current views are: 14

10 Νοεμβρίου 2013
Δημοσίευση12:43

Το «mea culpa» του Ανδρέα, η ακυβερνησία του 1996 και ο Γιώργος Παπανδρέου

Στις καταληκτικές ομιλίες και την ονομαστική ψηφοφορία επικεντρώνεται το  ενδιαφέρον της τρίτης και τελευταίας ημέρας της συζήτησης στη Βουλή επί  της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ την περασμένη Πέμπτη με  αφορμή την κατάσταση της οικονομίας, αλλά και την εκκένωση του.

Δημοσίευση 12:43’
αρθρο-newpost

Στις καταληκτικές ομιλίες και την ονομαστική ψηφοφορία επικεντρώνεται το  ενδιαφέρον της τρίτης και τελευταίας ημέρας της συζήτησης στη Βουλή επί  της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ την περασμένη Πέμπτη με  αφορμή την κατάσταση της οικονομίας, αλλά και την εκκένωση του.

Γράφει ο Παναγιώτης Βελισσάρης – Λυμπερίδης

Στις καταληκτικές ομιλίες και την ονομαστική ψηφοφορία επικεντρώνεται το  ενδιαφέρον της τρίτης και τελευταίας ημέρας της συζήτησης στη Βουλή επί  της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ την περασμένη Πέμπτη με  αφορμή την κατάσταση της οικονομίας, αλλά και την εκκένωση του.

 Ιδιαίτερες εκπλήξεις δεν αναμένονται, αφού λίγο – πολύ η κυβέρνηση  αναμένεται να βγει αλώβητη από την ψηφοφορία, ωστόσο δεν φαίνεται πως  ήταν ο αντικειμενικός σκοπός του ΣΥΡΙΖΑ να ρίξει την κυβέρνηση όταν  αποφάσιζε να «παίξει» το δυνατότερο «χαρτί» που παρέχει ο κανονισμός της  Βουλής στην αντιπολίτευση.

Εξάλλου, η Κουμουνδούρου γνωρίζει πολύ καλά  ότι παρά τις εκπλήξεις, τους «αντάρτες», τις παραιτήσεις και τις  διαγραφές, καμία πρόταση δυσπιστίας που κατατέθηκε στα χρονικά της  μεταπολίτευσης δεν στάθηκε η αφορμή για να πέσει μία κυβέρνηση και να  οδηγηθεί η χώρα σε εκλογές. Από το 1988 και έπειτα, οι προτάσεις δυσπιστίας (ή αλλιώς μομφής) ήταν  κάτι σχεδόν το συνηθισμένο για τα πολιτικά ήθη τόπου και αποτέλεσμα της  σύγκρουσης μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας που γεννήθηκε τα πρώτα  χρόνια της περίφημης «αλλαγής».

Στο «στόχαστρο» των  προτάσεων που κατά  καιρούς έχουν κατατεθεί δεν έχουν μπει μόνο κυβερνήσεις, αλλά και   υπουργοί που τα νομοσχέδια που κατέθεσαν ή οι χειρισμοί τους σε κρίσιμα  ζητήματα στάθηκαν αφορμή σφοδρής πολιτικής αντιπαράθεσης και  αντιδράσεων.

Το «mea culpa» του Ανδρέα

Η πρώτη φορά που η αντιπολίτευση έκανε χρήση του δικαιώματος της ήταν  στις αρχές Ιουνίου του 1988, όταν στον πρωθυπουργικό θώκο καθόταν ο  Ανδρέας Παπανδρέου.

Έξι μήνες μετά τη συνάντηση που είχε ο πρώην  πρωθυπουργός με τον τούρκο ομόλογό του Τουργκούτ Οζάλ στο Νταβός σε μία  μια προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων των δύο χωρών, ο τότε πρόεδρος  της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας,  με αιχμή το σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής.

Η συζήτηση επικεντρώθηκε κυρίως στην εξωτερική πολιτική, και τότε ήταν  που ο Ανδρέας αναγκάστηκε να πει το περίφημο πλέον «mea culpa»,  αναγνωρίζοντας ότι ήταν λάθος του που για χάρη της εξομάλυνσης των  σχέσεων με την Τουρκία έβαλε «στο ράφι» – όπως τον κατηγορούσε ο κ.  Μητσοτάκης- το Κυπριακό. Η πρόταση της ΝΔ απορρίφθηκε αφού κατά ψήφισαν  157 βουλευτές και υπέρ 123, ενώ ΚΚΕ και ΕΑΡ απουσίασαν.

«Αντάρτης»  αναδείχθηκε ο βουλευτής της ΔΗΑΝΑ Δ. Μανουσάκης ο οποίος καταψήφισε την  πρόταση.

Το σκάνδαλο Κοσκωτά έφερε διαρροές

Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, το Μάρτιο του 1989, και ενώ η χώρα έχει  βυθιστεί για τα καλά στη δίνη του σκανδάλου Κοσκωτά, ο πρόεδρος της ΝΔ  καταθέτει εκ νέου πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ με αφορμή  τη συγκεκριμένη υπόθεση. Για ακόμη μία φορά το σώμα απέρριψε την πρόταση με ψήφους 155 κατά και  123 υπέρ, ωστόσο με την κυβέρνηση να βρίσκεται στριμωγμένη από τις  αποκαλύψεις για τη συμμετοχή του τότε υπουργού Προεδρίας και ιστορικού  στελέχους του ΠΑΣΟΚ Μένιου Κουτσόγιωργα στο σκάνδαλο, η τριήμερη  συζήτηση εξελίχθηκε σε μία σκληρή δοκιμασία για το κόμμα.

Κατά την ψηφοφορία δεν έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης τρεις «πράσινοι»  βουλευτές, ο Αντώνης Τρίτσης, ο Γεώγιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης και η  Ρούλα Κακλαμανάκη και διαγράφηκαν άμεσα από τον Ανδρέα Παπανδρέου.  Μάλιστα απείχε και ο συνεργαζόμενος με το ΠΑΣΟΚ ιστορικός πολιτικός της  Ένωσης Κέντρου Γεώργιος Μαύρος, ο οποίος με επιστολή του είχε  κατακεραυνώσει τον τότε πρωθυπουργό για την στάση του στην υπόθεση. Βγήκαν τα «μαχαίρια» για το Σκοπιανό Η χώρα εντέλει βγήκε από την πολιτική αναταραχή που δημιούργησε η  υπόθεση Κοσκωτά.

Η περίοδος ηρεμίας που δεν κράτησε για πολύ, αφού το  θέμα τη ονομασίας των Σκοπίων (ή FYROM όπως ονομάζεται σήμερα) που  προέκυψε έπειτα από τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας έφτασε να  μονοπωλεί την πολιτική ατζέντα. Ήταν 1993 και οι ρόλοι αντιστράφηκαν: Πρωθυπουργός ήταν ο Κωνσταντίνος  Μητσοτάκης και στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης καθόταν οι  βουλευτές του ΠΑΣΟΚ με επικεφαλής τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Τον Μάρτιο  εκείνης της χρονιάς ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας με  κεντρικό θέμα τις εξελίξεις στο ζήτημα των Σκοπίων, και παρά το γεγονός  ότι η βουλή είχε ανανεώσει την εμπιστοσύνη της στην κυβέρνηση Μητσοτάκη  λίγους μήνες νωρίτερα. Η πρόταση όπως ήταν απορρίφθηκε με 152 ψήφους κατά και 145 υπέρ, ενώ  εντύπωση είχε προκαλέσει η στάση του άλλοτε πρωθυπουργού και σημαίνοντος  μέλους της Νέας Δημοκρατίας, Γιώργου Ράλλη.

Πριν από την ψηφοφορία  ανακοίνωσε την παραίτησή του από τη βουλευτική έδρα κατηγορώντας την  κυβέρνηση για ατυχείς χειρισμούς στην υπόθεση των Σκοπίων και το ΠΑΣΟΚ  για την αδιαλλαξία που επιδείκνυε.

Πρόταση δυσπιστίας λόγω… ακυβερνησίας

Τρία χρόνια μετά, το 1996,  ο Ανδρέας Παπανδρέου βρισκόταν εκ νέου στο  τιμόνι της χώρας, τουλάχιστον στα χαρτιά. Και αυτό γιατί ο ιστορικός  ηγέτης της μεταπολίτευσης νοσηλευόταν ήδη από το Νοέμβριο του 1995 στο  Ωνάσειο Νοσοκομείο με σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα. Με τη χώρα να έχει οδηγηθεί πρακτικά σε κενό εξουσίας και τον τότε  πρωθυπουργό να νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση, στις 8 Ιανουαρίου του  1996 ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Μιλτιάδης Έβερτ κατέθεσε πρόταση  μομφής επικαλούμενος συνταγματικό κενό στη διακυβέρνηση του τόπου.

Το αποτέλεσμα ήταν 168 «όχι», 118 «ναι» (107 ΝΔ, 11 Πολιτική Άνοιξη) και  10 λευκά, από τον ΣΥΝ και τον ανεξάρτητο Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, ωστόσο  λίγες ημέρες μετά ο Ανδρέας Παπανδρέου υπέκυψε στις πιέσεις και υπέγραψε  την παραίτησή του δηλώνοντας ότι «τα προβλήματα της χώρας δεν μπορούν να  περιμένουν». Λίγους μήνες αργότερα, στις 23 Ιουνίου του 1996 θα άφηνε  και την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στην Εκάλη, έπειτα από οξύ  ισχαιμικό επεισόδιο…

Για πρώτη φορά μομφή κατά υπουργού Στα τέλη της 90 η χώρα βρέθηκε εν μέσω τεράστιων αντιδράσεων από τη  μαθητική και φοιτητική κοινότητα αφορμή των οποίων στάθηκε το νομοσχέδιο  του τότε υπουργού Παιδείας Γεράσιμου Αρσένη. Ένα νομοσχέδιο που έφερνε  σαρωτικές αλλαγές τόσο στην δευτεροβάθμια και όσο και τριτοβάθμια  εκπαίδευση, καθιερώνοντας ανάμεσα σε άλλα τις πανελλαδικές εξετάσεις με  εξέταση σε όλα τα διδασκόμενα μαθήματα, αλλά και  καταργώντας στο θεσμό  των μετεξεταστέων.

Και τον Ιανουάριο του 1999, ο τότε αρχηγός της αξιωματικής  αντιπολίτευσης και πρόεδρος της ΝΔ Κώστας Καραμανλής αποφάσισε να  προχωρήσει σε μία κίνηση – έκπληξη: Κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά του  υπουργού Παιδείας (και όχι κατά της κυβέρνησης), με αντικείμενο την  εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η οποία και απορρίφθηκε με ψήφους 163 κατά  και 127 υπέρ.

Ο Γιάννος και η «φούσκα» της Σοφοκλέους

Αντιστοίχως, στα τέλη Γενάρη του 2001 και στον απόηχο του σκασίματος της  φούσκας του χρηματιστηρίου, που οδήγησε στην απόγνωση χιλιάδες  οικογένειες, ο Κώστας Καραμανλής κατέθεσε ακόμη μία πρόταση μομφής κατά  υπουργού: Αυτή τη φορά στο στόχαστρο βρέθηκε ο τότε «τσάρος» της  οικονομίας Γιάννος Παπαντωνίου, ο οποίος για πολλούς υπήρξε ο  «αρχιτέκτονας» της πλασματικής ανόδου των χρηματιστηριακών δεικτών στη  Σοφοκλέους με αποτέλεσμα κάποιοι (λίγοι) να κερδίσουν αρκετά δισ.  δραχμές και κάποιοι να χάσουν τις οικονομίες μιας ζωής.

Κατά τη συζήτηση, η κυβέρνηση Σημίτη κυριολεκτικά «σφυροκοπήθηκε» τόσο  από τη Νέα Δημοκρατία, όσο και από τα υπόλοιπα κόμματα της τότε  αντιπολίτευσης, ωστόσο ο Γιάννος την έβγαλε… καθαρή, αφού η πρόταση  εναντίον του καταψηφίστηκε με 163 «όχι» και 127 «ναι».

ΓΑΠ ο πιο… παραγωγικός

Αυτός όμως που κατέχει το ρεκόρ… δυσπιστίας, δεν είναι άλλος από τον  πρώην πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, ο οποίος από το 2005 έως και το  2008 κατέθεσε τρεις φορές πρόταση στη Βουλή.

Η πρώτη ήταν στις αρχές Ιανουαρίου του 2005 κατά του τότε υπουργού Οικονομίας Γιώργου Αλογοσκούφη. Μία πρόταση που έγινε υπό καθεστώς…  άκρας μυστικότητας ,μίας και για τις προθέσεις Παπανδρέου δεν γνώριζαν  παρά μόνο οι τότε στενοί του συνεργάτες και η κατάθεσή του προκάλεσε  «μουρμούρες» και έκπληξη στο ΠΑΣΟΚ. Ο τότε πρωθυπουργός Κώστας  Καραμανλής απάντησε άμεσα και μετέτρεψε την πρόταση δυσπιστίας σε συζήτηση για ψήφο εμπιστοσύνης που την έλαβε με χαρακτηριστική ευκολία.

Το Φεβρουάριο του 2007 και εν μέσω της συζήτησης για την αναθεώρηση του άρθρου 16 του συντάγματος που αφορούσε τα Πανεπιστήμια, το ΠΑΣΟΚ δια του  Γιώργου Παπανδρέου κατέθεσε εκ νέου πρόταση δυσπιστίας με αφορμή τις αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, και μάλιστα τη συνέδεσε με το αίτημα διεξαγωγής πρόωρων εκλογών.  Το σώμα απέρριψε την πρόταση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης με 164 ψήφους κατά και 122 υπέρ.

Στα τέλη Μαρτίου του 2008 ο Γιώργος Παπανδρέου επανήλθε για τρίτη και  τελευταία φορά, με αφορμή το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που προωθούσε η τότε υπουργός Εργασίας Φάνη – Πάλη Πετραλιά. Μία πρόταση η οποία κατάφερε και  ανέβαλε τη συζήτηση για το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, αν και τελικά  απορρίφθηκε και αυτή με τη σειρά της από τους βουλευτές της πλειοψηφίας  αφού 152 ψήφισαν «όχι», έναντι και 138 που ψήφισαν «ναι».


σχετικα αρθρα