current views are: 74

17 Ιουλίου 2023
Δημοσίευση10:31

Ο δρόμος προς τη Χάγη θα είναι μακρύς, δύσκολος και όλος αγκάθια

Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο δρόμος προς τη Χάγη θα είναι δύσβατος, γεμάτος αγκάθια και πιθανότατα θα κρύβει παγίδες.

Δημοσίευση 10:31’

Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο δρόμος προς τη Χάγη θα είναι δύσβατος, γεμάτος αγκάθια και πιθανότατα θα κρύβει παγίδες.

Ας ξεκινήσουμε το άρθρο με κάτι αυτονόητο. Ότι δηλαδή η προσφυγή της Ελλάδος και της Τουρκίας στη Χάγη, για την επίλυση της βασικής μας διαφοράς που δεν είναι άλλη από την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας, αποτελεί πάγια θέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εδώ και δεκαετίες.

Πρώτος είχε θέση το θέμα αυτό ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον τότε πρόεδρο της Τουρκίας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ. Και οι δυο άνδρες είχαν συμφωνήσει για την από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο το 1975. Μάλιστα ετοίμαζαν και το σχετικό συνυποσχετικό που είναι πάντα απαραίτητο να κατατεθεί από όποιον καταφεύγει στην κρίση του Δικαστηρίου για την επίλυση των διεθνών διαφορών.

Όμως το πανίσχυρο τότε στρατιωτικό κατεστημένο φρέναρε την απόφαση του Ντεμιρέλ και η κοινή προσφυγή δεν έγινε ποτέ. Και μπορεί μεν η Ελλάδα, από μόνη της, να προσέφυγε στη Χάγη αλλά το Διεθνές Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της, χωρίς καν να μπει στην ουσία της υπόθεσης απλώς και μόνο επειδή δεν παρίστατο και η άλλη πλευρά, δηλαδή η Τουρκία.

Έκτοτε όλοι οι πρωθυπουργοί που διαδέχθηκαν τον Καραμανλή, ακολούθησαν αυτή τη γραμμή χωρίς να μπορέσουν ποτέ να πείσουν την Τουρκία για μια από κοινού προσφυγή. Επομένως και η σημερινή θέση υπέρ της Χάγης της κυβερνήσεως Μητσοτάκη δεν είναι κάποια καινούρια ιδέα ή κάποια νέα πρωτοβουλία. Ακολουθεί και εκείνη πιστά την εθνική γραμμή που έχει τις ρίζες της σχεδόν μισό αιώνα πίσω.

Αλλά και στο ερώτημα που συχνά τίθεται αν και κατά πόσο είναι προς όφελος της Ελλάδος να επιλύσει μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου αυτή τη διαφορά της με την Τουρκία, η απάντηση είναι αυτονόητη. Και είναι ναι. Πολύ απλά γιατί η κρίση του Διεθνούς Δικαστηρίου, όποια και αν είναι, είναι υπέρτατη και από τη φύση της θα υποχρεώσει όλους τους παίκτες της περιοχής να την αποδεχθούν. Και όταν λέμε όλους τους παίκτες, δεν εννοούμε μόνο την Τουρκία. Εννοούμε και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρωσία και τους γείτονές μας στην Ανατολική Μεσόγειο. Όμως, κακά τα ψέματα, εκείνο που μας ενδιαφέρει πρωτίστως είναι η Τουρκία. Γιατί έτσι θα αναγκασθεί να σταματήσει τους τσαμπουκάδες και τα πειρατικά της κόλπα και να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Βέβαια η υπαγωγή της διαφοράς μας στη Χάγη δεν είναι μια απλή διαδικασία. Πρώτα πρώτα δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο σημείο να πούμε ότι έχουμε συμφωνήσει με τους Τούρκους για να πάμε και πολύ περισσότερο ότι έχουμε ξεκινήσει τις διαδικασίες που πρέπει να γίνουν για να κατατεθεί η προσφυγή.
Και δεύτερον, μεσολαβούν πάρα πολλά βήματα που πρέπει να γίνουν μέχρι να φτάσουμε ως αυτό το σημείο.

Για αυτό θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο δρόμος προς τη Χάγη θα είναι δύσβατος, γεμάτος αγκάθια και πιθανότατα θα κρύβει παγίδες. Είναι μια διαπίστωση χωρίς κανένα ίχνος μελοδραματισμού. Κατ’ αρχάς κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα γίνουν αυτά τα βήματα. Γιατί; Γιατί θα πρέπει να αλλάξει στάση η Τουρκία και να υποχωρήσει από τις σημερινές απαράδεκτες και αναθεωρητικές της θέσεις. Και αυτό είναι το κυριώτερο. Η Τουρκία είναι που πρέπει να κάνει τα μεγαλύτερα βήματα υποχώρησης και να αποδεχθεί τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και το Δίκαιο της Θάλασσας, ως πλαίσιο για την επίλυση της διαφοράς.

Αναμφίβολα, από μόνη της, αυτή η εξέλιξη θα είναι σημαντική. Εξαιρετικά σημαντική. Όμως θα είναι και εξαιρετικά δύσκολη για τη γειτονική μας χώρα αφού έχει χτίσει, εδώ και 48 χρόνια την πολιτική της για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στην άρνηση της Χάγης. Και αυτό θα πρέπει κι εμείς της από δω όχθης του Αιγαίου να το κατανοήσουμε. Όταν το στρατιωτικό και διπλωματικό κατεστημένο της Τουρκίας έχει επί δεκαετίες κάνει ανθελληνική πλύση εγκεφάλου στην τουρκική κοινή γνώμη, πώς περιμένουμε να κάνει πίσω ξαφνικά; Και μάλιστα όπως εμείς το θέλουμε; Κι αυτό το ομολογούν πια ανοιχτά στην Άγκυρα. Όχι ως δικαιολογία για να μην κάνουν βήματα προς την επίλυση των διαφορών αλλά ως διαπίστωση της πραγματικότητας.

Άρα είναι σαφές ότι η Τουρκία και όχι εμείς θα πρέπει να καλύψει το μεγαλύτερο κενό. Ένα κενό που μοιάζει με άβυσσο και χωρίζει Ελλάδα και Τουρκία. Θα μπορέσει άραγε να καλυφθεί; Δύσκολη εδώ η απάντηση με ένα απλό ναι. Από την άλλη η συμμετοχή μας στη διαπραγμάτευση, θα πρέπει να γίνει μόνο υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θα καταλήξει σε λύση της διαφοράς μας. Και η λύση αυτή δεν μπορεί παρά να ικανοποιεί τα εθνικά μας συμφέροντα. Οποιαδήποτε άλλη σκέψη, θα ισοδυναμούσε με εθνική παράδοση. Και σίγουρα καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα έκανε κάτι τέτοιο…