current views are: 14

24 Ιουνίου 2018
Δημοσίευση14:34

Τατσόπουλος στο Newpost: Η πολιτική είναι ένα βρώμικο παιχνίδι

Τι τίτλο βάζει στην πολιτική του διαδρομή

Δημοσίευση 14:34’

Τι τίτλο βάζει στην πολιτική του διαδρομή

Του Σίμου Χριστοφάκη-Σαρρή

Δεικτικός, ανατρεπτικός, ωμός, μα πάντα φιλόξενος, συζητήσιμος και οικείος. Ο Πέτρος Τατσόπουλος είναι ένα ανοιχτό βιβλίο που δε φοβάται τη λογοκρισία και μιλά με ονόματα και παραδείγματα. 

Πως ήταν τα παιδικά και νεανικά σου χρόνια ως έφηβος τη ταραγμένη δεκαετία του εβδομήντα στην Αθήνα;

Το ευτύχημα όταν είσαι συγγραφέας (και όταν, εξυπακούεται, χρησιμοποιείς ακόμη και στα μυθιστορήματά σου πολλά βιωματικά στοιχεία, δεν αρκείσαι στην έμπνευση, την επινόηση και τη φαντασία σου) είναι ότι αφήνεις πολλά αυτοβιογραφικά αποτυπώματα στο πέρασμά σου κι έτσι, σαν τον Κοντορεβιθούλη, μπορείς να βρεις εύκολα το δρόμο για την «επιστροφή» σου. Τόσο στα τρία πρώτα μου μυθιστορήματα –τους «Ανήλικους», το «Παυσίπονο» και την «Καρδιά του κτήνους»- που έγραψα από τα δεκαοκτώ έως τα είκοσι επτά μου χρόνια, όσο και στο κατ’ εξοχήν αυτοβιογραφικό μου αφήγημα, την «Καλοσύνη των ξένων», που έγραψα μετά τα σαράντα μου, αναφέρομαι εν εκτάσει στη δεκαετία του ’70, την «ταραγμένη» όπως λες –αν και για μας, τους εφήβους εκείνης της εποχής, ήταν περισσότερο ταραγμένη στα λόγια παρά στα έργα. Μπορεί να βγαίναμε από μια επτάχρονη δικτατορία και, ως εκ τούτου, να καταναλώναμε την πολιτική με βουλιμία, ως κάτι που είχαμε στερηθεί, αλλά την καταναλώναμε ως ακατάσχετοι βερμπαλιστές πολιτικολογούντες, όχι ως καμία γενιά που έβαζε το κεφάλι της στον ντορβά, όπως η εαμική λόγου χάριν. Πολύ μπλα-μπλα και λίγη ουσία. Εξ ου και όσο γρήγορα σαγηνευτήκαμε από την πολιτική, άλλο τόσο γρήγορα την σιχαθήκαμε –πέρασαν πολλά χρόνια έως ότου κάποιοι από εμάς, ελάχιστοι, θελήσουν να εμπλακούν πάλι στην πολιτική. Από την άλλη μεριά, το γεγονός ότι ήμουν αγνώστου πατρός και υιοθετημένος (αυτό είναι το βασικό μοτίβο στην «Καλοσύνη των ξένων») έδινε στη δική μου περίπτωση μια ολωσδιόλου ιδιαίτερη απόχρωση «ταραχής». Δεν έπληξα πάντως, να τα λέμε κι αυτά.  

Οι συγγραφείς περιγράφονται ως «μυστήρια ράτσα ανθρώπων». Τι ήταν αυτό που σε οδήγησε στο να ξεκινήσεις να αποτυπώνεις σκέψεις στο χαρτί;

Με τη «ράτσα» των συγγραφέων ασχολούμαι σ’ ένα κατοπινό μου μυθιστόρημα, το «Τιμής ένεκεν». Καθόλου «μυστήρια» ράτσα, να είσαι βέβαιος. Είναι τόσο συναρπαστική και τόσο βαρετή όσο και οι υπόλοιπες «ράτσες» των ανθρώπων. Απλώς επειδή, κατά τεκμήριο, έχει άφθονο χρόνο στη διάθεσή της για ομφαλοσκόπηση, μπορεί και να οικοδομήσει μια εικόνα «μυστηρίου» για πάρτη της που συνήθως ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα. Σκαρώνω δικές μου ιστορίες από τόσο μικρός –από το δημοτικό ακόμη- που, ακόμη και αν με οδήγησε «κάτι» στο χαρτί, δεν το θυμάμαι πλέον. Θυμάμαι ωστόσο πότε πήρα την απόφαση –εκεί, γύρω στα δεκαέξι μου- να γίνω συγγραφέας. Διάβαζα ένα δοκίμιο –του Αλμπέρ Καμύ, αν δεν κάνω λάθος-, από εκείνα που «πολλά διαβάζαμε και λίγα καταλαβαίναμε». Εκεί ο συγγραφέας συνέκρινε δύο «θεοκτόνους», όπως τους αποκαλούσε, τον Ροβεσπιέρο και τον Ρασκόλνικοφ, τον κεντρικό ήρωα του Ντοστογιέφσκι στο «Έγκλημα και τιμωρία». Τους μεταχειριζόταν και τους δύο λες και ήταν αμφότεροι ιστορικά πρόσωπα. «Κοίτα τον άτιμο τον Ντοστογιέφσκι», σκέφτηκα. «Πήρε μια κόλλα χαρτί κι έφτιαξε από το τίποτε, από το μηδέν, έναν ήρωα τόσο ¨πραγματικό¨, ώστε να έρχεται ένας άλλος μεγάλος συγγραφέας, έναν αιώνα αργότερα, και να τον μεταχειρίζεται με τόσο σεβασμό, σάμπως να υπήρξε αληθινά»… Τότε ερωτεύτηκα το επάγγελμα του συγγραφέα.

Το ενδιαφέρον σου για τα κοινά σε τι ηλικία ξεκίνησε; Θυμάσαι τη μέρα που πήρες την απόφαση να πολιτευτείς;

Πάλι βοηθάει τη μνήμη μου το γεγονός ότι, σε μεγάλο βαθμό, την έχω καταγράψει. Εάν ρίξεις μια ματιά, θα διαπιστώσεις «ενδιαφέρον για τα κοινά» και στα δεκαεννέα βιβλία μου –ακόμη και στον «Σίσυφο στο μπαλκόνι», το μοναδικό παιδικό μου βιβλίο. Όσο για τη μέρα που πήρα απόφαση να εμπλακώ στην ενεργό πολιτική, και αυτήν την καταγράφω στο «Ήμουν κι εγώ εκεί» που κυκλοφόρησε το 2016. Ήταν Ιανουάριος του 2012 και είχα μόλις κλείσει τα πενήντα δύο –μάλλον αργοπορημένος, εάν δεν είσαι παθολογικά αφηρημένος. Το είδα πιο πολύ σαν παιχνίδι. Τηλεφώνησα στη Ρένα Δούρου, που την γνώριζα από τα τηλεοπτικά πάνελ, όπου με καλούσαν συχνά ως εκπρόσωπο της «κοινωνίας». Την ρώτησα μισοαστεία-μισοσοβαρά πώς θα της φαινόταν η ιδέα να κατέβω στις εκλογές. Περίμενα να με αποθαρρύνει (ήμουν ψυχολογικά προετοιμασμένος για αυτήν την αποθάρρυνση, την θεωρούσα απολύτως αναμενόμενη), αλλά εκείνη είπε ότι «θα το μεταφέρει» -και εννοούσε ότι θα το μεταφέρει στον Τσίπρα. Έτσι παρέκαμψα μια ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία και συναντήθηκα απευθείας με τον Τσίπρα, μια αναπάντεχη εξέλιξη που αποδείχτηκε κατόπιν τόσο ωφέλιμη όσο και ολέθρια. Τα περιγράφω αναλυτικά στο βιβλίο.

Αν έβαζες ένα τίτλο στη πολιτική σου διαδρομή ποιος θα ήταν αυτός και γιατί;

Στο «Ήμουν κι εγώ εκεί» ξεκινάω με μια φράση του κεντρικού ήρωα στη γαλλική ταινία «Ο υπουργός» του Πιέρ Σελέρ: «Η πολιτική είναι μια πληγή που δεν κλείνει ποτέ». Αυτή είναι η αίσθηση που αποκομίζεις από την ενεργό πολιτική. Η αίσθηση της ανοιχτής πληγής, η αίσθηση του ανεκπλήρωτου –επειδή δεν πρόλαβες, επειδή δεν τα κατάφερες, επειδή δεν σε άφησαν να τα καταφέρεις, επειδή δεν μπορούσες εξαρχής να τα καταφέρεις, επειδή, επειδή… Δεν γνώρισα κανέναν πολιτικό –και δεν γνώρισα και λίγους, τόσο παλαιότερα ως δημοσιογράφος, όσο και πρόσφατα- που να μην υποφέρει από την αίσθηση του ανεκπλήρωτου. Για να μην επεκταθούμε στην αίσθηση της λοιδορίας, της συκοφαντίας, της δολοφονίας χαρακτήρα και τα υπόλοιπα συμπαρομαρτούντα που πάντοτε υπήρχαν, αλλά μονάχα τώρα, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κατόρθωσαν πραγματικά να «ανθίσουν». No hard feelings. Η πολιτική είναι βρόμικο παιχνίδι, όχι μόνο με χτυπήματα κάτω από τη μέση, αλλά με χτυπήματα ιδίως κάτω από τη μέση –και δεν μπορώ καν να παρηγορηθώ με την ιδέα ότι δεν το ήξερα.

Ένας άνθρωπος του οποίου τα γραπτά και τα λεγόμενα παραπέμπουν στο «πολυσυζητημένο» χώρο του κέντρου (είτε αυτός παίρνει ένα πιο αριστερό, είτε ένα πιο δεξιό πρόσημο), πως πήρες την απόφαση να πολιτευτείς το 2012 με ένα κόμμα το οποίο διατυμπάνιζε ακραίες, ριζοσπαστικές και ανεφάρμοστες (εκ του αποτελέσματος) θέσεις τόσο για την εσωτερική πολιτική σκηνή, όσο και για τη θέση της χώρας στην ΕΕ; Υπήρξε για μια περίοδος ταυτισής σου με το κύμα του Λαϊκισμού και της «αγανάκτησης» ;

Δεν θα υποστηρίξω ότι δεν άλλαξα ιδέες –προς το πιο πραγματιστικό- αυτά τα έξι χρόνια, ούτε ότι κατέβηκα ως υποψήφιος/συνεργαζόμενος με τον ΣΥΡΙΖΑ υιοθετώντας αντισυριζαϊκή ρητορική και ατζέντα. Ωστόσο, ζούμε στην εποχή του YouTube, τα πάντα έχουν καταγραφεί, όπως και τα σχόλιά μου στο Facebook παραμένουν επί έξι χρόνια άθικτα. Προφανώς δεν διαθέτω την αρετή της κυρίας Αχτσιόγλου, τουτέστιν να σβήνω κάθε «ενοχλητικό» ή «μαρτυριάρικο» ίχνος από το πέρασμά μου (υπάρχουν, εξάλλου, αδιάψευστοι μάρτυρες και τα βιβλία μου). Πολύ εύκολα λοιπόν μπορεί να διαπιστώσει κανείς εάν υιοθέτησα ποτέ τον λαϊκισμό και τη ρητορική των «αγανακτισμένων», εάν μίλησα ποτέ για «γερμανοτσολιάδες», για κατάργηση του μνημονίου «με ένα νόμο και με ένα άρθρο», για συνεργασία με το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή για όλες τις υπόλοιπες συριζαϊκές αρλούμπες. Ο ΣΥΡΙΖΑ τον οποίον προσέγγισα ήταν ένα κόμμα του 6% και ο ΣΥΡΙΖΑ τον οποίον εγκατέλειψα ήταν ένα κόμμα του 30%, έτοιμο να πάρει την εξουσία. Επίσης, όταν έφυγα από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και προσέγγισα το Ποτάμι, πολλοί καλοί μου φίλοι με συμβούλευσαν να ψηφίσω Σταύρο Δήμα, ώστε να μην «τιμωρηθώ» από το εκλογικό σώμα. Είχαν δίκιο, φυσικά. Εάν και δύσκολα λες «τιμωρία» την έκτη θέση στην Β΄Αθήνας –με τον ΣΥΡΙΖΑ είχα έρθει όγδοος-, σε συνδυασμό με το 6% του Ποταμιού, βρέθηκα εκτός Βουλής. Δύσκολα πάντως, νομίζω, θα μπορούσε κάποιος καλοπροαίρετος να με μεμφθεί για καιροσκοπισμό. Εάν ήμουν καιροσκόπος, θα καθόμουν στα αβγά μου και θα ήμουν ακόμη βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ (αλλά μάλλον θα είχα βγάλει στο μεταξύ έρπη ζωστήρα από τη συριζαϊκή διγλωσσία) ή θα είχα ψηφίσει Σταύρο Δήμα και οι ψηφοφόροι του Ποταμιού δεν θα με «τιμωρούσαν». Αυτά κάνουν οι καιροσκόποι. Δεν έχω ταλέντο καιροσκόπου.

Το βιβλίο «ήμουν κι εγώ εκεί», θα μπορούσε να είναι και ένα είδος αυτοκριτικής;

Μα είναι. Και απλώς να το διατρέξει κανείς, το διαπιστώνει αμέσως. Σκληρής αυτοκριτικής ενίοτε. Δεν έχει γραφτεί ούτε ως αγιογραφία, ούτε ως αυτοδικαίωση, ούτε ως η στερνή γνώση ενός επιμηθέα που τα πάντα είχε προβλέψει και προχωρούσε από πρόβλεψη σε πρόβλεψη αδιάψευστος και αλάνθαστος. Τίποτε από όλα αυτά. Είναι η μαρτυρία ενός πενηντάρη που «μπήκε στο χορό» όταν κουράστηκε να ακούει τους επαγγελματίες πολιτικούς στα πάνελ να του λένε «όποιος είναι έξω από το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει». Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.

Αν ήσουν ένας «ταξιδευτής του χρόνου» που θα είχε δει το καλοκαίρι του διχαστικού και μισαλλόδοξου δημοψηφίσματος , τις πολιτικές κυβιστήσεις της συγκυβέρνησης και το μνημόνιο ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ξαναγυρνούσες στο Δεκέμβριο του 2014, ποια θα ήταν η στάση-ψήφος σου για το Πρόεδρο της Δημοκρατίας;

Η τραγωδία έγκειται ακριβώς σε αυτό: κανείς μας δεν είναι «ταξιδευτής του χρόνου». Όλοι μας –τουλάχιστον όσοι δεν έχουμε νοοτροπία κομματικού killer- προσπαθούμε να κάνουμε τα λιγότερα δυνατόν λάθη και, κυρίως, να μην προσπαθούμε να διορθώσουμε τα προηγούμενα λάθη μας εμπίπτοντας σε νέα λάθη, χειρότερα. Η περίπτωση με τις τρεις ψηφοφορίες για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι χαρακτηριστική. Όλοι οι συνταγματολόγοι έλεγαν από καιρό ότι αυτή η συνταγματική πρόνοια (να προσφεύγεις σε εθνικές εκλογές ύστερα από τρεις άκαρπες κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες για να εκλέξεις Πρόεδρο με εξουσίες… κηπουρού) ήταν μια παρανοϊκή βραδυφλεγής βόμβα που κάποτε θα έσκαγε στα χέρια μας. Ήταν ένα «δώρο» που μας άφησε ο Ανδρέας Παπανδρέου, μετά την εκλογή Σαρτζετάκη: αποψίλωσε τις προεδρικές εξουσίες, αλλά δεν φρόντισε ταυτόχρονα να μας απαλλάξει από την παράλογη –κι ενίοτε επικίνδυνη, διότι παραβίαζε ευθέως την αρχή της Δεδηλωμένης- πρόωρη προσφυγή στις κάλπες με μοναδικό προαπαιτούμενο την ψήφο 121 βουλευτών. Από εκεί κι έπειτα, ουδείς αναμάρτητος. Η Νέα Δημοκρατία έπαιξε με αυτή τη βόμβα, το ΠΑΣΟΚ επίσης κι εντέλει έτυχε να σκάσει στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ. Προσωπικά, σε ανύποπτο χρόνο, πολλούς μήνες πριν οριστεί η υποψηφιότητα του Σταύρου Δήμα ή όποια άλλη υποψηφιότητα, είχα δηλώσει δημοσίως ότι θα ψήφιζα ό,τι και το κόμμα με το οποίο μπήκα στη βουλή, διότι δεν ήθελα να υφίσταται, ούτε ως σκιά υποψίας, ότι χρηματίστηκα από οιονδήποτε για να φύγω από τον ΣΥΡΙΖΑ και να λάβω μέρος σε οποιοδήποτε κομματικό αλισβερίσι. Καλώς ή κακώς, αυτό δήλωσα σχεδόν ένα χρόνο πριν από τις ψηφοφορίες και αυτό έπραξα έως το τέλος, παρότι όπως ήδη είπα, όταν πήγα στο Ποτάμι, σαφώς θα με συνέφερε να πράξω το αντίθετο. Κατόπιν, κατά τη γνώμη μου πάντα, ο Αντώνης Σαμαράς έκανε ένα μοιραίο λάθος, ένα μοιραίο ολίσθημα αλαζονείας: δήλωσε ή άφησε να διαρρεύσει ότι δήλωσε πως, για τις τρεις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες, έχει εξασφαλισμένα τα «μαξιλαράκια» του. Αυτή τη δήλωση εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ για να ξεκινήσουν ένα όργιο συνωμοσιολογίας περί χρηματισμού των βουλευτών και επικείμενης «αποστασίας». Θυμάστε την Ξουλίδου, τον Χαϊκάλη, τον Λαζόπουλο και δεν συμμαζεύεται -με πρώτον να δίνει το εναρκτήριο λάκτισμα τον Νίκο Κωνσταντόπουλο. Καθημερινά έγραφαν κάποιες εφημερίδες τα ονόματα των βουλευτών που θα «αποστατήσουν» (και το δικό μου ανάμεσά τους), πόσα λεφτά θα πάρουν και πότε θα αλλάξουν στρατόπεδο. Καμία από αυτές τις σκατοφυλλάδες δεν μας ζήτησε ποτέ συγγνώμη. Κι εν πάση περιπτώσει. Ο Σταύρος Δήμας δεν βγήκε για 12 ψήφους. Πιστεύει κανείς ειλικρινά ότι, με το κλίμα που είχε διαμορφωθεί, η εκλογή του Σταύρου Δήμα θα καθυστερούσε τις εκλογές περισσότερο από δύο-τρεις μήνες; Πιστεύει κανείς ειλικρινά ότι, με τη μυθολογία που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ήδη αρχίσει να καλλιεργεί περί «Νέας Αποστασίας», δεν θα έπαιρνε, όχι 35% που πήρε τον Ιανουάριο, αλλά 45 και 50 τοις εκατό; Το έχω πει πολλές φορές, το επαναλαμβάνω και τώρα: το λάθος μου δεν ήταν ότι δεν ψήφισα τον Σταύρο Δήμα. Εάν τον ψήφιζα, τίποτε δεν θα άλλαζε από όσα ακολούθησαν προς το καλύτερο για τη χώρα, ίσως μόνο προς το χειρότερο. Το λάθος μου ήταν ευθύς εξαρχής ότι συνεργάστηκα με τον ΣΥΡΙΖΑ.  

Η επόμενη στάση της κοινωνίας, θα γράφει «σύνεση και μετριοπάθεια» ή επικίνδυνα και αχαρτογράφητα νερά;

Προκειμένου να γράψει «σύνεση και μετριοπάθεια» θα πρέπει προηγουμένως να συμβεί ένα θαύμα, μια υπέρβαση: ένας λαός γαλουχημένος με τον λαϊκισμό, εθισμένος στον λαϊκισμό, είτε με αριστερό είτε με δεξιό πρόσημο, να αποκηρύξει τον λαϊκισμό χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια μεγάλη εθνική καταστροφή –όπως το 1897, το 1922, το 1946, το 1974-, από αυτές που σημάδεψαν ανεξίτηλα και επώδυνα τον πολιτικό μας βίο. Μακάρι να βγω ψεύτης, αλλά πιο πιθανό μου φαίνεται (και με τις δυσοίωνες εξελίξεις στο Μακεδονικό, ακόμη πιθανότερο) να διαδεχτεί την αριστεροακροδεξιά μας κυβέρνηση μια λαϊκιστική «από τα ίδια», δεξιόστροφη αυτή τη φορά. Μακάρι να μην βγουν ενισχυμένοι η αποχή –ήδη σχεδόν 50% τον Σεπτέμβριο του 2015- και οι φασίστες. Μακάρι. Στην αντίθετη περίπτωση, εξάλλου, όπου θα επικρατήσει ένας νέος γύρος εθνολαϊκιστικού σολιψισμού, εγώ δεν θα ήθελα να έχω την παραμικρή συμμετοχή.

Οι πολιτικές εξελίξεις στο μέλλον θα σε βρουν παρατηρητή ή ενεργό και συμμέτοχο;

Ξέρεις, σε αντίθεση με τις μπαρούφες του Κοέλιο, στην πολιτική σπανιότατα γίνεται αυτό που θέλεις εσύ. Το σύμπαν σε έχει χεσμένο. Ιδίως σε περιπτώσεις σαν τη δική μου, ατόμων που δεν μεγάλωσαν μέσα σε κομματικό σωλήνα, ούτε πάσχουν από κομματικό ιδρυματισμό –μια χαρά επιβιώνουν κι εκτός ενεργούς πολιτικής-, τα κόμματα προσμετρούν εάν το όφελος από τη δική σου παρουσία θα είναι μεγαλύτερο από τη ζημία που πιθανόν θα προκύψει. Για να το πω πιο μπακαλίστικα: εάν θα φέρεις περισσότερες ψήφους από όσες θα διώξεις. Εάν απαντήσουν θετικά στο ερώτημα, σου δίνουν ρόλο στο εργάκι. Εάν απαντήσουν αρνητικά, χαίρονται που θα το παρακολουθήσεις από το σπίτι σου.

Πέτρο σε ευχαριστώ για το χρόνο σου, καλή συνέχεια.

Κι εγώ σε ευχαριστώ.

 


σχετικα αρθρα