current views are: 5

18 Δεκεμβρίου 2017
Δημοσίευση18:42

Κυκλοφορούν ανάμεσά μας…

Κάπως έτσι, με θλίψη και αποστροφή, αντιμετώπισα ένα ανεκδιήγητο τουίτ για τον θάνατο του Βασίλη Μπεσκένη. Το κατέβασε, βέβαια, ο συγκεκριμένος χρήστης ζητώντας συγγνώμη. Αλλά η εξήγηση που έδωσε για το ανεκδιήγητο περιεχόμενο της πρώτης ανάρτησης ήταν σοκαριστική.

Δημοσίευση 18:42’

Κάπως έτσι, με θλίψη και αποστροφή, αντιμετώπισα ένα ανεκδιήγητο τουίτ για τον θάνατο του Βασίλη Μπεσκένη. Το κατέβασε, βέβαια, ο συγκεκριμένος χρήστης ζητώντας συγγνώμη. Αλλά η εξήγηση που έδωσε για το ανεκδιήγητο περιεχόμενο της πρώτης ανάρτησης ήταν σοκαριστική.

Ήταν Δεκέμβριος του 2009.Λίγες ώρες μετά τον θάνατο του Χρήστου Λαμπράκη, μια ετερόκλιτη δημοσιογραφική παρέα συζητούσε χαμηλόφωνα για τον εκλιπόντα. Τα υπέρ και τα κατά στη ζυγαριά του άφευκτου υποκειμενισμού αποτύπωναν κριτική ευθύτητα, αλλά όλες οι κρίσεις ενείχαν το στοιχείο του σεβασμού στην Ύπαρξη. Δηλαδή, την αίσθηση της κοινής ανθρώπινης μοίρας.

Αίφνης, ένας αμίλητος επί ώρα συνάδελφος πέταξε σαν βέλος τρείς λέξεις: «Ξεβρώμισε ο τόπος»… Θυμάμαι καθαρά τη στιγμή: η παρέα έμεινε για λίγο άφωνη, σα να έχασε τη λαλιά της μπροστά σε περαστικό φάντασμα. Ήταν τόσο βαριά η ύβρις απέναντι στην Ύπαρξη– που δεν άξιζε τον κόπο να δοθεί απάντηση στον υβριστή. Αρκεστήκαμε στην δύναμη του απαξιωτικού βλέμματος και στην έκφραση του προσώπου. Εκείνη που μετατρέπει την αποδοκιμασία σε αποστροφή.

Κάπως έτσι, με θλίψη και αποστροφή, αντιμετώπισα ένα ανεκδιήγητο τουίτ για τον θάνατο του Βασίλη Μπεσκένη. Το κατέβασε, βέβαια, ο συγκεκριμένος χρήστης ζητώντας συγγνώμη. Αλλά η εξήγηση που έδωσε για το ανεκδιήγητο περιεχόμενο της πρώτης ανάρτησης ήταν σοκαριστική.

Ούτε λίγο ούτε πολύ απέδωσε την διαμόρφωση της κρίσης του για έναν άνθρωπο σε… κριτικές που είχε διαβάσει γι αυτόν! Κι έτσι, με θηριώδη άγνοια, με περισσή ελαφρότητα και πλεόνασμα κακοψυχίας, αντιμετώπισε τον θάνατο ενός ανθρώπου. Την τρομερή στιγμή όλων μας…

Η έχθρα και η αντιπάθεια-ακόμη και το μίσος- είναι στοιχεία συμβατά με την χοϊκότητα, με το συγκρουσιακό ζην. Στοιχεία οξειδωτικά, πλην αναπόφευκτα στην καθημερινότητα του ακήρυκτου πολέμου μεταξύ των ανθρώπων σε όλα τα πεδία. Από το επιβιωτικό μέχρι το ερωτικό.

Αυτός ο ακήρυκτος πόλεμος , όσο κι αν φαίνεται περίεργο, δίνει την αίσθηση της αιωνιότητος στα έλλογα όντα. Ξέρουν τη μοίρα τους-το πεπερασμένο της Υπαρξής τους-, αλλά μάχονται και παλεύουν, αγαπάνε και μισούν, εναντιώνονται και φιλιώνουν, δογματίζουν και αναθεωρούν, σχεδιάζουν και οραματίζονται λες και θα ζήσουν αιώνια.

Έτσι η άψη της ζωής. Αλλά κάποιες στιγμές ,σ΄ αυτό το αλλόκοτο πανηγύρι του «είναι», οι άνθρωποι ξεμοναχιάζουν τον εαυτό τους και αναλογίζονται το σκοτεινό επέκεινα. Βρίσκονται κρεμασμένοι στο κενό των αιωνίων ερωτημάτων που παραμένουν αναπάντητα. Και τα οποία προβάλλουν παγερά, κάθε που πεθαίνει κάποιος. Δικός μας ή ξένος, φίλος η εχθρός, γνωστός ή άγνωστος.

Τότε, ο θάνατος του άλλου φωταγωγεί και το δικό μας κενό. Την δική μας μελλοντική ,παντοτινή απουσία. Κι έτσι-αθόρυβα και τρυφερά- επιβάλλει μέσα μας σιωπή σεβασμού για εκείνους που φεύγουν. Ακόμη και για τούς εχθρούς  μας…

Δυστυχώς, υπάρχουν άνθρωποι που δεν διακατέχονται από το δέος της «τρομερής στιγμής». Έρημες  υπάρξεις, ασεβείς πρωτίστως απέναντι στον εαυτό τους.