current views are: 6

7 Μαΐου 2018
Δημοσίευση14:19

Γραφείο Προϋπολογισμού: «Στα 130 δισ. ευρώ οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο»

«Χρειάζεται πολιτική συναίνεση για φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις»

Δημοσίευση 14:19’

«Χρειάζεται πολιτική συναίνεση για φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις»

Την ανάγκη διαμόρφωσης ενός μίνιμουμ πλέγματος πολιτικής συναίνεσης που θα επιτρέψει τα επόμενα χρόνια τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στην οικονομία, σκιαγραφεί στη νέα και πρώτη υπό τη νέα διοίκηση του Φραγκίσκου Κουτεντάκη, έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του κράτους στη Βουλής.

Συγκεκριμένα, στην έκθεση του πρώτου τριμήνου για το 2018, σκιαγραφείται η νέα κατάσταση στην οικονομία μετά τη λήξη του μνημονίου, η ανάγκη για τη ρύθμιση του πλαισίου λειτουργίας της χώρας με ένα αποτελεσματικό σύστημα κινήτρων, η υποχρεωτική  συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αλλά και το πρόβλημα των προβληματικών αποθεμάτων (stocks) που έχουν σωρευτεί κατά τη διάρκεια της κρίσης στους ισολογισμούς της ελληνικής οικονομίας.

Η έκθεση διατυπώνει επιφυλάξεις για το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κάνοντας λόγο για πιθανή αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης, ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας λόγω του αυξανόμενου προστατευτισμού, καθώς και ενδεχόμενων αναταράξεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου από μια ταχύτερη του αναμενομένου εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής στις αναπτυγμένες οικονομίες.

Αναφερόμενο στο νέο πλαίσιο εποπτείας που θα εφαρμοστεί μετά το μνημόνιο στη χώρα μας, το Γραφείο σημειώνει πως λόγω του ότι το ισχύον καθεστώς δεν είναι ιδιαίτερα λεπτομερές, απαιτείται πολιτική διαπραγμάτευση τους επόμενους μήνες. Όπως μάλιστα σημειώνει οι επίσημοι δανειστές θα πρέπει να έχουν ένα αποτελεσματικό σύστημα κινήτρων που θα εξασφαλίζει την υπόθεση στάση των μελλοντικών κυβερνήσεων. «Εδώ αναμένεται να χρησιμοποιηθεί η ρύθμιση του χρέους υπό συνθήκες που θα αξιολογούνται σε βάθος χρόνου. Ωστόσο, τα μέτρα ελάφρυνσης που θα αποφασιστούν θα πρέπει να συμβάλλουν στη μελλοντική σταθερότητα και να μην χαρακτηρίζονται από αιρεσιμότητα – καθώς κάτι τέτοιο καθιστά δύσκολη την εκτίμηση των χρηματοδοτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας και θα καταστήσει δαπανηρότερη την αποκατάσταση της κανονικής χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου από τις ιδιωτικές αγορές, δηλαδή τον τελικό σκοπό του όλου εγχειρήματος», υπογραμμίζει η έκθεση και προσθέτει με νόημα πως η αποκατάσταση της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής ισορροπίας δεν «συνεπάγεται το τέλος της προσπάθειας», ούτε «υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού».

Το Γραφείο πάντως επιμένει πως από δω και πέρα η οικονομική πολιτική θα πρέπει να στρέψει την προσοχή της στην αντιμετώπιση των προβληματικών αποθεματικών που δημιούργησε η κρίση στους ισολογισμούς της οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι ανοιχτές απαιτήσεις του δημοσίου, των τραπεζών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. «Το ελληνικό κράτος έχει ένα υψηλό δημόσιο χρέος περίπου 330 δις ευρώ, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου ανήκει στον επίσημο τομέα των κρατών μελών της Ευρωζώνης, δηλαδή η εξυπηρέτησή του αποτελεί αντικείμενο πολιτικής διαπραγμάτευσης. Οι εγχώριες επιχειρήσεις και νοικοκυριά, έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές περίπου 130 δις ευρώ προς το ελληνικό δημόσιο», αναφέρει και προειδοποιεί πως η αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών θα χρειαστεί χρόνο, καλοσχεδιασμένες παρεμβάσεις και βελτίωση του θεσμικού πλαισίου της οικονομίας.

«Κυρίως όμως θα χρειαστεί ένα στρατηγικό σχέδιο μακράς πνοής που εκ των πραγμάτων θα υπερβαίνει τη θητεία μιας κυβέρνησης. Συνεπώς, τα βασικά του στοιχεία θα πρέπει να τεθούν σε δημόσιο διάλογο προκειμένου να εξασφαλιστεί μια ελάχιστη συναίνεση. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή θεωρεί προτεραιότητα μιας τέτοιας στρατηγικής τη διατήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας με την έννοια της μέγιστης προσοχής, υπευθυνότητας και διαφάνειας στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος», υπογραμμίζει.

Το ΓΠΚΒ τέλος, υπεραμύνεται των εξωδικαστικών διαδικασιών για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων οφειλών στο δημόσιο και δανείων προς τις τράπεζες αλλά και την επιτάχυνση των ρυθμών τακτοποίησής τους. «Η προστασία των οφειλετών θα πρέπει να διασφαλίζεται με αυστηρά και στοχευμένα κοινωνικά κριτήρια προκειμένου να μην ενθαρρύνονται οι περιπτώσεις στρατηγικών κακοπληρωτών», καταλήγει.

Διαβάστε ολόκληρη την έκθεση


σχετικα αρθρα