current views are: 12

27 Νοεμβρίου 2019
Δημοσίευση15:47

Αμερικανοί δικηγόροι προστατευόμενων μαρτύρων για Novartis: Προστατέψτε την ανωνυμία τους – Προσφεύγουμε στο Συμβούλιο της Ευρώπης

Δείτε ολόκληρη την επιστολή 

 

Δημοσίευση 15:47’

Δείτε ολόκληρη την επιστολή 

 

Την αναστολή του αιτήματος παροχής πληροφοριών σχετικά με του προστατευόμενους μάρτυρες της υπόθεσης Novartis στις ΗΠΑ ζητεί η δικηγορική εταιρεία  «KOHN, KOHN & COLAPINTO, LLP», η οποία μαζί με τον Παύλο Σαράκη εκπροσωπεί νομικά τα εν λόγω άτομα.

Αποδέκτες της επιστολής είναι η ηγεσία του Αρείου Πάγου, αλλά και ο επικεφαλής του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά της Διαφθοράς (GRECO), ενώ κοινοποιείται και στους αρχηγούς των Ελληνικών πολιτικών κομμάτων.

Μάλιστα, όπως αναφέρει το αμερικανικό δικηγορικό γραφείο, η επιστολή αποτελεί και μια επίσημη καταγγελία κατά του Αρείου Πάγου, η οποία υποβλήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Αφορμή για την εν λόγω επιστολή, σύμφωνα με τα όσα αναφέρουν οι συντάκτες της, είναι «οι ανάρμοστες και παράνομες πρακτικές εκφοβισμού κατά των προσφευγόντων-καταγγελλόντων μαρτύρων στις Αμερικανικές Αρχές για την “υπόθεση Novartis“», αλλά και το αίτημα των αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Ζαχαρή και Λάμπρο Σοφουλάκη προς τις Αμερικανικές Αρχές για παροχή πληροφοριών που σχετίζονται με τους προσφεύγοντες προστατευόμενους μάρτυρες ενώπιον της Αμερικανικής Δικαιοσύνης.

Διαβάστε την πρωτότυπη επιστολή στα αγγλικά

«Οποιεσδήποτε ενέργειες, που διενεργήθηκαν από εκπροσώπους του Ανώτατου Ελληνικού Δικαστηρίου ή άλλους Έλληνες κυβερνητικούς αξιωματούχους, και απαιτούν από τις Ηνωμένες Πολιτείες να παραβιάσουν τους αμερικανικούς νόμους περί προστασίας των πληροφοριοδοτών είναι σαφώς  και κατάφορα παράνομες. Οποιαδήποτε προσπάθεια να αντιταχθούν σε αυτούς τους καταγγέλλοντες παραβιάζοντας το δικαίωμά τους υπό τον αμερικανικό νόμο στην εμπιστευτικότητα υπονομεύει το κράτος δικαίου, παραβιάζει τις διεθνείς συνθήκες κατά της διαφθοράς, παραβιάζει τους αμερικανικούς νόμους περί κινητών αξιών που ισχύουν για πολλές επιχειρήσεις που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα, και συνιστά παρακώλυση της δικαιοσύνης. Επιπρόσθετα, η οποιαδήποτε ενέργεια κατά των δικηγόρων πληροφοριοδοτών που έχουν καταθέσει στις αμερικανικές αρχές ισούται με παρόμοια επιχείρηση αντιποίνων κατά των πληροφοριοδοτών κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με την ίδια σοβαρότητα και αυστηρότητα που θα συνιστούσε με άμεση αντίσταση προς τους ίδιους τους πληροφοριοδότες», τονίζεται στην επιστολή.

Και συνεχίζουν οι συντάκτες της: «Δια της παρούσης απαιτούμε να σταματήσετε αμέσως και να απέχετε από οποιαδήποτε προσπάθεια να μάθετε τις ταυτότητες των Ελλήνων πολιτών που έχουν εθελοντικά δώσει πληροφορίες στις αμερικανικές αρχές. Απαιτούμε επιπλέον να αποσύρετε οποιοδήποτε αίτημα προς τις αμερικανικές αρχές αναφορικά με την αποκάλυψη και έκθεση της ταυτότητας των πληροφοριοδοτών».

Δείτε ολόκληρη την επιστολή μεταφρασμένη στα Ελληνικά:

Αγαπητοί κύριοι Πρόεδρε Τσαλαγανίδη, Εισαγγελέα Πλειώτα και Γραμματέα Εσποζίτο:

Αντιπροσωπεύουμε Έλληνες πολιτές που έχουν εθελοντικά δώσει πληροφορίες στις αμερικανικές αρχές επιβολής του νόμου σχετικά με τις παραβιάσεις του νόμου περί αλλοδαπών πρακτικών διαφθοράς (“FCPA”).  Αυτοί οι θαρραλέοι καταγγέλλοντες έδωσαν πληροφορίες ότι η ελβετική φαρμακευτική εταιρεία Novartis, A.G. μπορεί να έχει καταβάλει πληρωμές σε Έλληνες αξιωματούχους κατά παράβαση της FCPA.Οι καταγγέλλοντες δημοσιοποίησαν τις πληροφορίες σύμφωνα με το δίκαιο που υπαγορεύει ο αμερικανικός νόμος, ο οποίος παρέχει ισχυρή προστασία για τους εμπιστευτικούς πληροφοριοδότες και απαγορεύει την παρεμπόδιση της δικαιοσύνης όσον αφορά τους μάρτυρες σε ποινικές και κανονιστικές διαδικασίες των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με το δίκαιο των Η.Π.Α., οι καταγγέλλοντες δικαιούνται εμπιστευτικότητας και ανωνυμίας όταν καταγγέλλουν παραβιάσεις του νόμου, συμπεριλαμβανομένης της FCPA. Θα αποτελούσε σοβαρή παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των συμβάσεων κατά της διαφθοράς που έχει εγκρίνει η Ελλάδα, η παρεμβολή κατά των δικαιωμάτων αυτών των πληροφοριοδοτών και η επιχείρηση αντιποίνων εναντίον τους για νόμιμη παροχή πληροφοριών στις αρχές των ΗΠΑ. Η παραβίαση του δικαιώματος των πληροφοριοδοτών στην ανωνυμία συνιστά παρομοίως εγκληματική παρακώλυση της δικαιοσύνης υπό τους αμερικανικούς νόμους, ιδιαιτέρως σε περίπτωση υπαρκτών στοιχείων ότι η παραβίαση της εμπιστευτικότητας θα μπορούσε να συντελέσει σε βλάβη των πληροφοριοδοτών. Πολλές διοικητικές υποθέσεις και δικαστικές αποφάσεις έχουν επιβεβαιώσει τη σημασία της προστασίας της ταυτότητας του καταγγέλλοντος και έχουν επιβληθεί κυρώσεις όταν αυτή η εμπιστευτικότητα έχει παραβιαστεί.

Σε άμεση παραβίαση του αμερικανικού και του διεθνούς δικαίου, οι Αναπληρωτές Δημόσιοι Εισαγγελείς του Ελληνικού Ανώτατου Δικαστηρίου απέστειλαν επίσημο αίτημα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ για τα ονόματα αυτών των ανώνυμων πληροφοριοδοτών και ζήτησαν επιπλέον πληροφορίες που θα οδηγούσαν άμεσα ή έμμεσα στην ταυτοποίηση τους.  Ζήτησαν επίσης πληροφορίες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να υπονομεύσουν την προστασία που αυτοί οι καταγγέλλοντες θα δικαιούνταν σύμφωνα και με το ελληνικό εθνικό δίκαιο, εάν αποκαλύπτονταν οι ταυτότητές τους.  Τόσο το αμερικανικό όσο και το ευρωπαϊκό/διεθνές δίκαιο απαγορεύουν ενέργειες όπως αυτές που διενεργήθηκαν από τους δύο Εισαγγελείς, και διασφαλίζουν την ανωνυμία και την ασφάλεια των καταγγελλόντων.

Οποιεσδήποτε ενέργειες, που διενεργήθηκαν από εκπροσώπους του Ανώτατου Ελληνικού Δικαστηρίου ή άλλους Έλληνες κυβερνητικούς αξιωματούχους, και απαιτούν από τις Ηνωμένες Πολιτείες να παραβιάσουν τους αμερικανικούς νόμους περί προστασίας των πληροφοριοδοτών είναι σαφώς  και κατάφορα παράνομες. Οποιαδήποτε προσπάθεια να αντιταχθούν σε αυτούς τους καταγγέλλοντες παραβιάζοντας το δικαίωμά τους υπό τον αμερικανικό νόμο στην εμπιστευτικότητα υπονομεύει το κράτος δικαίου, παραβιάζει τις διεθνείς συνθήκες κατά της διαφθοράς, παραβιάζει τους αμερικανικούς νόμους περί κινητών αξιών που ισχύουν για πολλές επιχειρήσεις που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα, και συνιστά παρακώλυση της δικαιοσύνης. Επιπρόσθετα, η οποιαδήποτε ενέργεια κατά των δικηγόρων πληροφοριοδοτών που έχουν καταθέσει στις αμερικανικές αρχές ισούται με παρόμοια επιχείρηση αντιποίνων κατά των πληροφοριοδοτών κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με την ίδια σοβαρότητα και αυστηρότητα που θα συνιστούσε με άμεση αντίσταση προς τους ίδιους τους πληροφοριοδότες.

Δια της παρούσης απαιτούμε να σταματήσετε αμέσως και να απέχετε από οποιαδήποτε προσπάθεια να μάθετε τις ταυτότητες των Ελλήνων πολιτών που έχουν εθελοντικά δώσει πληροφορίες στις αμερικανικές αρχές. Απαιτούμε επιπλέον να αποσύρετε οποιοδήποτε αίτημα προς τις αμερικανικές αρχές αναφορικά με την αποκάλυψη και έκθεση της ταυτότητας των πληροφοριοδοτών.

Η επιστολή αυτή αποτελεί επίσης επίσημη καταγγελία κατά του Ελληνικού Ανώτατου Δικαστηρίου, που υποβλήθηκε ενώπιον της Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Επιδιώκουμε με κάθε τρόπο όλες τις κυρώσεις και τις διαθέσιμες ατέλειες βάσει της παραβίασης των διεθνών συμβάσεων κατά της διαφθοράς που ενέκρινε η Ελλάδα και εφαρμόζονται από την Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Παρακάτω, επισημαίνουμε μερικές από τις διεθνείς συνθήκες, τις οποίες έχει υπογράψει η Ελλάδα και  που της υπαγορεύουν να παρέχει πλήρη προστασία στους πληροφοριοδότες. Αυτές οι συνθήκες απαιτούν επίσης, είτε άμεσα είτε καθ’ υπόδειξιν, η Ελλάδα να σέβεται όλες τις νομικές παροχές προστασίας του αμερικανικού δικαίου σε πρόσωπα που επικαλούνται παραβιάσεις της FCPA από εταιρίες, όπως η Novartis, οι οποίες υπάγονται στη δικαιοδοσία της αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (“SEC”) και το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ (“DOJ”).

Ι. ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΥΝ ΤΟΥΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΟΔΟΤΕΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥΣ

Κάθε έθνος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έχει εγκρίνει σημαντικές  Συνθήκες κατά της διαφθοράς, που επιτρέπουν έμμεσα ή ρητά στους καταγγέλλοντες να επικοινωνούν άμεσα τις ανησυχίες τους προς κυβερνητικούς αξιωματούχους. Η Οδηγία περί Πληροφοριοδοτών της ΕΕ, η οποία προβλέπεται να τεθεί σε ισχύ από την κράτη μέλη της ΕΕ μέχρι το 2021, παρέχει περαιτέρω ρητή προστασία.

Οι υφιστάμενες συνθήκες που απαιτούν προστασία για τους καταγγέλλοντες, τις διατάξεις των οποίων πρέπει να υλοποιήσει η Ελλάδα περιλαμβάνουν: τη Συνθήκη κατά της Διαφθοράς των Ηνωμένων Εθνών (άρθρα 32 και 33), τη Συνθήκη Αστικού Δικαίου για τη Διαφθορά του Συμβουλίου της Ευρώπης (άρθρο 9), τη Συνθήκη κατά του Διακρατικού Οργανωμένου Εγκλήματος των Ηνωμένων Εθνών, και τη Συνθήκη Ποινικού Δικαίου περί Διαφθοράς του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Η Ελλάδα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι απαιτήσεις αυτές θα τηρηθούν σε σχέση με τους καταγγέλλοντες της υπόθεσης Novartis.

1.            Η Συνθήκη του Ποινικού Δικαίου περί Διαφθοράς

Η Συνθήκη του Ποινικού Δικαίου περί Διαφθοράς του Συμβουλίου της Ευρώπης περιέχει δύο άρθρα που σχετίζονται άμεσα με τις ανησυχίες που εκφράζονται στην παρούσα επιστολή.

Πρώτον, το άρθρο 21 “Συνεργασία με και μεταξύ των εθνικών αρχών” απαιτεί από την Ελλάδα συνεργάζεται με διεθνείς αρχές κατά της διαφθοράς, όπως το Υπουργείο Δικαιοσύνης και η Επιτροπη Κεφαλαιαγοράς της Αμερικής, “σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο”. Το εθνικό δίκαιο των Ηνωμένων Πολιτειών προβλέπει ρητά την προστασία των ταυτοτήτων των καταγγέλλων σε υποθέσεις που κατατίθενται βάσει της FCPA. Η Ελλάδα πρέπει να τιμήσει αυτές τις απαιτήσεις, ιδίως υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι οι αρχές αυτές έχουν σχεδιαστεί ώστε να προωθήσουν την αποκάλυψη των διεφθαρμένων πληρωμών σε ξένους κυβερνητικούς αξιωματούχους από άτομα που κινδυνεύουν με σοβαρά αντίποινα.

Δεύτερον, το άρθρο 22 “Προστασία των συνεργατών της δικαιοσύνης και των μαρτύρων” απαιτεί από όλες τις ελληνικές κυβερνητικές αρχές να «υιοθετήσουν τα μέτρα που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική και κατάλληλη προστασία για … όσους καταγγέλλουν … ποινικά αδικήματα” όπως η δωροδοκία.

Η προστασία της ταυτότητας του καταγγέλλοντος αναγνωρίζεται ως ένα από τα σημαντικότερα “μέτρα” που αποδεικνύουν ότι μια κυβέρνηση μπορεί να αναλάβει την προστασία “εκείνων που αναφέρουν ποινικά αδικήματα”. Η απαίτηση οι Ηνωμένες Πολιτείες να παραβιάσουν τους ίδιους τους τους εθνικούς νόμους και να εκθέσουν τους καταγγέλλοντες σε απευθείας κίνδυνο, αποτελεί άμεση παραβίαση αυτής της Συνθήκης και του διεθνούς δικαίου.

2.            Η Οδηγία περί Πληροφοριοδοτών της Ε.Ε.

Η νέα οδηγία της ΕΕ για τους καταγγέλλοντες περιλαμβάνει πολλά προστατευτικά μέτρα εμπιστευτικότητας και ανωνυμίας για τους καταγγέλλοντες.  Τα άρθρα 13 (δ) και 16 απαιτούν από τα κράτη μέλη να παρέχουν εμπιστευτική διαδικασία για την υποβολή αναφορών πληροφοριοδοτών που «εξασφαλίζει/ουν ότι η ταυτότητα του προσώπου που υποβάλλει την αναφορά δεν αποκαλύπτεται σε κανέναν εκτός των εξουσιοδοτημένων μελών του προσωπικού”. Τα προστατευτικά μέτρα για την εμπιστευτικότητα επεκτείνονται σε “οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες από τις οποίες μπορεί να εκμαιευθεί άμεσα ή έμμεσα η ταυτότητα του υπευθύνου υποβολής της αναφοράς”.

Επιπλέον, το άρθρο 23 επιτρέπει την επιβολή κυρώσεων σε πρόσωπα που “παρεμποδίζουν ή επιχειρούν να παρεμποδίσουν την υποβολή αναφορών”, “επιχειρούν αντίποινα εναντίον [καταγγελλόντων]”, “ασκούν κακόβουλες διεργασίες κατά [καταγγελλόντων]” ή “Παραβιάζουν το καθήκον διατήρησης της εμπιστευτικότητας της ταυτότητας των αναφερομένων ατόμων”. Όπως επισημαίνεται στην πρώτη παράγραφο της Οδηγίας περί Πληροφοριοδοτών της ΕΕ, οι καταγγέλλοντες που αναφέρουν παραβιάσεις του νόμου “διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην αποκάλυψη και την πρόληψη τέτοιων παραβιάσεων και στην προστασία της ευημερίας της κοινωνίας” και, συνεπώς, πρέπει να προστατεύονται από αντίποινα που αποθαρρύνουν την καταγγελία και δημιουργούν φραγμούς αποκλείοντας τις δυνάμεις επιβολής του νόμου από την απόκτηση σημαντικών πληροφοριών.

Οι προσπάθειες των εισαγγελέων να εξακριβώσουν την ταυτότητα των καταγγελλόντων της Novartis είναι άμεση παραβίαση της παρούσας οδηγίας. Ζητώντας επισήμως από τις ΗΠΑ να αποκαλύψουν τις ταυτότητες των καταγγελλόντων και να καταργήσουν την ανωνυμία τους στις ελληνικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες, οι εισαγγελείς τιμωρούν αυτά τα άτομα για την αναφορά της διαφθοράς στις αρχές επιβολής του νόμου. Η εμπιστευτικότητα τέτοιων μαρτύρων είναι επιτακτική ανάγκη για την προθυμία τους να κάνουν αποκαλύψεις, καθώς η ταυτοποίησή τους μπορεί να απειλήσει τη ζωή ενός καταγγέλλοντος. Τέτοιου είδους αντίποινα δημιουργούν μια δύσκολα αναστρέψιμη επίδραση «ψύξης». Εάν οι καταγγέλλοντες γνωρίζουν ότι η εθελοντική παροχή πληροφοριών προς τις αρχές επιβολής του νόμου θα έχει ως αποτέλεσμα την αποκάλυψη της ταυτότητάς τους, η οποία με τη σειρά της θα οδηγήσει σε περαιτέρω αντίποινα, δεν θα αποκαλύψουν πλέον αποδεικτικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για να απαγγελθούν κατηγορίες στους παραβάτες και να διασφαλίσουν ότι οι εμπλεκόμενοι θα λογοδοτήσουν

3.            Η Συνθήκη Αστικού Δικαίου περί Διαφθοράς

Το άρθρο 9 της Συνθήκης Αστικού Δικαίου περί Διαφθοράς ορίζει: “Κάθε συμβαλλόμενο μέρος παρέχει στο εσωτερικό του δικαίου την κατάλληλη προστασία από κάθε αδικαιολόγητη κύρωση για τους υπαλλήλους που έχουν βάσιμους λόγους  να υποπτεύονται πρακτικές διαφθοράς και οι οποίοι δηλώνουν καλή τη πίστει την υποψία τους σε αρμόδια πρόσωπα ή αρχές.»  Σύμφωνα με τη Συνθήκη αυτή, οι καταγγέλλοντες έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εταιρικά εγκλήματα σε “αρχές”.

Το άρθρο 11 της Συνθήκης απαιτεί την προστασία των προσώπων που προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία σε κανονιστικές ή διοικητικές αστικές διαδικασίες. Και πάλι, η Ελλάδα πρέπει να αναγνωρίσει ρητά αυτό το δικαίωμα και να εξασφαλίσει ότι κανένας μάρτυρας δεν υφίσταται εκφοβισμό για την καταγγελία της διαφθοράς σε οποιαδήποτε αρχή. Η πράξη αποκάλυψης αποδεικτικών στοιχείων σε ρυθμιστικές αρχές είναι το πρώτο βήμα ώστε ένας καταγγέλλων να μετατραπεί σε μάρτυρα σε ρυθμιστικό ή πολιτικό αγωγή. Η απόπειρα αποκάλυψης των πληροφοριοδοτών-μαρτύρων δημιουργεί προηγούμενο ότι ο εκφοβισμός μάρτυρα είναι αποδεκτός, γεγονός που θα αποθαρρύνει τους μελλοντικούς μάρτυρες να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία.

4.            Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς

Το άρθρο 33 της Συνθήκης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς αναφέρει ότι “κάθε συμβαλλόμενο κράτος οφείλει να εξετάσει το ενδεχόμενο να ενσωματώσει στο εσωτερικό της δίκαιο τα κατάλληλα μέτρα για την παροχή προστασίας έναντι οποιασδήποτε αδικαιολόγητης μεταχείρισης για οποιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρει με καλή πίστη και λογικά αιτιολογήσει στις αρμόδιες αρχές τα γεγονότα που αφορούν τα αδικήματα που καθορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Συνθήκη. “

Το άρθρο 13-1 (δ) παροτρύνει τα συμβαλλόμενα μέρη να λάβουν μέτρα “που σέβονται, προωθούν και προστατεύουν την ελευθερία αναζήτησης, παραλαβής, δημοσίευσης και διάδοσης πληροφοριών σχετικά με τη διαφθορά. ” Προσπάθεια για αποκάλυψη της ταυτότητας των εμπιστευτικών μαρτύρων στις αρχές επιβολής του νόμου, η οποία (αποκάλυψη)  θα κάμψει τη βούληση του καταγγέλλοντος να προβεί σε γνωστοποιήσεις, είναι ασυμβίβαστη με την εντολή αυτή.

5.            Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών περί του Διακρατικού Οργανωμένου Εγκλήματος

Η Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος βασίζεται στη διεθνή συνεργασία.  Για παράδειγμα, το άρθρο 18 επιβάλλει “αμοιβαία νομική συνδρομή στις έρευνες, ποινικές διώξεις και δικαστικές διαδικασίες” και απαιτεί την παροχή “αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής στο μέγιστο δυνατό βαθμό βάσει των σχετικών νόμων, συνθηκών, συμφωνιών.”  Άλλα άρθρα που είτε απαιτούν ή προβλέπουν διεθνή συνεργασία είναι τα άρθρα 13 (συνεργασία), 16 (έκδοση), 17 (διεθνείς μεταφορές) και 19 (κοινές έρευνες).

Επιπλέον, το άρθρο 24 κατευθύνει τα συμβαλλόμενα μέρη να «λάβουν τα κατάλληλα μέτρα … για να παράσχουν αποτελεσματικά μέτρα προστασίας από πιθανά αντίποινα ή εκφοβισμό για μάρτυρες που καταθέτουν σε ποινικές διαδικασίες. » Τα άρθρα 23, 25 και 32 προβλέπουν περαιτέρω ειδικές διατάξεις για τα άτομα που δίνουν μαρτυρία ή να παρουσιάζουν αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με εγκλήματα διαφθοράς σε δικαστικές υποθέσεις ή κυβερνητικές έρευνες.

Οι ενέργειες των εισαγγελέων είναι ασυμβίβαστες προς αυτές τις απαιτήσεις. Ο νόμος των ΗΠΑ απαιτεί οι αρχές να διατηρούν την εμπιστευτικότητα και την ανωνυμία των πληροφοριοδοτών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι υποχρεωμένη “στο μέγιστο δυνατό βαθμό” να παράσχει “βοήθεια κατά τις έρευνες, τις διώξεις και τις δικαστικές διαδικασίες. ” Προσπαθώντας να αποκαλύψουν την ταυτότητα των πληροφοριοδοτών στην υπόθεση Novartis, να αποκαλύψουν τα όσα στοιχεία παρείχαν αυτοί στις αρχές των ΗΠΑ και το εάν και κατά πόσον οι πληροφοριοδότες έχουν λάβει χρηματική αμοιβή για την κίνησή τους αυτή, οι Εισαγγελείς εκ προθέσεως εκφοβίζουν τους καταγγέλλοντες σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν τη μαρτυρία τους ή οποιαδήποτε μελλοντική μαρτυρία στην υπόθεσης αυτή.

Οι ενέργειες αυτές παρεμβαίνουν στην έρευνα των αμερικανικών αρχών, παρακωλύουν τη δικαιοσύνη και παραβιάζουν τις εντολές της Συνθήκης.

ΙΙ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το αίτημα που υπέβαλαν οι Έλληνες Εισαγγελείς για να πιέσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες να παραβιάσουν τους εθνικούς τους νόμους και να θέσουν του πληροφοριοδότες σε σοβαρό κίνδυνο αντιποίνων και σωματικών βλαβών αποτελούν παραβίαση του διεθνούς δικαίου και διαφόρων συμβάσεων που έχουν εγκριθεί από το ελληνικό κράτος.

Η Βουλή και το Ανώτατο Δικαστήριο πρέπει να αποσύρουν κάθε αίτημα για τα ονόματα αυτών των καταγγελλόντων, και να λάβουν άμεσα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι καταγγέλλοντες προστατεύονται στο μέγιστο βαθμό που προβλέπεται δια νόμου. Επιπλέον, το Συμβούλιο της Ευρώπης θα πρέπει να ξεκινήσει αμέσως έρευνα παραβίαση των νόμων και των συμβάσεων που αποσκοπούν στην προστασία των καταγγελλόντων από πλευράς της Ελλάδας.


σχετικα αρθρα