current views are: 9

2 Μαΐου 2017
Δημοσίευση12:48

Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Απίθανος ο στόχος για ανάπτυξη 2,7% το 2017 – Υπό αμφισβήτηση έσοδα και πλεόνασμα

Προβλέπεται περαιτέρω επιβράδυνση της οικονομίας

Δημοσίευση 12:48’

Προβλέπεται περαιτέρω επιβράδυνση της οικονομίας

Σε μια σκληρή γεμάτη αβεβαιότητα, αμφιβολία και κινδύνους τριμηνιαία έκθεση προχώρησε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους της Βουλής, αμφισβητώντας ουσιαστικά όλους τους βασικούς δημοσιονομικούς στόχους που έχουν τεθεί.

Ξεκινώντας από την εξέλιξη του ΑΕΠ, το ΓΠΚΒ προειδοποιεί για ακόμα μια φορά πως σε αντίθεση με τις προσδοκίες που επενδύθηκαν, φαίνεται πλέον απίθανη η ανάπτυξη κατά 2,7% το 2017, λόγω της μη εκπλήρωσης των προϋποθέσεων που είχαν τεθεί. 

Ολόκληρη η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής

Μάλιστα αφού κάνει λόγο για απρόβλεπτες συνέπειες, εξηγεί πως με δεδομένη την εξέλιξη του τέταρτου τρίμηνο του 2016 και τη μεταφορά της στο νέο έτος, θα πρέπει η ελληνική οικονομία τα επόμενα τρίμηνα να κάνει άλματα που δεν εξαρτώνται μόνο από αυτή. 

«Αν η επιβράδυνση επιβεβαιωθεί, θα αμφισβητηθούν και οι λοιπές προβλέψεις του προϋπολογισμού για φορολογικά έσοδα και πρωτογενή πλεονάσματα. Έχουμε ενδείξεις ότι η χώρα κινδυνεύει να παγιδευτεί σε στασιμότητα διαρκείας», αναφέρει χαρακτηριστικά στην έκθεση Ιανουάριος- Μάρτιος 2017.

Αναφερόμενο δε στην οικονομική κατάσταση του Α’ τριμήνου του έτους, το Γραφείο αναφέρει πως η εικόνα είναι απογοητευτική σε σχέση με τις προσδοκίες , καθώς η χώρα δεν επέστρεψε σε στέρεη ανάκαμψη, παρά τις προσδοκίες που είχαν διατυπωθεί επίσημα.

Πάντως αναγνωρίζει πως το πλεόνασμα της περασμένης χρονιάς ξεπέρασε τις προβλέψεις πολλών, ωστόσο διευκρινίζει πως πρέπει να υπάρχει μόνο συγκρατημένη αισιοδοξία. Και αυτό γιατί όπως αναφέρει, το πρωτογενές αποτέλεσμα προήλθε από την αφαίρεση πόρων από τα εισοδήματα, δεν εξασφαλίζεται η μελλοντική του βιωσιμότητα, ενώ δεν προήλθε από την ανάπτυξη της οικονομίας.

«Ουσιαστικά μετατέθηκε η εφαρμογή μέρους του προγράμματος προσαρμογής (2015) για την περίοδο μετά το τέλος του, δεσμεύει επομένως και μελλοντικές κυβερνήσεις», αναφέρει με νόημα σχολιάζοντας τις εξελίξεις της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές.

Σε ό,τι αφορά τα αντίμετρα, προειδοποιεί ότι τελούν υπό την αίρεση ότι η δημοσιονομική διαχείριση υπερβαίνει τον στόχο 3,5% του ΑΕΠ και το ΔΝΤ αξιολογεί θετικά την πολιτική προσαρμογής το καλοκαίρι του 2018 μετά τη λήξη του προγράμματος. «Συνεπώς είναι δύσκολο να υπολογισθεί σήμερα με ασφάλεια το ισοζύγιο της περιοριστικής και επεκτατικής επίπτωσης της τεχνικής προκαταρκτικής συμφωνίας της 1ης Μαΐου 2017», υπογραμμίζει.

Υπό αυτό το πρίσμα και με δεδομένο ότι το Γραφείο αμφισβητεί το σύνολο των δημοσιονομικών στόχων της επόμενης τριετίας, επί της ουσίας αναγνωρίζει- χωρίς να το δηλώνει ξεκάθαρα- πως ο κίνδυνος των νέων μέτρων είναι κάτι περισσότερο από ορατός. 

Μάλιστα, σε εδάφιο με τον γλαφυρό τίτλο «οι κίνδυνοι αποτυχίας», τονίζει πως η αναμενόμενη συμφωνία (για Β’ αξιολόγηση), δε θα ωφελήσει αν καθυστερήσει περαιτέρω η εφαρμογή της και αν την επόμενη μέρα συνεχισθεί η πρακτική των επιφυλάξεων. 

«Αν επαναληφθεί το δράμα της δεύτερης, απλά θα παραταθεί η αβεβαιότητα και θα εξουδετερωθεί το «ατμοσφαιρικό» όφελος της συμφωνίας. Εκτός τούτου, η διατήρηση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον ως το 2021 (στη χειρότερη περίπτωση ως το 2023) ισοδυναμεί με παράταση της λιτότητας που θα πιέζει την οικονομία προς τα κάτω καθώς συνεπάγεται νέες φορολογικές επιβαρύνσεις (ως το 2020 το αργότερο) οι οποίες όμως θα νομοθετηθούν σήμερα», σημειώνει και προσθέτει: 

«Με άλλα λόγια δεν αίρεται μια πηγή της αβεβαιότητας που αφορά κυρίως στους φόρους! Η συμφωνία δεν συμβάλλει θετικά στη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος. Το χειρότερο όμως είναι ότι, κατά γενικό κανόνα, το οικονομικό κλίμα δεν αντιστρέφεται εύκολα». 
 
Τέλος, με πολλούς αστερίσκους παρουσιάζεται και η εικόνα του τραπεζικού συστήματος, κυρίως λόγω της αβεβαιότητας που προκάλεσε την περεταίρω μείωση των καταθέσεων που άγγιξαν τα επίπεδα του Νοεμβρίου του 2001.

«Δεν έχει βρει ακόμα λύση το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων τα οποία αυξήθηκαν πάλι το πρώτο τρίμηνο 2017 κατά 2 δισ. ευρώ, ενώ είχαν αρχίσει να μειώνονται προς το τέλος του 2016. Οι τράπεζες αναγκάσθηκαν να ζητήσουν αύξηση της χρηματοδότησής τους από τον ELA, πράγμα που αυξάνει το κόστος δανεισμού. Συνολικά, βρίσκονται σε υψηλή βαθμίδα κινδύνου», επισημαίνει και συμπληρώνει:

«Ως αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών (και της ύφεσης) ο ρυθμός συνολικής χρηματοδότησης της οικονομίας τον Φεβρουάριο 2017 υποχώρησε κατά 2% σε ετήσια βάση) και κατά 1,5% από τον Ιανουάριο».


σχετικα αρθρα