current views are: 15

1 Ιανουαρίου 2020
Δημοσίευση12:23

Τι περιμένουμε από το 2020: Βγαίνοντας από την οικονομική κρίση πέφτουμε στον… Ερντογάν

Οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι για τη χώρα μας

Δημοσίευση 12:23’

Οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι για τη χώρα μας

Το νέο έτος ήρθε και η τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα βρίσκει τον πλανήτη αντιμέτωπο με σημαντικές προκλήσεις και αρκετές ανοιχτές πληγές.

Πόλεμος, προσφυγιά, οικονομικές κρίσεις, φτώχεια και κλιματική αλλαγή απειλούν την ανθρωπότητα. Η προηγούμενη δεκαετία μας έδειξε στην Ελλάδα με τον χειρότερο τρόπο, ότι ξαφνικά μπορεί να σου «πέσει ο ουρανός στο κεφάλι» και να μηδενίσει τις όποιες βεβαιότητες.    

Εκτός από την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα που υποδεχόμαστε θέλουμε να ξεχάσουμε τη 2η, ακόμα και να τη διαγράψουμε, καθώς η οικονομική κρίση άφησε πολλές πληγές στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας που δεν θα επουλωθούν εύκολα αλλά θα είναι καθοριστικές για τη μελλοντική πορεία της χώρας.   

Όμως η χώρα πλησιάζει το ορόσημο των διακοσίων ετών από την εθνεγερσία του 1821. Την ώρα που βγαίνει από την «Εντατική» της οικονομικής κρίσης και δοκιμάζει τις αντοχές της, προσπαθεί παράλληλα να επανακαθορίσει την πορεία της όχι μόνο οικονομικά αλλά και υπαρξιακά, να βρει την πυξίδα και τη συλλογική ταυτότητα των Ελλήνων σε έναν κόσμο που αλλάζει με ταχύτητα, χωρίς σταθερές με πολλούς κινδύνους και προκλήσεις.

Η χώρα μας, δυστυχώς, αντιμετώπισε μια οικονομική κρίση που κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια διχασμένη. Η κομματική επιβίωση και η εξουσία ως λάφυρο ανεξάρτητα από τις συνθήκες, κυριάρχησαν. Ο κύκλος αυτός κλείνει και με τις προσπάθειες της προηγούμενης κυβέρνησης αλλά και με τα γρήγορα και σχεδιασμένα βήματα της σημερινής. Αλλά κυρίως με το «Αίμα, μόχθο, δάκρυα και ιδρώτα»– όπως είχε πει στην ιστορική ομιλία του ο Ουίνστον Τσόρτσιλ- που κατέβαλε η ελληνική κοινωνία. Από την άλλη, βλέπουμε και σήμερα ότι το πολιτικό σύστημα αν και δεν ήρθη στη διάρκεια της κρίσης στο ύψος των περιστάσεων, συνεχίζει με μικροκομματικές λογικές να δυναμιτίζει και να διχάζει σε ώρες κρίσιμες.  

Οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι για τη χώρα μας, απειλούν ακόμα και την ίδια την ύπαρξή της, την ώρα που προσπαθεί να σταθεροποιηθεί οικονομικά έρχεται αντιμέτωπη με μια σειρά από τουρκικές προκλήσεις και τον Ερντογάν.

Μια νέα κρίση, αυτή τη φορά γεωπολιτικού χαρακτήρα αλλά και εθνικής κυριαρχίας, είναι μπροστά μας. Πέρα και πάνω από τις διπλωματικές κινήσεις και πρωτοβουλίες, τις συμμαχίες και τα αμυντικά σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης, θα είναι σωτήριο για τη χώρα οι πολιτικές δυνάμεις να επιδείξουν σε αυτήν την κρίσιμη φάση το ισχυρότερο όπλο αυτού του λάου, την ΕΝΟΤΗΤΑ. Στα εθνικά θέματα είναι απαραίτητα προϋπόθεση, η σύμπνοια και η σύνεση, κάτι που δεν επέδειξαν στην οικονομία και έχουμε πληρώσει πολλές φορές με βαρύ κόστος στο παρελθόν.

Οι φωνές της πατριδοκαπηλίας πρέπει να απομονωθούν και το πολιτικό σύστημα να αντιμετωπίσει την τουρκική προκλητικότητα ενωμένο.

Και μια καλή αρχή μπορεί να γίνει με την εκλογή Πρόεδρου της Δημοκρατίας.

Γιατί το λέω; Γιατί ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η δημόσια συζήτηση για το πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας ευτελίζει τον θεσμό. Παράλληλα προσβάλλει και τον νυν Πρόεδρο, Προκόπη Παυλόπουλο, που σε δύσκολες ώρες για τη χώρα διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο.

Δεν είναι ώρα με μικροκομματικά επιχειρήματα, με κάποιους κύκλους να επιτίθενται με τρόπο που δεν αρμόζει στον θεσμό του ΠτΔ, για το αν δεν τον ψήφισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ή αν είχε σχέσεις με τον Παπαγγελόπουλο και αν είχε υπόγειες διαδρομές με τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλες κουταμάρες κουτσομπολίστικου και παραδημοσιογραφικού επιπέδου.    

Ανεξάρτητα αν συμπαθείς ή όχι τον Προκόπη Παυλόπουλο, αν τον στήριξες στην προηγούμενη εκλογική διαδικασία – άλλωστε υπάρχει το προηγούμενο με τον Κωστή Στεφανόπουλο – επέδειξε τόσο στα εθνικά όσο και στα θεσμικά ζητήματα την ενδεδειγμένη στάση της υπευθυνότητας που αρμόζει στον ρόλο του.

Θα θυμίσω, γιατί αναφέρθηκα στον Κωστή Στεφανόπουλο, τότε, εν όψει των προεδρικών εκλογών του 1995, το κόμμα της Πολιτικής Άνοιξης (ΠΟΛΑΝ) του Αντώνη Σαμαρά πρότεινε και στήριξε ως υποψήφιο Πρόεδρο Δημοκρατίας, τον Κωστή Στεφανόπουλο. Με τη στήριξη και του ΠΑΣΟΚ εξελέγη στις 8 Μαρτίου 1995, κατά την τρίτη ψηφοφορία, με 181 ψήφους ως ο πέμπτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά τη μεταπολίτευση του 1974 και την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στις 10 Μαρτίου 1995 διαδέχθηκε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Η παράταξη που υπηρέτησε δεν τον στήριξε γιατί η ΝΔ του Μιλτιάδη Έβερτ ήθελε εκλογές και έβλεπε παράθυρο εξουσίας. Αυτή η επιλογή, ίσως της στοίχισε και δεν τα κατάφερε στις επερχόμενες εκλογές. Επανεξελέγη στο Προεδρικό αξίωμα στις 8 Φεβρουαρίου 2000, αυτήν τη φορά με τη στήριξη της ΝΔ, με την πρώτη ψηφοφορία, αφού έλαβε 269 ψήφους επί 298 παρόντων βουλευτών.

Χωρίς αμφιβολία, ο Κωστής Στεφανόπουλος ήταν ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας που τίμησε όσο λίγοι το ύπατο αξίωμα, στο οποίο αναδείχθηκε ακόμα και αν η παράταξη που έδωσε πολιτικές μάχες δεν τον στήριξε στην πρώτη εκλογή αλλά υπήρξε η δεύτερη ευκαιρία. Καθώς η πρώτη δεν λειτούργησε απαγορευτικά για την απόφαση στη συνέχεια.

Ανεξάρτητα απ’ όλα τα παραπάνω, ο πρωθυπουργός πρέπει να βρει τρόπο σταματήσει όλη αυτή την κουβέντα που προσβάλει τον θεσμό και στη συνέχεια να αποφασίσει για το πρόσωπο, σύμφωνα με τη δική του δήλωση:«Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να συμβολίζει την ενότητα του έθνους»

Και επειδή σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές η ενότητα είναι εθνική επιταγή, θα πρέπει το πρόσωπο του Πρόεδρου της Δημοκρατίας να επιβεβαιώσει την ευρεία αποδοχή και με τις ψήφους εκλογής του, αλλά το σημαντικότερο να μην γίνει αντικείμενο πολιτικής διαμάχης και διχασμού που θα τραυματίσουν τον θεσμό.