current views are: 3

24 Απριλίου 2021
Δημοσίευση08:28

Άρθρο Καλαντζάκου: Το νέο εργαλείο των «αστικών επιχειρηματικών συμπράξεων» ως μοχλός σύνδεσης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων με το Ταμείο Ανάκαμψης

Η Ιωάννα Καλαντζάκου γράφει για το νέο εργαλείο των «αστικών επιχειρηματικών συμπράξεων» και πως λειτουργεί ως μοχλός σύνδεσης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων με το Ταμείο Ανάκαμψης.

Δημοσίευση 08:28’

Η Ιωάννα Καλαντζάκου γράφει για το νέο εργαλείο των «αστικών επιχειρηματικών συμπράξεων» και πως λειτουργεί ως μοχλός σύνδεσης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων με το Ταμείο Ανάκαμψης.

*Της Ιωάννας Καλαντζάκου- Τσατσαρώνη

Η πανδημία και η παρατεταμένη αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας, την οποία προκάλεσε, έχουν τραυματίσει την ελληνική οικονομία και την κοινωνία. Απέναντι σ΄αυτή την πρωτόγνωρη δοκιμασία, η κυβέρνηση έχει πετύχει να προασπίσει τη δημόσια υγεία και να ενισχύσει τις πληττόμενες επιχειρήσεις και τους εργαζομένους , χωρίς να οδηγηθούμε σε δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Ήδη αντιμετωπίζουμε το ερώτημα της επόμενης μέρας. Οι απώλειες σε ανθρώπους δεν αποτιμώνται – και δεν αναπληρώνονται. Πώς θα μπορέσουμε όμως να καλύψουμε τις επιζήμιες επιπτώσεις στην οικονομία και να οδηγηθούμε στην πολυπόθητη ανάπτυξη που θα επουλώσει τις πληγές του τελευταίου δωδεκαμήνου;

Με τον νέο νόμο (4738/20) για τον εξωδικαστικό διακανονισμό, την εξυγίανση και την πτώχευση, η κυβέρνηση μερίμνησε για την παροχή ενός εργαλείου συμβιβασμού των βιώσιμων οφειλετών με τους πιστωτές τους, αλλά και για την παροχή «δεύτερης ευκαιρίας» σε όσους δεν μπορούν να αποφύγουν την πτώχευση. Τι θα γίνει όμως με τους μέχρι πρότινος οικονομικά υγιείς που έχουν υποστεί τραύματα από την πανδημία και χρειάζονται χρηματοδοτική «ένεση επανεκκίνησης»;

Οι ελπίδες στηρίζονται εύλογα στο Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε και στα ΕΣΠΑ – το βασικό χρηματοδοτικό εργαλείο που στηρίζει την οικονομία εδώ και δεκαετίες . Για την Ελλάδα, αναμένεται εισροή πόρων ύψους 32 δισ. ευρώ. Η χώρα μας πλέον έχει εξασφαλίσει έως το 2026 πόρους 17,8 δις. ευρώ που θα δοθούν ως επιδοτήσεις στις επιλεγμένες επενδύσεις του προγράμματος, 12,7 δις. ευρώ χαμηλότοκα (σχεδόν άτοκα) ευρωπαϊκά δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης για την προώθηση ιδιωτικών επενδύσεων, στα οποία θα προστεθεί η ιδιωτική συμμετοχή ώστε οι συνολικοί πόροι να ανέλθουν σε βάθος εξαετίας στα 57 δις. ευρώ. Η βασική όμως επιλογή της Κυβέρνησης, που έχει την πατρότητα του εθνικού σχεδίου είναι να κινητοποιήσει τράπεζες και επιχειρηματίες για την υλοποίησή του. Πρόκειται για τεράστια ευκαιρία που θα δημιουργήσει μία σημαντική μόνιμη πρόσθετη αύξηση του ΑΕΠ κατά 7% καθώς και αύξηση θέσεων εργασίας κατά 180.000 – 200.000 που θα παραμείνουν στην οικονομία μετά την ολοκλήρωσή της. Η εκμετάλλευσή του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης Ελλάδα 2.0 όμως τελεί υπό δύο θεμελιώδεις προϋποθέσεις:

Πρώτη, τα δάνεια αυτά για να είναι επιλέξιμα θα πρέπει να χρηματοδοτούν επενδύσεις σε πράσινες και ψηφιακές δράσεις που αποτελούν και προτεραιότητες του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Οι πόροι θα πρέπει να διοχετευθούν για τη χρηματοδότηση καινοτόμων και αναπτυξιακών δράσεων: δεν πρόκειται για ταμείο επιδοτήσεων ανεργίας ή επιχειρηματικών απωλειών, αλλά για χρηματοδότηση με στόχο την ανάπτυξη, τη μελλοντική «μεγέθυνση της οικονομικής πίτας».

Δεύτερη, ότι, προκειμένου να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά οι πόροι του Ταμείου που θα εισρεύσουν στην οικονομία μας, πρέπει να κινητοποιηθούν εθνικοί πόροι. Οι επιχειρήσεις που θα διεκδικήσουν χρήματα του Ταμείου θα πρέπει να βρουν και πηγές εγχώριας χρηματοδότησης, καθώς τα ίδια κεφάλαια δεν θα αρκούν για το σύνολο της επένδυσης : θα πρέπει, δηλαδή, να έχουν πρόσβαση και σε τραπεζικό δανεισμό.

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις μας θέτουν, όμως, ενώπιον δύο σημαντικών προβλημάτων της ελληνικής επιχειρηματικής και τραπεζικής πραγματικότητας.

Στο επιχειρηματικό σκέλος, το βασικό πρόβλημα είναι ότι η χώρα μας έχει πολύ λίγες μεγάλες επιχειρήσεις – με τα στοιχεία του 2019 μόνο 331 εταιρείες απασχολούσαν πάνω από 250 εργαζόμενους. Αντίθετα, το 97,4% των επιχειρήσεων είναι ή ατομικές ή μονάδες που απασχολούν μέχρι 9 εργαζόμενους, την ώρα που το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. είναι κατά μέσο όρο 93%. Δεν αποκλείει, φυσικά, κανείς ότι οι καινοτόμες ιδέες μπορούν να προέλθουν και από μικρά σχήματα. Αυτό, όμως, δεν είναι συχνό. Το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων δεν επιτρέπει οικονομίες κλίμακας και τεχνολογίες αιχμής. Ως αποτέλεσμα, η μικρή επιχειρηματικότητα εστιάζεται κυρίως στην παροχή υπηρεσιών για εγχώρια κατανάλωση. Το μέγεθος έχει σχέση με την έρευνα, τον επιχειρηματικό νεωτερισμό, την αναζήτηση. Και, ακόμη κρισιμότερο, έχει άμεση σχέση με τη δυνατότητα δανειοδότησης. Για να αποσπάσουν μερίδιο από τους πόρους του Ταμείου Ανάπτυξης, οι επιχειρήσεις πρέπει να διαθέσουν και κεφάλαια εσωτερικής προέλευσης. Πρέπει, άρα, να μπορούν να εξασφαλίσουν τραπεζικά δάνεια. Και οι πολύ μικρές, όπως είναι γνωστό, σπανίως πληρούν τις προϋποθέσεις δανεισμού που θέτουν οι τράπεζες.

Η κυβέρνηση μελετά την αντιμετώπιση του προβλήματος του μικρού μεγέθους των επιχειρήσεων με τη νομοθέτηση ενός σχήματος «αστικής σύμπραξης» επιχειρήσεων, που θα επιτρέψει σε ανεξάρτητες επιχειρήσεις και εταιρείες να «ενώνουν τις δυνάμεις τους» , να συμμαχήσουν για ένα κοινό σκοπό. Δεν πρόκειται απλώς για τη γνωστή από δημόσια έργα κοινοπραξία εταιρειών, καθώς το συγκεκριμένο σχέδιο αποβλέπει στη χορήγηση στις «αστικές επιχειρηματικές συμπράξεις» (όπως φέρεται προς το παρόν η ονομασία τους) ποικίλων κινήτρων ανάλογα με το μέγεθος εκείνων που θα συμπράξουν: στις συμπράξεις μικρών επιχειρήσεων αναμένεται να δοθούν κίνητρα ευχερέστερου δανεισμού, στις μεγαλύτερες κίνητρα φορολογικών και ασφαλιστικών ελαφρύνσεων.

Το σχεδιαζόμενο νομοθετικό πλαίσιο μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμο ερέθισμα για την οικονομική ανάπτυξη, καθώς θα παράσχει τη δυνατότητα σε περισσότερες επιχειρήσεις να συμπράττουν σε έναν κοινό στόχο χωρίς να θυσιάζουν την αυτοτέλειά τους. Παράλληλα, θα προσφέρονται φορολογικά κίνητρα στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αξιοποιώντας τα εργαλεία της συγχώνευσης ή την εξαγορά με στόχο τη δημιουργία αποτελεσματικότερων οικονομικών μεγεθών. Η επιτυχία του, όμως, δεν είναι αποκλειστικά ζήτημα κινήτρων, αλλά και ρύθμισης της νομικής ευθύνης όσων συμπράττουν. Στις κοινοπραξίες, όλα τα μέλη ευθύνονται για το 100% των χρεών της κοινοπραξίας προς τρίτους («αλληλεγγύως και εις ολόκληρον», όπως λέγεται νομικά). Στις συμπράξεις, αν θέλουμε να επιτύχουν, αυτό δεν μπορεί να ισχύει: θα πρέπει η ευθύνη κάθε μεμονωμένης επιχείρησης να είναι ανάλογη του μεριδίου συμμετοχής της στη σύμπραξη. Διαφορετικά, μια εταιρεία με μερίδιο συμμετοχής π.χ. 10% δεν θα δεχτεί να αναλάβει ευθύνη για το 100% των χρεών της σύμπραξης.

Το δεύτερο πρόβλημα συνδέεται με τον τραπεζικό δανεισμό. Είναι κοινό μυστικό ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν χορηγούν δάνεια. Δεν εννοούμε δάνεια σε στρατηγικούς κακοπληρωτές, ούτε «διακοποδάνεια», αλλά δάνεια για τη στήριξη ελπιδοφόρων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Το βάρος των κόκκινων δανείων και των διαδοχικών ανακεφαλαιοποιήσεων έχει ωθήσει τις ελληνικές τράπεζες, ακόμη και σήμερα που διαθέτουν ρευστότητα, να δανείζονται «φτηνά» από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, να προσφέρουν μηδενικά επιτόκια στους καταθέτες και να χρησιμοποιούν τα χρήματα που πορίζονται όχι για δανειακές χορηγήσεις, αλλά για τοποθετήσεις σε κρατικά ομόλογα.

Αν αυτή η δανειακή απονέκρωση συνεχιστεί, το σχεδιαζόμενο νέο νομοθετικό πλαίσιο για τις συμπράξεις μπορεί να αποδειχθεί αναποτελεσματικό στην πράξη, καθώς οι επιχειρήσεις θα συνενώνονται μεν, αλλά θα εξακολουθούν να βρίσκουν κλειστές τις πόρτες των τραπεζών. Ο ρόλος των τελευταίων δεν είναι, όμως, να κάνουν τοποθετήσεις σε κρατικούς τίτλους, αλλά να δανειοδοτούν την πρόοδο της οικονομίας με συγκεκριμένα επιεικέστερα και αποτελεσματικότερα για τις επιχειρήσεις κριτήρια βιωσιμότητας, στελεχώνοντας τμήματα ειδικών που θα μπορούν να διακρίνουν ποιος δανειολήπτης έχει σχέδια άξια δανεισμού.

Η κυβέρνηση εξαντλεί τις προτεινόμενες νομοθετικές ιδέες – και τους διαθέσιμους πόρους. Οι επιχειρηματίες καλούνται να εκμεταλλευτούν τα κίνητρα των συμπράξεων και συγχωνεύσεων. Χρειάζεται, όμως, και το τραπεζικό σύστημα να «θυμηθεί» τον θεμελιώδη ρόλο του στην οικονομία, ώστε να ενισχύσει την προσπάθεια προς την ανάκαμψη – προς μία επιτυχημένη επόμενη μέρα μετά την πανδημία…

*Δικηγόρος Μέλος Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής Πτωχευτικού Κώδικα 2007- Επικεφαλής της Επιτροπής Πτωχευτικού Δικαίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (σε σχέση με τον Πτωχευτικό Νόμο 4738/20) -Μέλος Δ.Σ του Συνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων – τ. Αντιπρ. Δ.Σ.Α – Υποψ. Βουλευτής Β1 Βορείου Τομέα Αθηνών (Ν.Δ.)


σχετικα αρθρα