current views are: 1

11 Οκτωβρίου 2012
Δημοσίευση09:38

«Με πορδές δεν βάφονται αυγά – Το χαβιάρι ως ελληνική φασολάδα!»

Χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα και με άκρως καυστικά σχόλια αναφέρθηκε σήμερα στη νέα ταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» ο γνωστός κριτικός κινηματογράφου, Δημήτρης Δανίκας.

Δημοσίευση 09:38’
αρθρο-newpost

Χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα και με άκρως καυστικά σχόλια αναφέρθηκε σήμερα στη νέα ταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» ο γνωστός κριτικός κινηματογράφου, Δημήτρης Δανίκας.

Χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα και με άκρως καυστικά σχόλια αναφέρθηκε σήμερα στη νέα ταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» ο γνωστός κριτικός κινηματογράφου, Δημήτρης Δανίκας.
Αφού βαθμολόγησε με μόλις 3 το έργο, σχολίασε στη στήλη του στα «Νέα»: «Καρικατούρα και ηθογραφία από παλιό ελληνικό σινεμά. Χωρίς ρυθμό. Χωρίς κορυφώσεις. Χωρίς συγκρούσεις. Χωρίς βιωμένα αισθήματα. Χωρίς περιπέτεια. Χωρίς εκτυφλωτικές λάμψεις. Χωρίς ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Χωρίς ερμηνευτικές επιδόσεις».

Σε αρκετά σημεία, μάλιστα, το κείμενο είναι ιδιαίτερα σκληρό με χαρακτηριστικότερο το σχόλιο με το οποίο καταλήγει ο κριτικός: «Αν κοντά σε όλα αυτά προσθέσεις τη βαριεστημένη Κατρίν Ντενέβ και τον γραφικό Τζον Κλιζ, τότε λαμβάνεις μετάλλαξη συνταγής: το χαβιάρι ως φασολάδα ελληνική!».

Ακολουθεί ολόκληρη η κριτική του κ. Δανίκα:

«Δύο τα εμπόδια πάνω στα οποία σκόνταψε η σκηνοθεσία. Και τα δύο αμιγώς made in Greece. Το πρώτο ότι ήθελε να τα πει όλα. Και όταν λέω «όλα», εννοώ «όλα». Ετσι καταστρέφεται η α φ η γηματική ροή. Ετσι η ταινία αποτελεί- ται από διάσπαρτα και πάσης φύσεως «επεισόδια». Κι έτσι τα πολλά «επεισόδια» συνιστούν μαγιά τηλεοπτικής σειράς. Το δεύτερο, ότι μιμείται αλλά δεν είναι ακριβώς μεγάλη παραγωγή.

Πράγμα που σημαίνει ότι τα λεφτά δεν ήταν αρκετά προκειμένου να πραγματοποιηθεί η βαθύτερη επιθυμία του Σμαραγδή για μια επικολυρική τοιχογραφία, τόσο βιογραφική όσο και ιστορική. Ετσι το βεστιάριο φτωχό. Ετσι περίπου χάρτινο το ντεκόρ.

Ετσι κάθε σκηνή μάχης ή ναυμαχίας μοιά- ζει με παιχνίδι παιδικό. Ετσι και με την εξαίρεση του γερμανού πρωταγωνιστή Σεμπάστιαν Κοχ, αλλά και του Αργεντινού Χουάν Ντιέγκο Μπότο, ακατάλληλο το καστ των ηθοποιών. Για παράδειγμα, δηλαδή, σε καμία σκηνή δεν υπάρχει ίχνος ελκυστικής γυναικείας παρουσίας. Ούτε ακόμα στο πολυτελές πορνείο της Αγίας Πετρούπολης. Λόγου χάρη, η Ελενα, η δεύτερη γυναίκα του Βαρβάκη, είναι κατ’ εκείνον «όμορφη».

Ρητορικά. Στην πραγματικότητα τίποτα πάνω της δεν σε συγκινεί. Ετσι, δεύτερο και μικρομεσαίο το επίπεδο της παραγωγής. Τουτέστιν, με πορδές δεν βάφονται αυγά. Το ερώτημα απλό: ποια στο καλό είναι η βασική σύγκρουση πάνω στην οποία βασίζεται και δικαιώνεται αυτή η πολυδιαφημισμένη ιστορία; Του Βαρβάκη με τους σφετεριστές της ελληνικής επανάστασης; Μα αυτό καταλαμβάνει ελάχιστο χρόνο.

Του Βαρβάκη με την εξουσία; Μα η Αικατερίνη η μεγάλη τον τίμησε με λεφτά και δόξες. Του Βαρβάκη με τους έρωτές του; Παίζει κι αυτό, αλλά λειτουργεί σαν συμπλήρωμα σ’ ένα ατελείωτο βιογραφικό σημείωμα! Το αποτέλεσμα καταλήγει καρικατούρα και ηθογραφία από παλιό ελληνικό σινεμά. Χωρίς ρυθμό. Χωρίς κορυφώσεις. Χωρίς συγκρούσεις. Χωρίς βιωμένα αισθήματα.

Χωρίς περιπέτεια. Χωρίς εκτυφλωτικές λάμψεις. Χωρίς ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Χωρίς ερμηνευτικές επιδόσεις. Ας πούμε, ποιος ο χαρακτήρας του ήρωα που υποδύεται ο Ακης Σακελλαρίου; Βιβλιοθηκάριος; Μα αυτό είναι επάγγελμα και καθόλου χαρακτήρας. Και τι ακριβώς εξυπηρετεί η σύντομη και εντελώς σχηματική εμφάνιση του «βιβλικού» Λάκη Λαζόπουλου; Του λαϊκού Ποσειδώνα;

Αν κοντά σε όλα αυτά προσθέσεις τη βαριεστημένη Κατρίν Ντενέβ και τον γραφικό Τζον Κλιζ, τότε λαμβάνεις μετάλλαξη συνταγής: το χαβιάρι ως φασολάδα ελληνική! Βαθμοί=3».

Γ.Κ