current views are: 14

12 Σεπτεμβρίου 2018
Δημοσίευση20:15

Γιατί ο πόλεμος με την τρομοκρατία καλά κρατεί

Δεκαεπτά χρόνια μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, το τέλος της τρομoκρατίας είναι ακόμα πολύ μακριά 

Δημοσίευση 20:15’

Δεκαεπτά χρόνια μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, το τέλος της τρομoκρατίας είναι ακόμα πολύ μακριά 

Είναι το 2011, και όχι το 2001, που συνιστά σημείο αναφοράς για την πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί της στον αγώνα κατά του τζιχαντισμού.

Δεκαεπτά χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, τα αποτελέσματα του Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας που την ακολούθησε μοιάζουν αδιαμφισβήτητα. Η Αλ-Κάιντα δραστηριοποιείται σε πολλές περισσότερες χώρες και έχει μεγαλύτερο αριθμό οπαδών από ότι είχε πριν το 2001. Εκτός αυτού, έχουν γεννηθεί νέες απειλές. Το Ισλαμικό Κράτος επισκίασε τον πρώην σύμμαχό του, την Αλ-Κάιντα το 2014, με τον έλεγχο τεράστιων περιοχών σε πολλές χώρες, αφήνοντας πίσω του πόνο, καταστροφή και μίσος που μπορεί να πυροδοτήσει συγκρούσεις και για την επόμενη γενιά. Ο πόλεμος κατά των εξτρεμιστών δεν έχει αποτέλεσμα.

Το πρόβλημα είναι η επίμονη τάση η απειλή του τζιχαντισμού να εξετάζεται με βάση τα χρόνια που ακολούθησαν το 2001. Οι επιθέσεις στη Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον διαμορφώνουν ακόμα τον τρόπο που τόσο οι πολιτικοί όσο και οι ειδικοί στη τζιχάντ προσεγγίζουν το θέμα. Η απειλή του εξτρεμισμού σήμερα μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή μέσα από τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν μετά το 2011, όταν η Αραβική Άνοιξη και οι επιπτώσεις της άλλαξαν την ροή των πραγμάτων στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, και μαζί τους τον κόσμο του εξτρεμισμού.

Τη δεκαετία του ’90, η Αλ-Κάιντα βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό στην πρώτη γραμμή. Ηγέτες της είναι ιδεολόγοι και πράκτορες που θέλουν να επεκτείνουν σε διεθνές επίπεδο τον πόλεμο εναντίον των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν, και στρέφονται εναντίον καθεστώτων στην περιοχή και στις ΗΠΑ. Η Αλ-Κάιντα έχει τις ρίζες της στο σαλαφιστικό-τζιχαντιστικό κίνημα, μια θρησκευτική και πολιτική ιδεολογία που συνδυάζει τις επαναστατικές ιδέες του πολιτικού Ισλάμ με θεμελιώδεις διδασκαλίες του παραδοσιακού σαλαφισμού.

Όταν εξαπολύει τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η Αλ-Κάιντα και η ιδεολογία της είναι αποσυνδεδεμένη από την καθημερινή πραγματικότητα της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Οι νέοι της περιοχής λίγα γνωρίζουν για την οργάνωση, πέρα από τον Οσάμα Μπιν Λάντεν, που παρουσιάζεται συχνά ως πλούσιος Σαουδάραβας που εγκατέλειψε την άνετη ζωή του για να πολεμήσει στη τζιχάντ, και όσοι έχουν δορυφορικά κανάλια, περιστασιακά βλέπουν πλάνα του Αλ Τζαζίρα με άνδρες να σκαρφαλώνουν βουνά στο Αφγανιστάν, κάποιες φορές πάνω σε άλογα. Οι τζιχαντιστές ντύνονται σαν μέλη μιας «ελίτ», στην πρώτη γραμμή ενός κινήματος, για να διαφοροποιηθούν από τους απλούς οπαδούς του.

Μετά το 2011, η κατάσταση αλλάζει. Οι τζιχαντιστές αρχίζουν να προσγειώνονται στην πραγματικότητα του τόπου τους. Πολλοί ντόπιοι δεν χρησιμοποιούν πια καν τον όρο, αφού αναφέρεται σε κάποιους που βυθίστηκαν στην κουλτούρα τους, με πολύ λίγα κοινά με τα μέλη της παλιάς ελίτ. Αμέσως μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, ειδικοί στο τζιχαντισμό, μελετούν θεωρητικούς που διδάσκουν τον «ιερό πόλεμο», όπως ο Αμπντουλά Αζάμ, ο Αμπού Μουσάμπ αλ Σουρί, και ο Αμπού Μοχάμεντ αλ-Μακντισί. Αυτού  του είδους η μελέτη παραμένει χρήσιμο μέσο εξέτασης του συστήματος πεποιθήσεων και έρευνας των πηγών του μοντέρνου τζιχαντισμού. Δεν είναι όμως πλέον αρκετό να καταλάβουμε τι είναι οι τζιχαντιστές και ποιες αρχές τους καθοδηγούν, πόσο μάλλον τι παρακινεί τις ομάδες μέσα στις οποίες λειτουργούν. Πολύ πιο χρήσιμο είναι πλέον για τους πολιτικούς και τους παρατηρητές να αποκτήσουν βαθιά γνώση της γεωγραφίας, της δημογραφίας, και των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών περιστάσεων που μπορεί να πυροδοτήσουν και να διατηρήσουν μια σύγκρουση, παρά να γνωρίζουν ποιος θεωρητικός επηρεάζει περισσότερο τον κόσμο.

Ο σύγχρονος εξτρεμισμός είναι προϊόν της δυναμικής του τόπου με τρόπο που δεν ήταν ποτέ ο Μπιν Λάντεν. Το 2011, ο Μπιν Λάντεν πάλευε να καταλάβει τι γινόταν μπροστά στα μάτια του στην περιοχή. Στο τετράδιο του, που η CIA έφερε στο φως το πέρυσι, πήρε την ευθύνη της πυροδότησης των εξεγέρσεων, του ήταν όμως φανερό δύσκολο να καταλάβει τι συνέβαινε. Δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου στο Ιράκ και τη Συρία. Σε κάποιες σελίδες, φαίνεται ότι κατέφευγε σε αναλυτές σε κανάλια της αραβικής τηλεόρασης για να κατανοήσει τους υποβόσκοντες σκοπούς. Αργότερα, οι οπαδοί του εκφράζουν παράπονα ότι η Αραβική Άνοιξη επισκίασε την ιδεολογία τους.

Λίγο καιρό μετά την συγγραφή του ημερολογίου, ο Μπιν Λάντεν σκοτώνεται στο Αμποταμπάντ του Πακιστάν. Οι δημοφιλείς εξεγέρσεις και ο θάνατος του Μπιν Λάντεν δημιουργούν έντονη αναταραχή που ταράζει την Αλ- Κάιντα, σε σημείο ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και πολλοί παρατηρητές δηλώνουν τότε ότι η οργάνωση είναι νεκρή ή στο δρόμο της καταστροφής. Όταν λοιπόν ανακύπτει, ισχυρότερη από ποτέ, το αποδίδουν στην ανθεκτικότητά της, ακόμα και σε στρατηγικό δαιμόνιο. Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Υπεύθυνοι για την αναβίωση της Αλ-Κάιντα δεν είναι ο Αιμάν Αλ-Ζαουάχρι και οι σύντροφοί του, που ηγήθηκαν της οργάνωσης μετά τον Μπιν Λάντεν. Αντιθέτως, είναι οι στασιαστές της περιοχής που στήνουν τοπικές οργανώσεις, και βασίζονται περισσότερο στην αντίληψή τους για την δυναμική του τόπου παρά σε οδηγίες που έρχονται από μια σπηλιά κάπου μακριά. Μάλιστα, κάποιες από τις οργανώσεις αυτές σταματούν εντελώς να υπακούν όταν ο Ζαουάχρι ξεπερνά τα όρια.

Ας πάρουμε για παράδειγμα το παρακλάδι της Αλ-Κάιντα στη Συρία, που κάποτε αποκαλούσαν το πιο επιτυχημένο της οργάνωσης παγκοσμίως. Η  Τζαμπχατ αλ-Νουσρά εγκαθιδρύεται από το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ το 2011, προτού αποσπαστεί και δηλώσει υποταγή στην Αλ-Κάιντα το 2013. Η τζιχαντιστική αξιοπιστία της αλ-Νουσρά, ως μια δυνατή και αποτελεσματική τοπική οργάνωση που πολεμάει ένα βίαιο δικτάτορα στη Δαμασκό, με την υποστήριξη του Ιράν και της Ρωσίας, είναι που επιτρέπει στην αλ-Κάιντα να περιορίσει τη θεαματική άνοδο του ισλαμικού Κράτους. Οι ηγετικές ικανότητες του Ζαουάχρι είναι τόσο λίγες, όμως, που αργότερα αποξενώνεται τόσο με την αλ-Νουσρά όσο και με το ιρακινό παρακλάδι της αλ-Κάιντα.

Η εκστρατεία μετά το 2001 κατά των τζιχαντιστικών οργανώσεων δημιουργεί οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές νόρμες που προετοιμάζουν και εξοπλίζουν τα καθεστώτα και ακόμα και τον τοπικό πληθυσμό να περιορίσει την άνοδο των τζιχαντιστικών οργανώσεων το 2011. Πλέον όμως η χρησιμότητα τους έχει ξεπεραστεί. Οι τζιχαντιστές δεν μιλούν πλέον στις κοινότητες αποκομμένοι στον κόσμο των θεωρητικών ιδεών τους. Είναι μέλη του τοπικού αγώνα, και αυτό τους κάνει πιο προσιτούς και αποτελεσματικούς. Για την καταπολέμηση της απειλής που αποτελούν απαιτείται μια παρόμοια τοπική προσέγγιση.

Το Δεκέμβρη του 2009, η ISIS αποκαλύπτει το σχέδιό της να αποδυναμώσει τις ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας και αναφέρεται στην τύχη της χώρας με μια στροφή αραβικής ποίησης. Σε ελεύθερη μετάφραση, σημαίνει: «Δεν μπορεί κανείς να κατασκευάσει ένα σπίτι όταν κάποιος άλλος διαρκώς καταστρέφει ό,τι χτίζεται». Στόχος, σύμφωνα με την ISIS, ήταν να αποτρέψουν τους Αμερικανούς, που θα έφευγαν δύο χρόνια μετά, να στήσουν μια λειτουργική ιρακινή κυβέρνηση που θα μπορούσε νόμιμα να κυβερνήσει όλη τη χώρα.

 Αν οι κυβερνήσεις της περιοχής, και οι σύμμαχοί τους στη Δύση, θέλουν να καταπολεμήσουν τη σύγχρονη απειλή της τζιχάντ, θα χρειαστεί να διπλασιάσουν ξανά τις προσπάθειες να χτίσουν εκείνο το σπίτι, με τη σύσταση αποτελεσματικής διακυβέρνησης στις τοπικές κοινότητες.

Πηγή: The Atlantic


σχετικα αρθρα