current views are: 20

1 Μαρτίου 2020
Δημοσίευση14:00

Μπετόβεν, Ροσσίνι και Σοστακόβιτς στις πιο … ηρωικές στιγμές τους από την Κ.Ο.Α.

Στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 250 χρόνια Μπετόβεν, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Τζιανκάρλο Αντρέττα, παρουσιάζει ένα πρόγραμμα με τα πιο «ηρωικά» έργα των τριών συνθετών την Παρασκευή 6 Μαρτίου

Δημοσίευση 14:00’

Στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 250 χρόνια Μπετόβεν, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Τζιανκάρλο Αντρέττα, παρουσιάζει ένα πρόγραμμα με τα πιο «ηρωικά» έργα των τριών συνθετών την Παρασκευή 6 Μαρτίου

Ο ηρωισμός, ως πράξη, ρήξη, απόσχιση από την παθητικότητα που βαλτώνει, βολεύει, αρρωσταίνει, νεκρώνει… Ο ηρωισμός, ως διεκδίκηση, τιμή, μνημόνευση, αντίσταση, βρίσκεται στην καρδιά της συναυλίας Ανατροπές και Πρωτοπόροι ΙV – Μπετόβεν: 250 χρόνια της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Με την Τρίτη Συμφωνία του ιδιοφυούς συνθέτη – γνωστή ως «Ηρωική» – που αποτέλεσε σταθμό στην πορεία της συμφωνικής μουσικής να κορυφώνει τη βραδιά. Τί κι αν κατά την επίσημη πρώτη, στο Theater an der Wien (1805) υπό τον ίδιο τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, το κοινό διχάστηκε από τις «ασυνήθιστες μετατροπίες, βίαιες μεταβάσεις ή αντιπαραθέσεις των πλέον ετερόκλητων στοιχείων»; Ο χρόνος έδωσε στην «Ηρωική» δεσπόζουσα θέση στο παγκόσμιο ρεπερτόριο. Η συναυλία ανοίγει με την εισαγωγή της όπερας του Τζοακίνο Ροσσίνι, «Η πολιορκία της Κορίνθου», έργο εμπνευσμένο από την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου που έγινε την ίδια χρονιά με τη θριαμβευτική παρισινή πρεμιέρα (1826), εμπνέοντας αισθήματα συμπάθειας σε όλη την Ευρώπη. Στο πρόγραμμα, ακόμα, το επικό, συναισθηματικά φορτισμένο, Πρώτο Κοντσέρτο για βιολί του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, μία από τις δημιουργίες που ο ίδιος επέλεξε να κρατήσει στο συρτάρι μέχρι τον θάνατο του Στάλιν. Σολίστ, ο Ιάσονας Κεραμίδης, αναπληρωτής Εξάρχων της εμβληματικής Φιλαρμονικής του Μονάχου, υπόσχεται μία σαρωτική ερμηνεία. Στο πόντιουμ, επιστρέφει, ο διεθνώς αναγνωρισμένος, Τζιανκάρλο Αντρέττα.

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ
ΤΖΟΑΚΙΝΟ ΡΟΣΣΙΝΙ (1792-1868)
Η πολιορκία της Κορίνθου, εισαγωγή για ορχήστρα

ΝΤΜΙΤΡΙ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ (1906-1975)
Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα αρ.1 σε λα ελάσσονα, έργο 77/99

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770–1827)
Συμφωνία αρ. 3 σε μι ύφεση μείζονα, έργο 55 «Ηρωική»

ΣΟΛΙΣΤ
Ιάσων Κεραμίδης, βιολί

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Τζιανκάρλο Αντρέττα

Με την ευγενική υποστήριξη του Ιταλικού Μορφωτικού Ινστιτούτου Αθηνών.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ…
ΤΖΟΑΚΙΝΟ ΡΟΣΣΙΝΙ (1792 – 1868)
Η πολιορκία της Κορίνθου, εισαγωγή για ορχήστρα
Η όπερα «Η πολιορκία της Κορίνθου» είναι η πρώτη όπερα που ο Ροσσίνι έγραψε στα γαλλικά πάνω σε λιμπρέτο του Λουίτζι Μπαλόκι και του Αλεξάντρ Σουμέ. Αποτελεί σε μεγάλο βαθμό μεταφορά-αναβίωση της παλιότερης (ιταλικής) όπερας «Maometto II» (Μωάμεθ Β’) που είχε ανέβει στη Νάπολη το 1820 χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Αντίθετα, η παρισινή πρεμιέρα της «Πολιορκίας της Κορίνθου» το 1826 ήταν θριαμβευτική. Οφείλει να σημειωθεί πάντως, ότι πολλά τμήματα της «Πολιορκίας» γράφτηκαν από τον συνθέτη για πρώτη φορά το 1826, δεν είναι δηλαδή μεταφορές προϋπάρχουσας μουσικής του «Μωάμεθ Β’». Ανάμεσά σε αυτά είναι και η ορχηστρική Εισαγωγή, που παραμένει ως σήμερα δημοφιλής στο ρεπερτόριο των συμφωνικών συναυλιών. Η όπερα διαδραματίζεται στα 1459 και αναφέρεται στην πολιορκία της Κορίνθου από τις δυνάμεις του Μωάμεθ Β’. Στο επίκεντρο της δράσης βρίσκεται ο έρωτας της νεαρής Ελληνίδας Παμίρας για τον Μωάμεθ, κάτι που έρχεται ευθέως σε σύγκρουση με τα πατριωτικά της αισθήματα αλλά και το γεγονός ότι ο πατέρας της την προορίζει για σύζυγο του συμπατριώτη τους, Νεοκλή. Τελικά η φιλοπατρία νικά μέσα της, η Παμίρα απαρνιέται τον Μωάμεθ και προτιμά τον θάνατο. Όπως είναι προφανές, υπάρχει σαφής θεματική σχέση του έργου με την τότε πρόσφατη πολιορκία του Μεσολογγίου: η ηρωική έξοδος άλλωστε των πολιορκημένων Ελλήνων (10 προς 11 Απριλίου 1826) έγινε αμέσως γνωστή σε όλη την Ευρώπη και αφύπνισε τα συναισθήματα συμπάθειας και θαυμασμού για τον αγώνα του ελληνικού έθνους.

Η Εισαγωγή αποτελείται από τρεις ευδιάκριτες δομικές ενότητες: ανοίγει με ένα σύντομο Allegro vivace, το οποίο προέρχεται από την Εισαγωγή της όπερας «Μπιάνκα και Φαλιέρο» του 1819. Ακολουθεί ένα «ελληνικό πένθιμο εμβατήριο» (Marcia lugubre greca), το θέμα του οποίου ο Ροσσίνι δανείστηκε από τον Γερμανό συνθέτη όπερας Σίμον Μάιρ, δάσκαλο του Γκαετάνο Ντονιτσέτι. Η Εισαγωγή ολοκληρώνεται με ένα Allegro assai. Ο συνθέτης, ακολουθώντας τη δοκιμασμένη «συνταγή της επιτυχίας» κλείνει την Εισαγωγή με θεαματικό τρόπο προβαίνοντας σε ένα ακόμα από τα τόσο χαρακτηριστικά του ορχηστρικά crescendi, που εξελίσσονται καταιγιστικά και συμπαρασύρουν σύσσωμες τις ορχηστρικές δυνάμεις στο πέρασμά τους.

ΝΤΜΙΤΡΙ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ (1906 – 1975)
Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα αρ.1 σε λα ελάσσονα, έργο 77/99
Νυχτερινό: Moderato
Σκέρτσο: Allegro
Passacaglia: Andante –
Burlesque: Allegro con brio – Presto
Τον Φεβρουάριο του 1948 αρκετοί σοβιετικοί συνθέτες, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν ο Σοστακόβιτς και ο Προκόφιεφ, κατηγορήθηκαν έντονα από τις επίσημες σοβιετικές Αρχές για «φορμαλιστικές διαστροφές» και «αντιδημοκρατικές τάσεις» (διάταγμα Ζντάνοφ). Για τον Σοστακόβιτς αυτή ήταν η δεύτερη (και τελευταία) φορά που έπεφτε σε δυσμένεια από τη σταλινική ηγεσία (η πρώτη ήταν τον Ιανουάριο του 1936, όταν η εφημερίδα Πράβντα σε άρθρο της κατακεραύνωνε με ακραίους χαρακτηρισμούς την όπερά του «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ»). Ο συνθέτης είχε πλήρη επίγνωση ότι η κατηγορία αυτή δεν απείχε πολύ από το να θέσει σε κίνδυνο ακόμα και την ίδια του τη ζωή – εξαιτίας της άλλωστε έχασε αμέσως τη θέση του καθηγητή στα Κονσερβατόρια της Μόσχας και του Λένινγκραντ, γεγονός που επιβάρυνε σημαντικά την οικονομική του κατάσταση. Έτσι, αναγκάστηκε για τα επόμενα πέντε χρόνια να συνθέτει κυρίως «εύπεπτη» μουσική για τον κινηματογράφο, να αποφεύγει τη σύνθεση κάποιας νέας συμφωνίας και να κρατά μακριά από το φως της δημοσιότητας κάποια έργα που ο ίδιος εκτιμούσε αλλά που ήταν αμφίβολο αν θα ικανοποιούσαν τις «απαιτήσεις» της πολιτικής ηγεσίας. Ανάμεσα σε αυτά τα έργα ήταν το Τέταρτο και το Πέμπτο Κουαρτέτο εγχόρδων αλλά και το Πρώτο Κοντσέρτο για βιολί, που είχε αρχίσει να γράφεται πριν τη διατύπωση των ανωτέρω κατηγοριών και ολοκληρώθηκε (ανεπηρέαστα από αυτές) λίγο αργότερα.

Μετά τον θάνατο του Στάλιν (1953), ο Σοστακόβιτς δεν είχε πλέον λόγους να κρατά το Κοντσέρτο στο συρτάρι του· ο μεγάλος βιολιστής Ντάβιντ Όιστραχ, φίλος και συνεργάτης του συνθέτη, αλλά και ο καλλιτέχνης του οποίου η Τέχνη αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία του έργου, ήταν ο σολίστ στη θριαμβευτικά επιτυχημένη πρεμιέρα του Κοντσέρτου, στις 29 Οκτωβρίου 1955 στο Λένινγκραντ (σημερινή Αγ. Πετρούπολη) με την Φιλαρμονική Ορχήστρα της πόλης υπό τη διεύθυνση του Γεβγκένι Μραβίνσκυ. Εν όψει της πρώτης αυτής εκτέλεσης ο συνθέτης αφιέρωσε και τυπικά το έργο στον Όιστραχ και προέβη σε ελάσσονος σημασίας τροποποιήσεις. Παρουσίασε πάντως το Κοντσέρτο ως το 99ο έργο του και όχι ως το 77ο, όπως ήταν στην πραγματικότητα. Η χρήση αυτών των δύο διαφορετικών αριθμήσεων για το ίδιο έργο δημιουργεί μία ασάφεια μέχρι σήμερα, καθότι και ο ίδιος ο Σοστακόβιτς άλλαζε άποψη ως το τέλος της ζωής του σχετικά με το θέμα αυτό.

Στο εναρκτήριο, αργό νυχτερινό το σόλο βιολί ξετυλίγει -ως αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής- μακρές μελωδικές γραμμές υπό τη διακριτική αλλά με έμφαση σε σκοτεινά ηχοχρώματα ορχηστρική συνοδεία. Η ατμόσφαιρα είναι  μελαγχολική και ερεβώδης, με μία δυσοίωνη ένταση να πλανάται χωρίς να εκτονώνεται σχεδόν ποτέ ουσιαστικά. Το ακόλουθο σκέρτσο έχει χαρακτηριστεί (και όχι αδικαιολόγητα) ως ένας μουσικός «εφιάλτης»: το βιολί συνδιαλέγεται με διάφορες ομάδες της ορχήστρας με τρόπο γκροτέσκο, αιχμηρά σαρκαστικό. Πρόκειται για έναν «μακάβριο χορό», άκαμπτα γρήγορο και νευρώδη. Ανάμεσα στα διάφορα μοτίβα του μέρους αυτού ξεχωρίζει η ακολουθία τεσσάρων νοτών (ρε – μι ύφεση – ντο – σι), ένα είδος μουσικής υπογραφής, που ο Σοστακόβιτς ουκ ολίγες φορές χρησιμοποίησε σε έργα του: με βάση τη γερμανική μουσική ορολογία, καθεμία νότα αντιστοιχεί και σε ένα από τα τέσσερα γράμματα DSCH (τα αρχικά του ονόματος του συνθέτη στα γερμανικά). Με την έναρξη του τρίτου μέρους, βιολοντσέλα και κοντραμπάσα παρουσιάζουν ένα θέμα 17 μέτρων που από εκεί και ύστερα περνάει διαδοχικά σε διάφορες ομάδες της ορχήστρας αποτελώντας τη βάση πάνω στην οποία οικοδομείται μία έντονα συναισθηματική Passacaglia (σειρά παραλλαγών πάνω στην ίδια, απαράλλαχτη γραμμή στο μπάσο). Συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην Passacaglia και το φινάλε είναι μία κολοσσιαία σολιστική καντέντσα, οι εξέχουσες δεξιοτεχνικές απαιτήσεις της οποίας είναι υπό μίαν έννοια φόρος τιμής στις σπάνιες ικανότητες του Όιστραχ. Καθώς η καντέντσα ξεδιπλώνεται, η ένταση, η ενέργεια και η ταχύτητα ολοένα αυξάνονται οδηγώντας χωρίς διακοπή στο «ξέσπασμα» του φινάλε. Η χορευτική διάθεση κυριαρχεί αλλά η εξωστρέφεια της μουσικής θυμίζει μάλλον σαρδόνιο γέλιο. Οι υψηλοί τόνοι διατηρούνται ως το καταληκτικό, πραγματικά σαρωτικό Presto.

ΛΟΥΝΤΒΙΧ ΒΑΝ ΜΠΕΤΟΒΕΝ (1770 – 1827)
Συμφωνία αρ. 3 σε μι ύφεση μείζονα, έργο 55 «Ηρωική»
Allegro con brio
Marcia funebre: Adagio assai
Scherzo: Allegro vivace
Finale: Allegro molto
Η Τρίτη Συμφωνία είναι μόλις το δεύτερο έργο οργανικής μουσικής, στο οποίο ο Μπετόβεν έδωσε έναν τίτλο, μετά την «Παθητική Σονάτα» για πιάνο. Όπως είναι ευρέως γνωστό, η αρχική ιδέα του Μπετόβεν ήταν να γράψει μία συμφωνία προς τιμήν του Ναπολέοντα Βοναπάρτη, τότε Πρώτου Υπάτου της νεοσύστατης Γαλλικής Δημοκρατίας, στο πρόσωπο του οποίου ολόκληρη η Ευρώπη έβλεπε να ενσαρκώνονται τα οράματα της Γαλλικής Επανάστασης για ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία. Η σύνθεσή της ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1803 και ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 1804. Όπως φανερώνει η μελέτη των χειρόγραφων σχεδιασμάτων, ο Μπετόβεν δούλευε με αρκετή αποφασιστικότητα για τις καινοτόμες επιλογές του, χωρίς αυτό βέβαια να αναιρεί την τελειομανή προσήλωσή του στη λεπτομέρεια. Το εξώφυλλο της χειρόγραφης παρτιτούρας έφερε το όνομα Bonaparte μέχρι τη στιγμή, που ο Μπετόβεν πληροφορήθηκε από το μαθητή και βοηθό του Φέρντιναντ Ρης, ότι ο Ναπολέων είχε στεφθεί αυτοκράτορας της Γαλλίας (18 Μαΐου 1804). Η είδηση αυτή συνιστούσε παντελή διάψευση των προσδοκιών του από το Γάλλο ηγέτη και έτσι ο συνθέτης μέσα σε μία έκρηξη οργής έσκισε την αφιέρωση της συμφωνίας. Στη θέση της αργότερα αναγράφτηκε η φράση «Sinfonia eroica composta per festeggiare il sovvenire d’ un grand’uomo» (Ηρωική συμφωνία γραμμένη για να εορτάσει τη μνήμη ενός μεγάλου ανδρός), ενώ τελικά αποδέκτης της αφιέρωσης ήταν ο πρίγκιπας Φραντς Γιόζεφ φον Λόμπκοβιτς.

Πάντως, δεν είναι λίγοι εκείνοι που τείνουν προς μία λιγότερο συναισθηματική θεώρηση και αιτιολόγηση για την αλλαγή της αφιέρωσης της Τρίτης Συμφωνίας· ίσως να μην αποτελεί σύμπτωση το γεγονός, ότι την εποχή σύνθεσης του έργου ο Μπετόβεν αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο ενός ταξιδιού στο Παρίσι με σκοπό την επέκταση των μουσικών του δραστηριοτήτων. Αναμφισβήτητα ένα μεγαλόπνοο έργο αφιερωμένο στο Βοναπάρτη θα του «άνοιγε πόρτες» στη γαλλική πρωτεύουσα. Όταν όμως παραιτήθηκε οριστικά από την προοπτική του ταξιδιού –και αυτό χρονικά συμπίπτει λίγο πολύ με την αλλαγή της αφιέρωσης-, δεν συνέτρεχε πλέον λόγος για μία τέτοια αφιέρωση, που ενδεχομένως μάλιστα να μην αντιμετωπιζόταν τόσο θετικά μέσα στην αυστροουγγρική αυτοκρατορία.

Με την Τρίτη εγκαινιάζεται ουσιαστικά η μεσαία συνθετική περίοδος του Μπετόβεν (1803 – 1812), συχνά αποκαλούμενη και αυτή «ηρωική». Ο συνθέτης καινοτομεί ριζικά και από πολλές απόψεις, με αποτέλεσμα η Ηρωική να αποτελεί σταθμό στην ιστορία και εξέλιξη της συμφωνικής μουσικής στο σύνολό της. Κατ’ αρχάς το μέγεθος της Συμφωνίας ξεπερνά κατά πολύ τα συνήθη δεδομένα της εποχής της. Όσον αφορά ειδικότερα στο πρώτο μέρος, αυτό από μόνο του διαρκεί λίγο λιγότερο από όσο περίπου μία ολόκληρη κλασική συμφωνία του Χάυντν. Δομικά στοιχεία επίσης, τόσο χαρακτηριστικά των κατοπινών έργων του Μπετόβεν, πρυτανεύουν σε αυτό, όπως η βαθιά οργανική σύνδεση των θεμάτων, η εισαγωγή επεισοδίων στην ενότητα της επεξεργασίας ή η ιδιαίτερη βαρύτητα της καταληκτικής ενότητας (coda). Η αρχή του μέρους είναι πολύ χαρακτηριστική και έχει δώσει αφορμή για πλήθος αναλύσεων. Οι δύο αρχικές συγχορδίες είναι στην τονική (μι ύφεση μείζονα), αντί της δεσπόζουσας μεθ΄ εβδόμης, όπως αρχικά είχε σκεφτεί ο Μπετόβεν. Με αυτόν τον τρόπο ο συνθέτης υπογράμμισε με έμφαση τη σημασία της θεμελιώδους τονικότητας, από την οποία όμως ελάχιστα μέτρα μετά θα απομακρυνόταν προς στιγμή, οδηγώντας τα βιολοντσέλα και τα κοντραμπάσα –μόλις στο πέμπτο μέτρο του θέματος- σε ένα μυστηριώδες και σκοτεινό ντο δίεση -εντελώς ξένο προς την τονικότητα της μι ύφεση μείζονας.

Το αργό, δεύτερο μέρος είναι ένα πένθιμο εμβατήριο σε ντο ελάσσονα, που καλύπτει ένα πρωτόγνωρα μεγάλο εύρος συναισθηματικών αποχρώσεων. Ανάμεσα στις επανεμφανίσεις του βαρύθυμου και τραγικού βασικού τμήματος παρεμβάλλεται ένα πρώτο επεισόδιο στην ομώνυμη ντο μείζονα, που αποτελεί μία νότα ελπίδας, ενώ αργότερα ένα δεύτερο επεισόδιο οδηγεί με αντιστικτικό τρόπο σε μία παθιασμένη κορύφωση. Ορισμένοι θεώρησαν πως ο συνθέτης τοποθέτησε «νωρίς» μέσα στη Συμφωνία το πένθιμο εμβατήριο, μη κατανοώντας πως ο συνθέτης κινήθηκε σύμφωνα με τις επιταγές της ίδιας της μουσικής φόρμας, γράφοντας πάνω από όλα μουσική και όχι κάποια βιογραφία.

Μετά το ζωντανό και νευρώδες –αν και σε μεγάλο βαθμό χαμηλής δυναμικής έντασης- σκέρτσο φτάνουμε στο φινάλε, που αναβαθμίζεται ως διάρκεια και ως σημασία στο πλαίσιο της συνολικής δομής της Συμφωνίας, σε σχέση με τις κοινές πρακτικές της εποχής, που ήθελαν το τέταρτο μέρος να είναι μία μάλλον ανάλαφρη και σύντομη κατακλείδα. Εδώ ο Μπετόβεν γράφει μία σειρά δώδεκα παραλλαγών πάνω σε ένα θέμα, που είχε ήδη χρησιμοποιήσει στο φινάλε της μουσικής του για το μπαλέτο Προμηθέας του 1801, όπως επίσης και στον έβδομο από τους δώδεκα Αντιχορούς (Contredanses) της ίδιας χρονιάς. Το ίδιο θέμα αποτέλεσε και τη βάση των παραλλαγών για πιάνο, έργο 35, που έχουν μείνει γνωστές ως Παραλλαγές Eroica, προφανώς λόγω της τεράστιας απήχησης της Συμφωνίας. Τα δύο επιμέρους συστατικά στοιχεία του θέματος, αφενός η κίνηση του μπάσου και αφετέρου η κυρίως μελωδία αντιμετωπίζονται αυτοτελώς, δηλαδή ο συνθέτης εκθέτει και αναπτύσσει πρώτα τη γραμμή του μπάσου μεμονωμένα προσθέτοντας αρκετά μετά και τη μελωδία, επιτυγχάνοντας έτσι να παρουσιάσει το θέμα του να οικοδομείται σταδιακά από τα επιμέρους συστατικά του.

Η «Ηρωική» αρχικά παρουσιάστηκε ιδιωτικά το καλοκαίρι του 1804  (αρχές Αυγούστου) στο ανάκτορο του πρίγκιπα Λόμπκοβιτς, ενώ η επίσημη πρώτη δημόσια εκτέλεση πραγματοποιήθηκε στις 7 Απριλίου 1805 στο Theater-an-der-Wien υπό τη διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη. Το κοινό της πρεμιέρας φαίνεται μάλλον να διχάστηκε στο άκουσμα του ρηξικέλευθου συμφωνικού αυτού έργου: μία ομάδα ακροατών, φίλα προσκείμενων προς τον Μπετόβεν, θεώρησε την Τρίτη Συμφωνία ως αριστούργημα, ενώ κάποιοι άλλοι αρνήθηκαν να δουν κάτι το σπουδαίο ή το θεϊκό στις κατ’ αυτούς «ασυνήθιστες μετατροπίες, βίαιες μεταβάσεις ή αντιπαραθέσεις των πλέον ετερόκλητων στοιχείων». Πάντως η πλάστιγγα μέσα σε ελάχιστα χρόνια άρχισε να γέρνει –απόλυτα δικαιολογημένα- προς την πλευρά των πρώτων. Σύντομα η Ηρωική αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε απεριόριστα από τους μουσικούς και κατ’ επέκταση από το κοινό παγκοσμίως. Έτσι, ό, τι στην αρχή θεωρήθηκε ακατάληπτο, το πέρασμα του χρόνου το κατέστησε όχι μόνο κατανοητό αλλά και το ανέδειξε ως έκφανση της μοναδικής ιδιοφυίας του Μπετόβεν.

Ανατροπές και Πρωτοπόροι ΙV- Μπετόβεν: 250 χρόνια, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 6 Μαρτίου, ώρα 20:30.  Τιμές εισιτηρίων: 25€, 20€, 15€ και 8€ (εκπτωτικό). Προπώληση εισιτηρίων: Στα ταμεία του Μεγάρου, τηλ. 210 7282333 (ομαδικές κρατήσεις τηλ. 210 7282367, megaron.gr, 

19:45: Εισαγωγική ομιλία του Χαράλαμπου Γωγιού για τους κατόχους εισιτηρίων


σχετικα αρθρα