή, αλλά και γιατί είναι δημοκρατικός μοχλός πίεσης για τον απαραίτητο εκσυγχρονισμό των γειτόνων μας. Και για την επίλυση των διμερών μας διαφορών.

Με την ευκαιρία αυτή, επιτρέψτε μου να επισημαίνω, ξανά, όπως το έκανα και στη Σύνοδο Κορυφής, δύο ειδικότερες παραμέτρους:

Πρώτον, εξακολουθώ να πιστεύω ότι η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν μια αρνητική συμφωνία για τη χώρα μας. Την καταψήφισα, προειδοποιώντας τίμια, όμως, τους Έλληνες τι συνεπαγόταν η υπογραφή της. Όμως δεν θα προσβάλλω το εθνόσημό μας, έστω κι αν κάτω από αυτό άλλοι έβαλαν την υπογραφή τους. Ούτε και θα εκθέσω τη χώρα σε περιπέτειες. Χωρίς, λοιπόν, να ρισκάρουμε την παραμικρή αποσταθεροποίηση, θα παρακολουθούμε στενά την ανταπόκριση των γειτόνων μας στις υποχρεώσεις τους. Και, προφανώς, στην επίλυση των εκκρεμοτήτων –με πρώτη αυτή της προστασίας των μακεδονικών προϊόντων. Είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε για το θέμα σήμερα εκτενώς στη σύσκεψη που έκανα με τον Περιφερειάρχη, τον Δήμαρχο και τους παραγωγικούς φορείς. Έτσι και αυτό επιτάσσει, σήμερα, ο ρεαλιστικός -ο αληθινός πατριωτισμός.

Δεύτερον, όπως και με όλους, έτσι και με την Αλβανία επιζητούμε καλές σχέσεις γειτονίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, η Ελλάδα υποδέχτηκε πολλούς μετανάστες της οικονομικούς, έχοντας συμβάλλει ουσιαστικά στην οικονομική της ανάταξη. Τα περιθώρια συνεργασίας μας είναι μεγάλα. Προϋπόθεση, όμως, για την κοινή πρόοδο, προϋπόθεση για να ανοίξει κάποια στιγμή και ο ευρωπαϊκός δρόμος της Αλβανίας, είναι ο σεβασμός της ελληνικής μειονότητας και των δικαιωμάτων της. Προϋπόθεση είναι η σιγή κάθε ανιστόρητου συνθήματος. Και, βέβαια, και η ειλικρινής προσέγγιση για τον καθορισμό των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών των δύο χωρών στο Ιόνιο. Μια διαδικασία, η οποία θέλω να θυμίσω ότι είχε ολοκληρωθεί από το 2009 αλλά τότε υπαναχώρησαν τα Τίρανα.

Κυρίες και κύριοι,

Όλα δείχνουν πως ένας μεγάλος ιστορικός κύκλος κλείνει. Κατά τη διάρκεια αυτού του ιστορικού κύκλου κυβερνήσεις διαχειρίζονταν τα προβλήματα, πείθοντας τους πολίτες για την υπεροχή της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Την Ευρώπη της ανάπτυξης, του διαλόγου και της φροντίδας για τον πιο αδύναμο, δυστυχώς, ναρκοθετεί σήμερα ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός αριστερής ή δεξιάς κοπής. Και ζούμε μία αντίφαση. Αυτή η νέα γενιά η οποία γνώρισε την περισσότερη ελευθερία απ’ όλες τις προηγούμενες δείχνει, μερικές φορές, να γοητεύεται από τον ωμό αυταρχισμό.

Οι Ευρωπαίοι των ανοιχτών οριζόντων κλείνονται, αρκετά συχνά, στον πιο συντηρητικό εαυτό τους. Και πολίτες που έζησαν και ζουν καλύτερα από τους γονείς τους απαιτούν μερίδιο σ΄ έναν πλούτο, αδιαφορώντας συχνά για το πώς αυτός θα παραχθεί. Είναι αλήθεια ότι για εκατοντάδες εκατομμύρια η παγκοσμιοποίηση αποδείχθηκε μια ευχή. Οι οικονομικές συναλλαγές και το εμπόριο αναπτύχθηκαν, εκατοντάδες εκατομμύρια πολιτών -ειδικά σε φτωχές χώρες- βγήκαν από την παγίδα της φτώχειας, η επικοινωνία εκτοξεύτηκε, πολιτισμοί απέκτησαν νέες γέφυρες. Όμως, οι στρεβλώσεις της παγκοσμιοποίησης αποδεικνύονται κατάρα. Διότι ανοίχτηκαν καινούργια κοινωνικά ρήγματα με νέες όψεις, προέκυψαν άλλου είδους ανισότητες από αυτές που γνωρίζαμε και τις οποίες δεν έχουμε κατ’ ανάγκη τα μεθοδολογικά εργαλεία να αντιμετωπίσουμε. Ανισότητες μεταξύ πόλεων που προκόβουν και της περιφέρειας η οποί απομονώνεται. Ανισότητες μεταξύ αυτών οι οποίοι μπορούν και αντιλαμβάνονται τη συμμετοχή τους και έχουν τα εργαλεία να συμμετέχουν στην ψηφιακή επανάσταση και αυτών που βλέπουν την ψηφιακή επανάσταση ως μια μεγάλη απειλή. Και βέβαια δυστυχώς και παλιές πολιτισμικές διαφορές ζωντάνεψαν.

Ένας ενάρετος κύκλος μοιάζει έτσι να μετατρέπεται σε φαύλο, και η Πολιτική συχνά μοιάζει αδύναμη να τον κλείσει. Αλήθεια, γιατί συμβαίνει αυτό; Μιλούσα τις προάλλες με έναν φίλο

μου μαρξιστή, ο οποίος μου έλεγε -θα χρησιμοποιήσω λίγο μια άλλη φρασεολογία- η πρόκληση των καιρών ήταν διπλή. Η οικονομική «βάση», αλλάζει μορφή -ο πλούτος συγκεντρώνεται στα χέρια ολοένα και λιγότερων-. Το «εποικοδόμημα» των θεσμών και των επιχειρημάτων, θολώνει την ερμηνεία των γεγονότων. Και ο πρώτος κίνδυνος, είναι ο λαϊκισμός!

Πληρώσαμε ακριβά στην Ελλάδα τις συνέπειες της δημαγωγίας. Το δίδαγμα είναι μόνο ένα: Πολιτικοί σωτήρες δεν υπάρχουν. Δεν υπάρχουν ούτε μαγικές συνταγές. Υπάρχει, τελικά, μόνο η κοινοβουλευτική δημοκρατία, με τις αδυναμίες της με τα προβλήματά της, παραμένει, όμως, ο μόνος δρόμος για την πρόοδο. Ενώ, απ’ την άλλη πλευρά, το πρόβλημα της οικονομίας, σήμερα, δεν είναι, τόσο η διανομή του πλούτου. Αλλά η παραγωγή νέου πλούτου προς όφελος όλων.

Στη διπλή, λοιπόν, πρόκληση της «κυβερνησιμότητας σε καιρούς ακυβερνησίας» η δική μου απάντηση είναι διπλή:

Αλήθεια και Ανάπτυξη. Σχέδιο και Αποτέλεσμα. Αποτέλεσμα.

Και η εμπειρία των τριών πρώτων μηνών στο τιμόνι της χώρας πιστοποιούν ότι σε αυτή την λέξη -στο Αποτέλεσμα- κρύβεται, τελικά, και το μυστικό της κυβερνησιμότητας.

Ποιες είναι λοιπόν 6 προϋποθέσεις για το πως μπορούμε “να κυβερνούμε σε καιρούς ακυβερνησίας” όπως τουλάχιστον εγώ τους βίωσα, την βίωσα αυτήν την εμπειρία αυτές τις πρώτες εκατό μέρες :

Προϋπόθεση πρώτη -αδιαπραγμάτευτη για μένα- η πολιτική σταθερότητα. Γιατί, τίποτα ή πολύ λίγα, εν πάσει περιπτώσει αυτά που έχουμε πετύχει, δεν θα ήταν δυνατόν να αποφασιστούν και να υλοποιηθούν με την ταχύτητα την οποία τα υλοποιήσαμε, δίχως η χώρα να έχει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αυτή η αυτοδυναμία αποτελεί, δεν σας κρύβω, συχνά σε συζητήσεις μου με άλλους Αρχηγούς Κρατών και Κυβερνήσεων αντικείμενο ζήλιας, από άλλους πολιτικούς αρχηγούς οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι λόγω των εκλογικών συστημάτων που υπάρχουν στις χώρες τους αναλώνεται τεράστια ενέργεια και προσπάθεια στον σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας που συχνά καταλήγουν σε παράλυση, ακυβερνησία ή στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Θέλω να σκεφτείτε, να αναλογιστείτε λίγο, μαζί μου, τι θα ζούσαμε αν με τα ίδια εκλογικά ποσοστά, ακριβώς τα ίδια εκλογικά ποσοστά, του Ιουλίου ίσχυε στη χώρα μας η Απλή Αναλογική. Αντί για μείωση των φόρων, κινητοποίηση των επενδύσεων δανεισμό -για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελληνικής Δημοκρατίας- με αρνητικά επιτόκια, η Ελλάδα θα χανόταν σε ανέξοδες και αδιέξοδες διερευνητικές εντολές. Και αντί να σβήνει, μαζί με την

Πολιτική Προστασία και τους ανθρώπους της, και την Πυροσβεστική τις φωτιές του καλοκαιριού, θα καιγόταν η ίδια στη φωτιά της ακυβερνησίας.

Καθαρή, λοιπόν, κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι ένα προνόμιο που λίγες χώρες διαθέτουν, σήμερα, στην Ευρώπη. Είναι συγκριτικό πλεονέκτημα για την πατρίδα μας. Μας κάνει πολύ πιο ελκυστικούς όταν μιλάμε σε ξένους επενδυτές οι οποίοι αναζητούν σήμερα παντού στην Ευρώπη, παντού στον κόσμο πολιτική σταθερότητα, προβλεψιμότητα, καθαρό πολιτικό ορίζοντα, σε μια εποχή μεγάλων αναταραχών. Σε μια εποχή που η πολιτική και πάλι καθορίζει με μεγαλύτερη έμφαση τις οικονομικές εξελίξεις. Με άλλα λόγια, ισχυρή λαϊκή εντολή σημαίνει ισχυρή κυβέρνηση και ισχυρή κυβέρνηση σήμερα σημαίνει ισχυρή πατρίδα!

Προϋπόθεση δεύτερη για “κυβερνησιμότητα σε καιρούς ακυβερνησίας”, ικανό επιτελείο. Τα σύνθετα προβλήματα, συχνά, σχεδόν πάντα, απαιτούν σύνθετες απαντήσεις. Αυτές τις απαντήσεις μπορούν να τις προσφέρουν, άνθρωποι, στελέχη με εμπειρία, γνώση ικανότητα, πάθος, στο πεδίο που καλούνται να υπηρετήσουν. Στην κυβέρνησή μας υπηρετούν πρόσωπα που θέλουν, ξέρουν αλλά και μπορούν! Και όσοι μιλούν αφαιρετικά και συχνά απαξιωτικά για «τεχνοκράτες», λησμονούν ότι η σύγχρονη πολιτική δεν απαιτεί μόνο όραμα, και πίστη απαιτεί και βαθιά τεχνογνωσία. Όπως αποσιωπούν, συχνά και αυτοί, που ασκούν κριτική στους τεχνοκράτες ότι πολύ συχνά ο άτεχνος πολιτικός καταλήγει απλά ένας απλός πολιτικάντης.

Είναι καιρός, πια, να δούμε την Πολιτική με την αληθινή της όψη -ως ένα λειτούργημα, όχι ως ένα επάγγελμα. Να αναγνωρίσουμε την πραγματική ουσία της -ως δημόσια δράση, όχι ως παλαιοκομματική τεχνική. Με άλλα λόγια, να κάνουμε πράξη το σοφό ρητό: Να βάλουμε τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση.

Προϋπόθεση τρίτη, για κυβερνησιμότητα, μετά την εντολή και τους ανθρώπους, το σύστημα δουλειάς. Ο τρόπος οργάνωσης. Δεν υπάρχει κατάληξη χωρίς αρχή και μέση. Δεν υπάρχει εξέλιξη χωρίς έλεγχο της προόδου. Το δικό μας Υπουργικό Συμβούλιο συνεδριάζει τακτικά, όπως το είχαμε προδιαγράψει, μια φορά το μήνα, και θέτει στόχους. Αυτοί οι στόχοι, μπαίνουν σε χρονοδιαγράμματα. Η πορεία τους παρακολουθείται με διάφορα εργαλεία έως την επίτευξή τους. Και αν όλα αυτά φαντάζουν αυτονόητα σε επιχειρηματίες ο οποίοι έχουν μάθει ότι μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούν να διοικήσουν τις επιχειρήσεις τους, σας διαβεβαιώνω ότι δεν ήταν καθόλου αυτονόητα στη δημόσια διοίκηση. Όσο ο βαθμός, όμως, των προβλημάτων που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε αυξάνει σε περιπλοκότητα, τόσο πιο απαραίτητα είναι ακριβώς αυτά τα εργαλεία, αν θέλουμε να ασκούμε συγκροτημένη πολιτική που να παράγει μετρήσιμα αποτελέσματα. Και πρέπει να σας πω ότι αυτο το πλαίσιο λειτουργίας απλώνεται, σταδιακά σε όλο τον ιστό της δημόσιας διοίκησης. Σε όσους απορούν, μας κατηγορούν μερικές φορές ότι δήθεν μετατρέπουμε την κυβέρνηση σε ανώνυμη εταιρεία,

μόνο και μόνο επειδή δίνουμε έμφαση στις αρχές του προγραμματισμού, του αποτελέσματος και της λογοδοσίας, τους απαντώ πολύ απλά έτσι λειτουργούν οι κυβερνήσεις σε όλα τα προηγμένα κράτη.

Και σε όσους αμφιβάλλουν, τους καλώ να μετρήσουν τι έγινε, με αυτο το σύστημα το οποίο εμείς επιλέξαμε, στη χώρα σε μόλις 100 ημέρες! Πιστεύω πολύ στο σχέδιο και στη σκληρή δουλειά. Στη στοχοθεσία, τη λογοδοσία και τα μετρήσιμα συμπεράσματα. Και σε ένα σύστημα διαλεκτικής σχέσης μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού και της τελικής θετικής συνέπειας. Που πρέπει να προκύπτει γρήγορα, αλλά όχι βιαστικά.

Τέταρτη προϋπόθεση της κυβερνησιμότητας, είναι η συνεργασία, η σύνθεση, ο διαρκής διάλογος εκεί που πραγματικά είναι απαραίτητος. Υπάρχουν πολλά πεδία δημόσιας πολιτικής σήμερα, που χρειαζόμαστε ευρύτερες συναινέσεις και ευρύτερες συγκλίσεις. Όχι μόνο για να μπορούμε να διαμορφώσουμε μια πολιτική δυναμική ευθυγραμμισμένη με την κοινωνική πλειοψηφία, αλλά και γιατί υπάρχουν συγκεκριμένα ζητήματα που το ίδιο το Σύνταγμα επιβάλλει την αναζήτηση ευρύτερων συνθέσεων. Εμείς πιστεύουμε στην αλήθεια μας, αλλά γνωρίζουμε ότι δεν είναι η μόνη αλήθεια. Και γι’ αυτό και επιδιώκουμε με ειλικρίνεια συνθέσεις και συναινέσεις. Και απόδειξη αυτού που σας λέω, είναι η στάση μας σε ένα θέμα εθνικών διαστάσεων που δεν είναι άλλο από τη διευκόλυνση των εκτός συνόρων Ελλήνων να ψηφίζουν. Προσέγγισα αυτό το ακανθώδες πρόβλημα, το οποίο κανείς δεν έχει καταφέρει να λύσει τα τελευταία 40 χρόνια, παρ’ ό,τι όλοι αναγνωρίζουν ότι είναι επιτέλους απαραίτητο να γίνει αυτή η τομή, με ανοιχτό μυαλό και με διάθεση πραγματικά να βρω μια λύση. Θα ήταν πολύ εύκολο για εμένα να παίξω το παιχνίδι του blame game. Να πω αυτή είναι η πρότασή μου, δεν συμφωνείτε εσείς κάποιοι, δική σας η ευθύνη και προχωράμε μπροστά αποκομίζοντας ενδεχομένως κάποια βραχύβια πολιτικά οφέλη και μια ικανοποίηση από το γεγονός ότι είπαμε το σωστό, πλην όμως δεν πετύχαμε το τελικό αποτέλεσμα. Επιλέξαμε τον δρόμο της συνεννόησης και όχι της κομματικής ακαμψίας. Γι’ αυτο και βάλαμε νερό στο κρασί μας, ώστε να βρεθεί, επιτέλους, μια λύση σε ένα πρόβλημα που μένει εκκρεμές σχεδόν μισό αιώνα. Και για εμάς αυτό τελικά θα είναι το μέτρο της επιτυχίας. Άρα, ναι, κυβερνησιμότητα σημαίνει γρήγορες αποφάσεις εκεί όπου ξέρεις ότι πρέπει να προχωρήσεις γρήγορα, αλλά και συνθέσεις και συνεννοήσεις και εξοντωτικός διάλογος στα θέματα εκείνα που απαιτούνται, είτε από το Σύνταγμα, είτε από την ίδια την πολιτική πραγματικότητα ευρύτερες συναινέσεις και συνθέσεις.

Προϋπόθεση πέμπτη, είναι ο ρεαλισμός και η αναγνώριση ότι μερικές φορές η ίδια η πραγματικότητα αυτού του σύνθετου κόσμου, έχει τη δική της ξεχωριστή δυναμική. Στην εποχή της ανοιχτής επικοινωνίας και των social media, η πραγματικότητα μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε παρεξήγηση και η τελευταία παρεξήγηση μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε

προπαγάνδα. Διαμορφώνεται συχνά «αλήθειες» ερήμην της πραγματικότητας. Χρέος μας -όσο μπορούμε- είναι να την ανασύρουμε αυτήν την αλήθεια, από τη σύγχυση. Αναγνωρίζοντας, πάντα, όμως, ότι αυτό δεν είναι εύκολο να το πετύχουμε.

Πρόσφατα ζήσαμε -τις τελευταίες δύο μέρες- μία πολύ ενδιαφέρουσα μάχη εντυπώσεων γύρω από ένα περιστατικό το οποίο, καθώς τυλίχθηκε στις φήμες, χωρίς να έχει καταλάβει κανείς ακριβώς τι έχει συμβεί, διαμορφώθηκε σε μία παρωδία του. Κάτι που εμποδίζει ακόμη και σήμερα τη νηφάλια προσέγγιση αυτού του ζητήματος. Αναφέρομαι στην όλη συζήτηση που ξέσπασε γύρω από το ζήτημα της ταινίας Joker. Πράγματι, δουλειά της αστυνομίας είναι να παρεμβαίνει όταν γίνεται μια καταγγελία. Αν παρενέβη με τρόπο υπερβολικό, εδώ είμαστε να το συζητήσουμε αυτό. Αν θεωρούμε ότι ο νόμος ο οποίος ορίζει το πλαίσιο προστασίας των ανηλίκων για τις κινηματογραφικές ταινίες, είναι ένας νόμος ο οποίος πρέπει να αλλάξει, να το συζητήσουμε και αυτό με νηφαλιότητα. Ακούω τη συζήτηση ότι αν κάποιος έχει πρόσβαση σε απεριόριστο υλικό από το κινητό του, ποιοι είμαστε εμείς που θα επιβάλλουμε περιορισμούς στο τι θα δει στον κινηματογράφο. Αναγνωρίζω, όμως απόλυτα, ότι η δημόσια σφαίρα διακατέχεται από διαφορετικούς κανόνες από την ιδιωτική σφαίρα. Όλα αυτά, λοιπόν, θα μπορούσαμε να τα συζητήσουμε ήρεμα, απλά, δημοκρατικά, να πάρουμε αφορμή από ένα πραγματικό περιστατικό, το οποίο μας ευαισθητοποιεί και να καταλήξουμε σε μια λύση η οποία είναι αμοιβαία αποδεκτή. Βέβαια, υπάρχει και μια άλλη ερμηνεία, ότι ίσως είναι και μια ένδειξη επιστροφής στην κανονικότητα το γεγονός ότι αφιερώνουμε τόση ενέργεια για να συζητήσουμε ένα θέμα ήσσονος σημασίας.

Κλείνω με την έκτη προϋπόθεση και την πιο ίσως προσωπική, για την παραγωγή αποτελέσματος για την κυβερνησιμότητα στους αβέβαιους καιρούς στους οποίους ζούμε. Και αυτή δεν είναι άλλη από την έννοια της ευθύνης. Για να ξαναγυρίσω από εκεί που ξεκίνησα, στον Βέμπερ. Τι είναι η ευθύνη τελικά. Είναι ένα εσωτερικό σύστημα αξιών και μία ηθική πυξίδα που πρέπει να οδηγεί κάθε δημόσιο πρόσωπο. Πολύ περισσότερο έναν εκλεγμένο ηγέτη…

Ένας σημαντικός μεταπολεμικός μας πεζογράφος, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, τονίζοντας το ειδικό βάρος της γραφής, έλεγε ότι «ο συγγραφέας πρέπει να λυγίζει κάτω από το βάρος της ευθύνης του». Για τον πολιτικό θα ισχυριζόμουν το ακριβώς αντίθετο: Είναι η συνείδηση της μεγάλης Ευθύνης, που πρέπει να μας κρατά όρθιους! Άλλωστε, και η Έλινορ Ρούσβελτ, σύζυγος ενός σπουδαίου Αμερικάνου Προέδρου, αλλά και η ίδια μια γυναίκα με σημαντικότατη προσφορά, πολιτικό και κοινωνικό αποτύπωμα, έλεγε: «Έτσι κι αλλιώς θα δεχτείς κριτική ό,τι και να κάνεις. Κάνε, λοιπόν, το σωστό που νιώθεις στην καρδιά σου!». Και για τον Βέμπερ ο πραγματικός ηγέτης πρέπει να έχει τρία χαρακτηριστικά: Πάθος, αίσθηση της ευθύνης που του αναλογεί και μια αίσθηση του μέτρου. Καλό είναι λοιπόν, σήμερα, όλοι μας, όσοι ασκούμε ηγεσία, σε οποιοδήποτε επίπεδο, ας αναλογιστούμε αυτές τις τρεις απλές συμβουλές, γιατί παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρες 100 χρόνια μετά.

Ο επίλογός μου, λοιπόν, είναι προσωπικός, αλλά νομίζω ότι συνδέεται με το θέμα μας. Με ρωτούν συχνά, είναι μια ερώτηση κλισέ των δημοσιογράφων, αν τις νύχτες έχω ήσυχο ύπνο και απαντώ αβίαστα «ναι». Όχι γιατί έλυσα όλα τα προβλήματα της ημέρας. Αλλά γιατί, κάθε βράδυ, νιώθω πως έχω προσπαθήσει πολύ σκληρά, έχω κάνει ό,τι περνά από το χέρι μου για να πάμε ακόμη ένα μικρό βήμα μπροστά.

Ίσως απ’ αυτήν την μικρή ανθρώπινη ικανοποίηση να εκκινεί και να φορτίζεται, κάθε μέρα, αυτή η διαρκής και επίπονη προσπάθεια να κατακτηθεί τελικά η κυβερνησιμότητα. Έστω και σε καιρούς που φαντάζουν ακυβέρνητοι…»


σχετικα αρθρα