current views are: 12

20 Φεβρουαρίου 2018
Δημοσίευση08:49

Ο Ζάεφ βάζει «φωτιά» στη διαπραγμάτευση και «καίει» τη συναίνεση για το Σκοπιανό

Οι δηλώσεις περί «ταυτότητας» που μένει εκτός διαπραγμάτευσης

Δημοσίευση 08:49’

Οι δηλώσεις περί «ταυτότητας» που μένει εκτός διαπραγμάτευσης

Όταν η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα άνοιξε τον νέο κύκλο διαπραγμάτευσης για το ονοματολογικό των Σκοπίων, ουδείς βεβαίως ανέμενε μία συντριπτική νίκη της ελληνικής πλευράς. Άλλωστε, έχουν μεσολαβήσει δύο και πλέον δεκαετίες από την ανεξαρτητοποίηση της ΠΓΔΜ, διάστημα αρκετό ώστε η χώρα να αναγνωριστεί ως Μακεδονία από περισσότερες των 140 χωρών, μεταξύ των οποίων και οι πλέον ισχυρές του κόσμου.

Αποδείχθηκε, ωστόσο, ότι η ελληνική πλευρά –για πρώτη ίσως φορά τόσο συνειδητά σε επίπεδο πολιτικών δυνάμεων– δεν ήταν διατεθειμένη να περιοριστεί μόνον σε έναν συμβιβασμό για το όνομα, με τη χρήση μίας σύνθετης ονομασίας. Τόσο τα στελέχη της Αντιπολίτευσης, με πρώτους τους γαλάζιους της ΝΔ, όσο και τα ΜΜΕ ανέδειξαν τις διάφορες πτυχές του ζητήματος, με κύριο τις προκλήσεις που προκύπτουν από τον αλυτρωτισμό της γείτονος και την «ταυτότητα» που θα έχουν, μετά από μία συμφωνία, οι πολίτες της ΠΓΔΜ.

Με τις δηλώσεις του, χθες, στο αυστριακό δίκτυο ORF ο Πρωθυπουργός των Σκοπίων Ζόραν Ζάεφ ήρθε, επί της ουσίας, να επιβεβαιώσει δύο πράγματα: Αφενός τη δυσκολία που και ο ίδιος αντιμετωπίζει στην προώθηση μίας λύσης στο εσωτερικό της χώρας (άλλωστε η κατασκευή περί «μακεδόνων» έχει πλέον ζωή πλέον των 70 ετών), αφετέρου δε –και σε πλήρη συνάρτηση με το προηγούμενο- ότι η όποια συμφωνία δεν θα ικανοποιεί πλήρως την ελληνική πλευρά.

«Χαίρομαι που στα εφτά σημεία (σ.σ. προς διαπραγμάτευση) δεν γίνεται καμία αναφορά στην ταυτότητα. Είναι καλό, γιατί η ταυτότητα είναι ένα προσωπικό συναίσθημα. Αυτό το θέμα δεν λύνεται ούτε με ψηφοφορία στο κοινοβούλιο, ούτε με δημοψήφισμα», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Ζάεφ, καίγοντας ουσιαστικά κάθε ενδεχόμενο συναίνεσης μεταξύ των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων για το θέμα.

Η αναφορά Ζάεφ στο ζήτημα της ταυτότητας, δηλαδή τον αυτοπροσδιορισμό των πολιτών της ΠΓΔΜ, έρχεται να προστεθεί στη θέση που έχει διατυπώσει η πλευρά των Σκοπίων περί μη ανάγκης ή περί μη επαρκούς χρόνου για αναθεώρηση των διατάξεων του Συντάγματος, προκειμένου να αφαιρεθούν οι αλυτρωτικές αναφορές. Πρόκειται για ένα προαπαιτούμενο που έχει θέσει η ΝΔ προκειμένου να συζητήσει, στη συνέχεια, οποιαδήποτε πρόταση για το όνομα. Από ελληνικής πλευράς διατυπώνονται απόψεις, όπως ενδεικτικά του Ευ. Βενιζέλου, ότι δεν χρειάζεται αναθεώρηση, δεδομένου ότι η ισχύς μίας διεθνούς συμφωνίας, όπως αυτή μεταξύ Ελλάδας – ΠΓΔΜ, θα είναι υπέρτερη της όποιας συνταγματικής διάταξης και, μάλιστα, σε περίπτωση παραβίασης της συμφωνίας η Αθήνα θα μπορεί να σύρει τα Σκόπια στο Διεθνές Δικαστήριο.

Ωστόσο, έμπειροι διπλωματικοί – που συμβουλεύουν και τον Πρόεδρο της ΝΔ Κυριάκο Μητσοτάκη –αντιτείνουν ότι το ζήτημα δεν είναι απλώς νομικό αλλά ουσιαστικό καθώς ο στόχος μέσω της συνταγματικής αλλαγής είναι να εκλείψουν οι αναφορές που τροφοδοτούσαν τις διεκδικήσεις των «μακεδόνων» των Σκοπίων έναντι της Ελλάδας ή άλλων χωρών. Οι ίδιες πηγές προσθέτουν, εξάλλου, ότι μικρή σημασία θα έχει η δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο, καθώς αυτό έχει, επί της ουσίας, μηδενική εκτελεστική δυνατότητα.

Με αυτά ως δεδομένα και εφόσον οι διαπραγματεύσεις εξελιχθούν στον άξονα που έχει ήδη χαραχθεί, οι πιθανότητες επίτευξης της αναγκαίας συνεννόησης στο εσωτερικό της χώρας περιορίζονται δραστικά. Πολύ δύσκολα, χωρίς ρυθμίσεις για το Σύνταγμα αλλά και για το θέμα της ταυτότητας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα λάβει την απόφαση να στηρίξει μία συμφωνία. Πολλώ δε μάλλον όταν με αυτά τα προαπαιτούμενα συμφωνούν όχι μόνον στελέχη της σκληρής γραμμής, όπως οι Αντ. Σαμαράς, Αδ. Γεωργιάδης κ.α. που δεν θέλουν καν όνομα «Μακεδονία» στην ονομασία των Σκοπίων, αλλά και η καραμανλική πτέρυγα, μετά τη διαρροή από πλευράς του πρώην Πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή πως «δεν υπάρχει “μακεδονικό” έθνος».

Από την Πειραιώς διεμήνυαν ήδη, από τις προηγούμενες ημέρες, ότι «η διαπραγμάτευση της Κυβέρνησης ήταν εξαρχής λανθασμένη. Χωρίς σχέδιο, χωρίς εγγυήσεις, πήγαν να δώσουν τα πάντα, αρκούμενοι μόνο σε δύο συμβολικού τύπου κινήσεις, της άλλης πλευράς: Τη μετονομασία ενός δρόμου και ενός αεροδρομίου. Ακόμα και τα θεμελιώδη ζητήματα του αλυτρωτισμού και της αλλαγής του Συντάγματος τα έβαλαν στην ατζέντα μόνο μετά από τις σχετικές απαιτήσεις της Νέας Δημοκρατίας». Πλέον, η ΝΔ θα ανεβάσει τους τόνους, αναδεικνύοντας όχι μόνον τους κινδύνους μίας, χωρίς σχέδιο και εγγυήσεις, συμφωνίας αλλά και τη βαθιά της δυσπιστία στους χειρισμούς του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα, τον οποίο θα χαρακτηρίζει ως «ανίκανο να ηγηθεί της εθνικής προσπάθειας».


σχετικα αρθρα