current views are: 15

5 Δεκεμβρίου 2017
Δημοσίευση17:00

Λέξεις… αλήτες – Ήταν ελληνικές, πέρασαν σε ξένες γλώσσες και επέστρεψαν σε εμάς

Διαβάστε λέξεις που ούτε καν περιμένατε, ότι είναι ελληνικές.

Δημοσίευση 17:00’

Διαβάστε λέξεις που ούτε καν περιμένατε, ότι είναι ελληνικές.

Η φιλόλογος Γιώτα Ιωακειμίδου γράφει για το μαγικό ταξίδι των λέξεων, τις οποίες εμείς χρησιμοποιούμε σήμερα, χωρίς να έχουμε πάρει μυρωδιά ότι είναι ελληνικές. Μιλάμε για ξένες λέξεις που από τα αρχαία ελληνικά πέρασαν σε άλλες γλώσσες και από αυτές επέστρεψαν σε εμάς ως αντιδάνεια.

«Υπάρχουν οι «λέξεις-αλήτες», που περιπλανώνται μέχρι να ξαναγυρίσουν πίσω στη γλώσσα απ’ όπου ξεκίνησαν, έχουν ιδιαίτερο ετυμολογικό ενδιαφέρον», αναφέρει η φιλόλογος και συνεχίζει ενημερώνοντάς μας για μερικές από αυτές που σίγουρα δεν θα περιμένατε, ότι προήλθαν από τα αρχαία ελληνικά:

«Το αμπάρι είναι μεν από το τουρκικό ambar, αλλά αυτό προήλθε από το ελλην. εμπόριον.

Η γαζία προέρχεται από βενετσιάνικο gazia κι αυτό από ιταλικό cacia, αλλά το ιταλικό προήλθε από το ελληνικό ακακία.

Το σκίτσο προέρχεται από ιταλικό schizzo που ανάγεται σε λατινικό schedium, «αυτοσχέδιο πόνημα» (ουδέτερο τού επιθ. schedius ), το οποίο προήλθε από το αρχαίο ελληνικό σχέδιος που σήμαινε «προσωρινός και πρόχειρος, αυτοσχέδιος»,  παράγωγο τής λέξης σχεδόν. Ας σημειωθεί ότι σκίτσοου (schizo) στην αγγλική αργκώ σημαίνει «σχιζοφρενής, τρελός» και παράγεται από το ελλην. σχίζο- σε λέξεις όπως schizophrenia, schizoid, schizomycete, schizont κ.ά. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι και το σκετς, που πήραμε από το sketch τής Αγγλικής, ανάγεται (μέσω τού ολλανδ. schets ) στο ιταλικό schizzo που, όπως μόλις εξηγήσαμε, προήλθε από το ελλην. σχέδιος. Είναι δηλ. κι αυτό αντιδάνειο.

Κι ο καναπές, από το γαλλικό canape (από γαλλ. conope «κάλυμμα κρεβατιού»), ανάγεται στο αρχαίο ελληνικό κωνωπείον «ανάκλιντρο με κουνουπιέρα» μέσω τού λατινικού conopeum.

Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση τής λέξης ελιξήριο, που πήραμε σε νεότερους χρόνους από τα Γαλλικά (elixir, 14ος αι.) ή τα Αγγλικά (elixir, 14ος αι.), όπου πέρασε μέσω τής νεολατινικής (για χρήσεις που αφορούσαν στην αλχημεία) η αραβική λέξη al-iksir. Αυτή όμως δεν είναι παρά το αρχαίο ελληνικό ξηρίον (<ξηρός) «ειδική σκόνη για την επούλωση τραυμάτων και την επίσχεση τής αιμορραγίας» μαζί με το αραβικό άρθρο al «το». Από την ετυμολογία τής λέξης προκύπτει και η ορθογραφία της με -η- (ελιξήριο και όχι ελιξίριο) αφού ανάγεται στο ελληνικό. ξηρίον/ξηρός».