current views are: 820

25 Μαρτίου 2023
Δημοσίευση14:04

Ήρωες 1821: Έδωσαν την ζωή τους, την ψυχή την περιουσία, αλλά η Ελλάδα τους γύρισε την πλάτη

Ποιοι ήρωες του 1821, κατηγορήθηκαν άδικα από το ελληνικό κράτος.

Δημοσίευση 14:04’
Ήρωες 1821

Ποιοι ήρωες του 1821, κατηγορήθηκαν άδικα από το ελληνικό κράτος.

Σήμερα τους χαρακτηρίζουμε ήρωες του 1821. Μεγάλες προσωπικότητες της επανάστασης του 1821, που είτε έδωσαν την ζωή τους, είτε την ψυχή τους, είτε την περιουσία, για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Σφράγισαν τον απελευθερωτικό αγώνα των 1821.

Όμως τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση,  η ελληνική πολιτεία, όχι απλά δεν τους τίμησε, αλλά τους λοιδώρησε, τους ατίμωσε και τους τιμώρησε άδικα. Ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης, η κορυφαία προσωπικότητα του αγώνα, φυλακίστηκε, η Μπουμπουλίνα, διέθεσε την υπηρεσία του αγώνα την τεράστια περιουσία της, πέθανε πάμφτωχη.

Ήρωες του 1821: Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Μία από τις ηγετικές προσωπικότητες -και η πιο εμβληματική- της Επανάστασης του 1821 ήταν χωρίς αμφισβήτηση ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο αρχιστράτηγος που έδρασε στην Πελοπόννησο και γράφτηκε με χρυσά γράμματα στην ελληνική ιστορία ως ο «Γέρος του Μωριά».

Μετά θάνατον τιμήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία με τον βαθμό του Στρατάρχη.

Σε νεαρή ηλικία έγινε αρματολός και γρήγορα απέκτησε τέτοια φήμη ώστε οι Οθωμανικές αρχές να τον επικηρύξουν, καταδικάζοντας τον σε θάνατο. Τον καταδίωξαν στην Πελοπόννησο, διέφυγε στη Ζάκυνθο όπου υπηρέτησε στο αποικιακό ελληνικό σώμα του αγγλικού στρατού και διακρίθηκε αγωνιζόμενος κατά των Γάλλων. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και από το 1821 πρωταγωνίστησε στον αγώνα για την ανεξαρτησία κυρίως ως στρατιωτικός διοικητής των επαναστατημένων Ελλήνων, αλλά και ως πολιτικός.

Το στρατιωτικό μυαλό που σφράγισε την επανάσταση

Στις 23 Μαρτίου του 1821 συμμετείχε στο υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στρατιωτικό σώμα που κατέλαβε την Καλαμάτα, σηματοδοτώντας την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης.

Αμέσως μετά την κατάληψη της Καλαμάτας, έβαλε σκοπό να καταλάβει την Τριπολιτσά, το διοικητικό κέντρο των Οθωμανών στον Μωριά, γιατί αλλιώτικα δεν θα μπορούσε να επικρατήσει η επανάσταση, όπως πίστευε. Η νίκη των Ελλήνων στο Βαλτέτσι (13 Μαΐου 1821) και η άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), που οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στον Κολοκοτρώνη, τον επέβαλαν ως αρχηγό του επαναστατικού στρατού της Πελοποννήσου.

Στη μάχη των Δερβενακίων (26 – 28 Ιουλίου 1822), όπου καταστράφηκε ο στρατός του Δράμαλη, αναδείχθηκε η στρατηγική του ιδιοφυΐα και η κυβέρνηση Κουντουριώτη τον διόρισε αρχιστράτηγο των επαναστατικών δυνάμεων.

Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρόλα αυτά δεν απέφυγε τη ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο.

Τον απελευθέρωσαν όμως όταν ο Ιμπραήμ απειλούσε να καταστείλει την επανάσταση και θα του αναθέσει εκ νέου την αρχιστρατηγία του Αγώνα. Μετρ του κλεφτοπολέμου και της «καμένης γης», θα κατορθώνει να κρατήσει ζωντανή την επανάσταση μέχρι τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου (7 Οκτωβρίου 1827).

Theodore Colocotroni. Commander in Chief of the Troops in the Morea. Friedel Adam De 1832 1

Η καταδίκη σε θάνατο

Μετά την απελευθέρωση συντάχθηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια κι έγινε ένα από τα επιφανή στελέχη του Ρωσικού Κόμματος. Κατά τη διάρκεια της Αντιβασιλείας διώχθηκε ως αντιβασιλικός και καταδικάσθηκε σε θάνατο τον Μάιο του 1834. Μετά την ενηλικίωσή του, ο Όθωνας του χάρισε την ποινή, τον διόρισε σύμβουλο της Επικρατείας και τον ονόμασε αντιστράτηγο.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Κολοκοτρώνης τα πέρασε στην Αθήνα με την ερωμένη του Μαργαρίτα Βελισσάρη (η σύζυγός του είχε πεθάνει το 1820), στο ιδιόκτητο σπίτι του, στη γωνία των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη και Λέκκα. Την ίδια περίοδο υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836» και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 4 Φεβρουαρίου του 1843, λίγο μετά την επιστροφή στο σπίτι του από δεξίωση στα Ανάκτορα. Από τον γάμο του με την Αικατερίνη Καρούσου απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Πάνο (1798-1824), τον Γενναίο (1806- 1868), τον Κολλίνο (1810-1848) και την Ελένη, ενώ από τη σχέση του με τη Μαργαρίτα Βελισσάρη τον Παναγιωτάκη (1836-1893), τον οποίο αναγνώρισε με τη διαθήκη του.

bd97af65 993b 4cb9 b828 fe1123ca7d06

Η ανακομιδή των λειψάνων του Κολοκοτρώνη στην Αρκαδία

Καταδικάστηκε μια φορά σε φυλάκιση το 1825 από τον Μαυροκορδάτο και την παρέα του και μια σε θάνατο (1833) από την αντιβασιλεία του Όθωνα που τελικά μετατράπηκε σε ισόβια, για στάση εναντίον του βασιλέως και κλείστηκε στη γνωστή ποντικότρυπα-φυλακή του Ναυπλίου. Αποφυλακίστηκε με εντολή του Όθωνα λίγους μήνες αργότερα και τελικά πέθανε στις 4 Φλεβάρη 1843.

Τα οστά του Κολοκοτρώνη ευρίσκονται στην Τρίπολη από το 1930. Πριν, ευρίσκοντο στην Αθήνα στο Α’ Νεκροταφείο, αλλά ο Ελευθέριος Βενιζέλος φρόντισε για την μεταφορά τους στην Τρίπολη – κατόπιν αιτήματος των Αρκάδων – , συνοδεύοντας μάλιστα ο ίδιος την διακομιδή τους.

Ήρωες του 1821: Γεώργιος Καραϊσκάκης

Καραϊσκάκης γεννήθηκε στη Σκουληκαριά Ραδοβιζίου της Άρτας το 1782 σε ένα υπόγειο κελί στο μοναστήρι της Παναγίας (Κοίμηση της Θεοτόκου). Μητέρα του ήταν η Ζωή (Ζωίτσα) Ντιμισκή από τη Σκουληκαριά και πατέρας του ο ομοχώριός της αρματολός τσαούσης (λοχίας) στο τουρκικό απόσπασμα Νικόλαος Πλακιάς

Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα (Νοέμβριος 1822), ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν» ενώ «τα “δικαιώματα” θα τα έστελνε ο ίδιος σ’ εκείνους». Έτσι, ενωμένοι ο Καραϊσκάκης με τους Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά, προέβησαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, κερδίζοντας χρόνο και περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών του κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και «αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει» έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.

Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου (31 Δεκεμβρίου 1822), μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα. Του στρατού αυτού ηγούνταν οι Ισμαήλ Πασάς Πλιάσσας, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και Άγο Βασιάρη. Ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με 800 περίπου άνδρες την διάβαση κοντά στον Άη Βλάση και ανάγκασε τους εχθρούς, να οπισθοχωρήσουν στο Αγρίνιο, μετά από την ομώνυμη μάχη. Ο ίδιος στη συνέχεια αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.

Η δίκη του Καραϊσκάκη

Ο Καραϊσκάκης ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων. Αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε. Οι Τζαβελαίοι αλλά και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του, ενώ εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος, που ηθελημένα παραγνώριζε τον Καραϊσκάκη προκειμένου να υποστηρίξει τον Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό, και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου.

Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά από ομολογία του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε μεταβεί στα Γιάννενα, ότι: «ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό». Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την «αποκάλυψη προδοσίας».

Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε η παραπάνω επιτροπή και στις 2 Απριλίου 1824 (σε 3 μέρες) εκδόθηκε προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος». Κατά την προκήρυξη που ήταν πράξη διοικητική και όχι δικαστική, η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Παρ’ όλα αυτά είναι αμφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δημοσιεύθηκε ποτέ. Πάντως ο Καραϊσκάκης στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας», τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν». Έτσι στις 3 Μαΐου 1824 (ανήμερα της έκδοσης της προκήρυξης) ο Καραϊσκάκης με πολλούς οπαδούς του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι. Εκεί κρύφτηκε στην Ιερά Μονή Προυσού, όπου ακόμα σήμερα υπάρχει η κρύπτη του Γεωργίου Καραϊσκάκη και η κεντημένη εικόνα της Παναγίας με χρυσό και ασήμι. Στις 27 Μαΐου του ίδιου έτους ζήτησε εγγράφως συγνώμη από τον Α. Μαυροκορδάτο, που όμως δεν εισακούσθηκε. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.

Οι θεωρίες για τον θάνατό του

Ο Δημήτριος Αινιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την βιογραφία του το 1833, αναφέρει τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα πως «…Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερε εις αυτούς ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον». Δ. Αινιάν, Ο Καραϊσκάκης, σ.185.

Στο έργο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φέρεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα : «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν», αλλά σε υποσημείωση του βιβλίου του αναφέρει ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε εσφαλμένως ως «δολοφονία από κάποιον Έλληνα».

Μόνο ένας συγγραφέας, αυτόπτης απομνημονευματογράφος, υποστήριξε επίμονα την εκδοχή της δολοφονίας. Η συντριπτική πλειονότητα των πρωτογενών πηγών, μεταξύ των οποίων επίσης αυτόπτες, δέχεται ότι ο Καραϊσκάκης πυροβολήθηκε από Τούρκους. Από τους νεώτερους συγγραφείς ο Γιάννης Βλαχογιάννης υποστήριξε ότι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος οργάνωσε την δολοφονία του Καραϊσκάκη. Τη γνώμη του υιοθέτησαν οι Δημήτρης Φωτιάδης και Δημήτρης Σταμέλος. Ο Γιάννης Κορδάτος διερωτάται αν «Οι Τούρκοι τον πυροβόλησαν ή κάποιος Έλληνας όργανο του Κιουταχή ή του Κόχραν». Οι Αναστάσιος Ορλάνδος, Μέντελσον-Μπαρτόλντι, Κωνσταντίνος Ράδος, Απόστολος Βακαλόπουλος, Κυριάκος Σιμόπουλος, και Χρήστος Λούκος πιστεύουν ότι πυροβολήθηκε από Τούρκους. Οι Τρικούπης (που εκφώνησε τον επικήδειο), Παπαρρηγόπουλος, Κόκκινος και πλείστοι άλλοι δεν ασχολούνται με το θέμα. Παραθέτουμε τέλος την τραγική προειδοποίηση του Κολοκοτρώνη: «Μανθάνω, ότι εμβαίνεις εις τους ακροβολισμούς… αυτό δεν είναι έργο ιδικόν σου».

Ήρωες του 1821: Οδυσσέας Ανδρούτσος

Screenshot 2 15

Ο πατέρας του Οδυσσέα, καπετάν Ανδρούτσος, είχε πάρει μέρος στην επανάσταση του Λάμπρου Κατσώνη και συνελήφθη από τους Βενετούς, παραδόθηκε στους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε το 1797 στην Κωνσταντινούπολη. Ο Οδυσσέας, έμεινε ορφανός από τα 8 του χρόνια. Ο Αλή Πασάς, τιμώντας τη φιλία που είχε με τον πατέρα του Οδυσσέα, τον αναζήτησε και τον πήρε στην αυλή του στα Ιωάννινα. Κατά μια άλλη εκδοχή, ο Οδυσσέας έφτασε εκεί με την προτροπή της μητέρας του.

Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έμαθε πολλά από τη στρατιωτική σχολή του Αλή Πασά και λέγεται ότι είχε ταραχώδη βίο. Στα 15 χρόνια του, κατατάχτηκε στην προσωπική σωματοφυλακή του Αλή Πασά και έγινε ο επικεφαλής της προσωπικής του φρουράς.

Δολοφονήθηκε από πρωτοπαλίκαρα του Μαυροκορδάτου στις φυλακές της Ακρόπολης στις 5 Ιουνίου 1825. Ο γενναίος πολεμιστής λόγω της έντονης προσωπικότητάς του ήρθε σε σύγκρουση με σημαντικούς πολιτικούς της εποχής, γεγονός που οδήγησε σε συνεχείς προσπάθειες για την εξόντωσή του. Κατηγορήθηκε για συνεργασία με τον εχθρό, φυλακίστηκε και τελικώς δολοφονήθηκε με βάναυσο τρόπο. Οι δολοφόνοι του πέταξαν το σώμα του από την Ακρόπολη και εμφάνισαν την υπόθεση ως απόπειρα δραπέτευσης.

Λίγο πριν ο Αλή Πασάς πέσει από βόλι Τούρκου, το 1822, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με 1.500 άνδρες, ανεξαρτητοποιήθηκε και ρίχτηκε στον αγώνα εναντίον των Οθωμανών. Το αποκορύφωμα των ανδραγαθημάτων του Ανδρούτσου ήταν η Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς (στις 8 Μαΐου του 1821), όπου με ελέχιστους συμπολεμιστές οχυρώθηκε στο χάνι, όπου αντιμετώπισε το στράτευμα του Ομέρ Βρυώνη!

Η μοιραία νύχτα στην Ακρόπολη

Ήταν το ασίγαστο πάθος των ελλήνων για εύκολο πλουτισμό, ήταν η αρχομανία τους, ήταν ο Εμφύλιος που έφερε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο σιδηροδέσμιο στο κάστρο της Ακρόπολης έπειτα από κατηγορίες για συνεργασία με τους Τούρκους. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δολοφονήθηκε το βράδυ της 5ης Ιουνίου του 1825 με απάνθρωπο τρόπο. Ο πρώην σύντροφός του Γιάννης Γκούρας έμαθε ότι η κυβέρνηση σχεδίαζε να του δώσει αμνηστία και να τον επαναφέρει στο στράτευμα, και μάλιστα σε ηγετικό πόστο. Ο Γκούρας έτρεμε στην ιδέα αυτής της προοπτικής. Αν έβγαινε ο Οδυσσέας από τη φυλακή δεν υπήρχε περίπτωση να μην εκδικηθεί τον παλιό σύντροφό του που τον είχε διαβάλει. Ο Γκούρας, ακόμα, θα έχανε την πολιτική δύναμη που είχε. Έτσι, μετά μια αποτυχημένη προσπάθεια να πείσει την κυβέρνηση να τον εκτελέσει για εσχάτη προδοσία, έστειλε αμέσως εντολή να δολοφονηθεί ο Οδυσσέας. Έχει ενδιαφέρον το σύνθημα που είχαν συμφωνήσει: «Η τιμή του λαδιού ανέβηκε. Πούλα.»

Είχε νυχτώσει και είχε ψιλόβροχο όταν οι τρεις ή τέσσερεις άνθρωποι του Γκούρα (ο Μήτρος Τριανταφυλλίνας, ο Γιάννης Μαμούρης, κάποιος Τζαμάλας και πιθανόν ένας παπάς – η Εκκλησία είχε αφορίσει τον Οδυσσέα) μπήκαν στο κελί του Ανδρούτσου στην Ακρόπολη, αποφασισμένοι να τον δολοφονήσουν χωρίς να χρησιμοποιήσουν όπλα γιατί είχαν σκοπό από την αρχή να το κάνουν να φανεί σαν ατύχημα. Επιπλέον ήθελαν πρώτα να τους αποκαλύψει που είχε κρυμμένους τους θησαυρούς του. Ο Οδυσσέας ήταν νηστικός, βρώμικος, τα ρούχα του κουρέλια, στα χέρια και στα πόδια αλυσοδεμένος με μεγάλες βαριές μπάλες.

Χρειάστηκε να τον στραγγαλίσουν!

Για να φανερώσει που είχε κρύψει τον θησαυρό τον βασάνισαν άγρια. Τον χτυπούσαν με τα χέρια και τα κουμπούρια τους. Ένα δυνατό χτύπημα του έκοψε τα χείλια και του έσπασε και δόντια. Ο Οδυσσέας μούγκριζε από τους πόνους. Στο τέλος τον αποτελείωσαν με ένα γνωστό, μέχρι και σήμερα, βασανιστήριο. Καθώς τον κρατούσαν οι άλλοι δύο, ο Τριανταφυλλίνας του έστριψε τα γεννητικά όργανα!

Έχασε τις αισθήσεις του από τον φοβερό πόνο αλλά οι τρεις δήμιοι συνέχισαν να τον χτυπούν ενώ ήταν λιπόθυμος. Το μουγκρητό έγινε επιθανάτιος ρόγχος. Αλλά δεν πέθαινε. Χρειάστηκε να τον στραγγαλίσουν. Το πτώμα του βρέθηκε μπροστά στον Ναό της Αθηνάς Νίκης. Ήταν φανερό τι είχε συμβεί αλλά οι άνθρωποι του Γκούρα κουκούλωσαν την ιατροδικαστική έκθεσηκαι παρουσίασαν τον φόνο ως το αποτέλεσμα της πτώσης από το κελί στη διάρκεια μιας υποτιθέμενης απόπειρας απόδρασης. Είχαν φροντίσει να τυλίξουν ένα σχοινί γύρω από το πτώμα. Βέβαια κανέναν δεν κατόρθωσαν να εξαπατήσουν. Επιπλέον, αν και δεν το είχαν αντιληφθεί, υπήρχε ένας αυτόπτης μάρτυρας. Ο 21χρονος στρατιώτης Κώστας Καλαντζής. 40 χρόνια μετά, το 1863, θα διηγηθεί το τι πραγματικά έγινε στον δικηγόρο Σπυρίδωνα Φόρτη που θα το καταγράψει. Κι έτσι ένας ακόμα ήρωας τέλειωσε άδοξα στον τόπο, που δεν έχει ανάγκη τους ήρωες… γι αυτό τους σκοτώνει!

Ήρωες του 1821: Μαντώ Μαυρογένους

Manto Mavrogenous

Με την έναρξη της Επανάστασης, η Μαντώ Μαυρογένους από την Τήνο, όπου διέμενε μετά τον θάνατο του πατέρα της το 1818, έσπευσε στη Μύκονο  και πρωτοστάτησε στην εξέγερση των κατοίκων του νησιού. Διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά για τον εξοπλισμό και την επάνδρωση μυκονιάτικων πλοίων και κατά τις πληροφορίες ξένων, κυρίως, περιηγητών έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων στην Κάρυστο, στο Πήλιο και τη Φθιώτιδα (1823). Στις 11 Οκτωβρίου 1822 ηγήθηκε του αγώνα των κατοίκων της Μυκόνου για την απόκρουση της απόβασης των αλγερινών πειρατών στο νησί. Η παρουσία της αποσιωπάται από τους Έλληνες ιστορικούς, αλλά την αναφέρει ο Γάλλος περιηγητής Φρανσουά Πουκεβίλ (1773-1838).

Ο πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους αναγνώρισε τα ανδραγαθήματα και τις θυσίες της προς το έθνος και τις απένειμε τον τιμητικό βαθμό του αντιστρατήγου και μικρή σύνταξη. Παράλληλα, τις ανέθεσε την εποπτεία του Ορφανοτροφείου του Ναυπλίου.

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (1831) τα προβλήματα επιβίωσης οξύνθηκαν για την ηρωίδα, ενώ επιδεινώθηκαν και οι σχέσεις με την οικογένειά της. Η μητέρα της, αλλά και ο σύζυγος της αδελφής της την κατηγορούν ότι κατασπατάλησε τη μεγάλη οικογενειακή περιουσία. Αναγκάζεται τότε να απευθύνει επιστολή προς τον βασιλιά Όθωνα και να του διεκτραγωδήσει την κατάστασή της. Δεν λαμβάνει καμία απάντηση.

Τ ο 1825 ζούσε στο Ναύπλιο σ’ ένα μισοερειπωμένο σπίτι. Οι πόροι της είχαν εξαντληθεί και αναγκαζόταν να εκποιεί ακίνητα της οικογένειάς της που είχε στα νησιά των Κυκλάδων. Ο έρωτάς της για τον στρατηγό Δημήτριο Υψηλάντη (1794-1832) προκάλεσε την αντίδραση τού περιβάλλοντός του και πολλά κουτσομπολιά στο Ναύπλιο. Ο Υψηλάντης φαίνεται να της είχε υποσχεθεί γάμο, αλλά σύμφωνα με τον Μαυροκορδάτο, «επικράθη πάρα πολύ και απεφάσισε να πάρη το λόγο του οπίσω, όπου είχε δώσει προς αυτήν πριν ανακαλύψει τας μετά του κυρίου Βλακέρου σχέσεις της».

Απεβίωσε στην Πάρο από την πείνα και την εξαθλίωση και έχοντας δαπανήσει όλη της την περιουσία στον αγώνα – περίπου 500.000 γρόσια! Αυτή η ευγενική και ρομαντική ηρωίδα του αγώνα, που έδωσε τα πάντα για την επανάσταση και βίωσε ένα θυελλώδη έρωτα με τον Δημήτριο Υψηλάντη στα πεδία των μαχών, ο οποίος όμως έληξε άδοξα βυθίζοντας την ίδια στην κατάθλιψη. Η μεγάλη ηρωίδα αναγκάστηκε να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της πάμπτωχη, ξεχασμένη και παραγκωνισμένη από την ίδια της την οικογένεια.

Ήρωες του 1821: Μπουμπουλίνα Λασκαρίνα

Η Μπουμπουλίνα, με καταγωγή από τη Ύδρα, γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης. Ήταν τότε που η μητέρα της έγκυος σε εκείνη, επισκέφθηκε τον πατέρα της που ήταν φυλακισμένος. Βαφτίστηκε από έναν φυλακισμένο και πέρασε τα παιδικά της χρόνια στις Σπέτσες, όπου η μητέρα της παντρεύτηκε για δεύτερη φορά τον Σπετσιώτη καπετάνιο Δημήτριο Λαζάρου. Ο πατέρας της πέθανε φυλακισμένος.

Στα 17 της παντρεύτηκε τον Σπετσιώτη πλοίαρχο Δημήτριο Γιάννουζα, ο οποίος σκοτώθηκε σε συμπλοκή με αλγερινούς πειρατές. Η Λασκαρίνα έμεινε χήρα με τρία παιδιά, τον Ιωάννη, τον Γεώργιο και την Μαρία. Τέσσερα χρόνια μετά όμως, στα 30 της, αποφασίζει να ξαναπαντρευτεί.

Screenshot 9 21

Ο δεύτερος σύζυγός της, ο Σπετσιώτης καραβοκύρης Δημήτριος Μπούμπουλης (εξ ου και το Μπουμπουλίνα, δηλαδή η γυναίκα του Μπούμπουλη), είχε το ίδιο τέλος με τον πρώτο της σύζυγο. Μαζί του απέκτησε τρία παιδιά, την Ελένη, την Σκεύω και τον Νικόλαο.
Χήρα για δεύτερη φορά και με τεράστια περιουσία στα χέρια της, την οποία κληρονόμησε από τους άντρες της, η Λασκαρίνα, ασχολήθηκε με εμπορικές δραστηριότητες.

Την περιουσία της, όμως, αργότερα τη διέθεσε στον απελευθερωτικό αγώνα. Σχημάτισε εκστρατευτικό σώμα και στόλο, τον οποίο συντηρούσε με προσωπικά της έξοδα και ναυπήγησε το πλοίο «Αγαμέμνων», το οποίο ήταν το μεγαλύτερο πλοίο της επανάστασης.

Μετά την άλωση του Ναυπλίου, το Νοέμβριο του 1822, η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε στην πόλη (έδρα της προσωρινής κυβέρνησης), όπου έζησε έως τα μέσα του 1824. Εκδιώχθηκε από το Ναύπλιο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, όταν πήρε το μέρος του φυλακισμένου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, με τον οποίο είχε συγγενέψει, από το γάμο της κόρης της Ελένης με τον γιο του Πάνο. Οι κυβερνητικοί σκότωσαν τον γαμπρό της και από την ίδια αφαίρεσαν το κομμάτι γης που της είχαν δώσει για τις υπηρεσίες της στον Αγώνα.

Το άδοξο τέλος της Μπουμπουλίνας λόγω βεντέτας

Το τέλος της Μπουμπουλίνας ήταν εντελώς απρόσμενο. Έδωσε τόσες μάχες ενάντια στον εχθρό κι, όμως, πέθανε εξαιτίας μιας βεντέτας.

Η βεντέτα προκλήθηκε από τον έρωτα του μικρότερου γιου της για την κουνιάδα του αδελφού της. Ο γιος της Γεώργιος Γιάννουζας κλέφτηκε με την Ευγενία Κούτση, με αποτέλεσμα οι συγγενείς της, η πλούσια οικογένεια των Κουτσαίων να αρχίσει να την αναζητεί. Οι δύο νέοι είχαν κρυφτεί στο σπίτι του πρώτου άντρα της Μπουμπουλίνας, του Δημητρίου Γιάννουζα.

Η Μπουμπουλίνα και οι Κουτσαίοι πήγαν στο σπίτι και ακολούθησε μια έντονη λογομαχία, που είχε ως αποτέλεσμα οι Κουτσαίοι να βγάλουν να όπλα και να πυροβολήσουν την Ελληνίδα αγωνίστρια. Η σφαίρα τη βρήκε στο μέτωπο με αποτέλεσμα να πεθάνει ακαριαία.

Το αρχοντικό της οικογένειας Μπούμπουλη στις Σπέτσες μετατράπηκε το 1991 από τον ιδιοκτήτη και απόγονο της ηρωίδος, Φίλιππο Δεμερτζή-Μπούμπουλη σε μουσείο, το Μουσείο Μπουμπουλίνας, το οποίο έχουν επισκεφθεί εκατοντάδες χιλιάδες επισκέπτες. Σε αυτό μπορεί κανείς να δει συλλογή όπλων, επιστολές και άλλα αρχεία, παλιά βιβλία, πορτραίτα της Μπουμπουλίνας, προσωπικά της αντικείμενα, έπιπλα, διακρίσεις που της είχαν απονείμει κυρίως ξένες κυβερνήσεις και πολλά άλλα.

Ήρωες του 1821: Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς

Γεννήθηκε το 1782 στο χωριό Τουρκολέκα Μεγαλόπολης και ήταν γιος του κλέφτη Σταματέλου Τουρκολέκα και της Σοφίας Καρούτσου, αδελφής της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Κατά μία άλλη εκδοχή, γεννήθηκε το 1784 στο χωριό Νέδουσα Μεσσηνίας. Σε ηλικία 11 χρονών βγήκε στο κλαρί με την ομάδα του πατέρα του και στη συνέχεια εντάχθηκε στο σώμα του πρωτοκλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, του οποίου αργότερα παντρεύτηκε την κόρη Αγγελίνα.

Για τις υπηρεσίες του στον αγώνα το 1839 το κράτος του Όθωνα τον συνέλαβε με την κατηγορία της συνωμοσίας και τον βασάνισε φριχτά έως ότου έχασε το φως του! Έτσι τυφλός, πεινασμένος, άστεγος και ξεχασμένος από όλους θα πεθάνει από το κρύο και την πείνα το χειμώνα του 1849 χωρίς να δεχθεί ΠΟΤΕ να λάβει κανένα βοήθημα από το κράτος…

Από την αρχή ενστερνίσθηκε το στρατηγικό σχέδιο του Κολοκοτρώνη για την κατάληψη της Τριπολιτσάς και πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις για την κατάληψη του διοικητικού κέντρο των Οθωμανών στην Πελοπόννησο. Διακρίθηκε στη Μάχη του Βαλτετσίου ενώ αποφασιστική ήταν η συμβολή του στη Μάχη των Δολιανών (18 Μαΐου 1821), όπου ανέδειξε στο έπακρο τις στρατιωτικές του ικανότητες. Επικεφαλής μόλις 600 ανδρών κατανίκησε τον στρατό του Κεχαγιάμπεη που ανήρχετο σε 6.000 άνδρες και σχεδόν τον αποδεκάτισε. Γι’ αυτόν τον πραγματικό του άθλο, οι συμπολεμιστές του τον ονόμασαν «Τουρκοφάγο».

Μέχρι το τέλος του Αγώνα ο Νικηταράς ήταν στην πρώτη γραμμή, πολεμώντας είτε στην Πελοπόννησο είτε στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, όπου συνεργάστηκε με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον Γεώργιο Καραΐσκάκη. Πήρε μέρος στην Άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) και ήταν από τους λίγους αρχηγούς που αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διανομή των λαφύρων.

Μετά την Απελευθέρωση τάχθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια κι έγινε ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Κυβερνήτη. Πήρε μέρος στην Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829), ως πληρεξούσιος του Λεονταρίου. Επί Όθωνος περιέπεσε σε δυσμένεια, επειδή υποστήριζε το αντιπολιτευόμενο Ρωσικό Κόμμα. Προφυλακίστηκε το 1839 ως αρχηγός συνωμοτικής ομάδας, αλλά στη δίκη του (11 Σεπτεμβρίου 1840), αθωώθηκε ελλείψει στοιχείων. Εντούτοις, η κράτησή του παρατάθηκε με αποτέλεσμα να υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη η υγεία του και σχεδόν να τυφλωθεί. Αποφυλακίστηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1841 και αποτραβήχτηκε με την οικογένειά του στον Πειραιά.

Μετά την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστρατήγου και έλαβε μία τιμητική σύνταξη, η οποία ήταν ο μόνος πόρος της ζωής του. Το 1847 διορίσθηκε μέλος της Γερουσίας και δύο χρόνια αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 67 ετών. Ο Νικηταράς απέκτησε δύο κόρες κι ένα γιο, τον Ιωάννη Σταματελόπουλο, που ακολούθησε καριέρα στρατιωτικού. Άφησε Απομνημονεύματα, τα οποία υπαγόρευσε στον εθνικό δικαστή Γεώργιο Τερτσέτη.

Ήρωες του 1821: Ιωάννης Μακρυγιάννης

Ο Ιωάννης Τριαντάφυλλος, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1797 στα κακοτράχαλα βουνά της Δωρίδας, στο χωριό Αβορίτη, τρεις ώρες δρόμο από το Λιδωρίκι. Το «Μακρυγιάννης» είναι παρατσούκλι και τού δόθηκε από τους συγχωριανούς του, για το ψηλό του ανάστημα.
Ο Γιάννης Μακρυγιάννης υπήρξε ένας από τους σημαίνοντες αγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης. Η περίοπτη θέση που κατέχει ως τις μέρες στην συλλογική μνήμη, οφείλεται πρωτίστως στα «Απομνημονεύματά» του, που εξέδωσε το 1907 ο ιστοριοδίφης και συγγραφέας Γιάννης Βλαχογιάννης και τα οποία ύμνησαν οι λογοτέχνες της λεγόμενης «γενιάς του 30»,

Screenshot 8 22

Η πολιτική δράση του Μακρυγιάννη

Μετά την απελευθέρωση ο Μακρυγιάννης τοποθετήθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια, Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου. Κατά την περίοδο αυτή και συγκεκριμένα στις 26 Φεβρουαρίου 1829 άρχισε να γράφει τα «Απομνημονεύματα» του «για να μην τρέχω εις τους καφενέδες και σε άλλα τοιούτα που δεν τα συνηθώ». Αν και εντελώς αγράμματος, μας κληροδότησε ένα έργο μεγάλης πνοής και αυθεντικότητας, το οποίο ο Κωστής Παλαμάς χαρακτήρισε «ασύγκριτο στο είδος του, αριστούργημα του αγράμματου, μα γερού και αυτόνομου μυαλού», ενώ ο Γιώργος Σεφέρης τόν αναδεικνύει ως έναν από τους κορυφαίους νεοέλληνες πεζογράφους.

Στην συνέχεια ήρθε σε ρήξη με τον Καποδίστρια και μετά την δολοφονία του συντάχθηκε με τους λεγόμενους «Συνταγματικούς» εναντίον των αδελφών του Βιάρου και Αυγουστίνου Καποδίστρια. Χαιρέτησε την άφιξη του Όθωνα, αλλά γρήγορα ήλθε σε σύγκρουση με τόσο με την Αντιβασιλεία όσο και με τον ίδιο τον βασιλιά.

Από το 1833 ο Μακρυγιάννης εκλεγόταν δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων και τον Ιανουάριο του 1837 ως πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου εισηγήθηκε στο σώμα την έκδοση ψηφίσματος για την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα. Για την ενέργειά του αυτή παύθηκε και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό με διαταγή του Άρμανσμπεργκ.

Έξι χρόνια αργότερα συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που ανάγκασε τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα στους υπηκόους του. Στην εθνοσυνέλευση που συγκλήθηκε για αυτό το σκοπό στις 8 Νοεμβρίου είχε ενεργό ρόλο σχηματίζοντας ομάδα 63 βουλευτών (πληρεξουσίων).

Στις 13 Απριλίου 1852 κατηγορήθηκε ότι σχεδίαζε να δολοφονήσει τον Όθωνα και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Τον Μάρτιο του 1853 δικάσθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά και τον Σεπτέμβριο του 1854 του δόθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε.


σχετικα αρθρα